«Για να με βασανίζει έτσι θα πρέπει να είναι ή μπάτσος ή οδοντίατρος», σκεφτόταν ο Πέτρος Μάρκαρης για τον Κώστα Χαρίτο, τον έκανε, λοιπόν, αστυνομικό και έτσι έπλασε τον κεντρικό ήρωα των αστυνομικών μυθιστορημάτων του που τελικά έγινε διάσημος τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ο Χαρίτος είναι ο πιο γνωστός χαρακτήρας του ελληνικού νουάρ, ένας μικροαστός προϊστάμενος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, τυπικός εκπρόσωπος της παλιάς Ελλάδας, που αντιμετωπίζει το έγκλημα με μοναδικά όπλα του την επιμονή και την εντιμότητά του. Και η Αθήνα είναι ο μόνιμος συμπρωταγωνιστής του, από το 1995 που άρχισε να γράφει τα αστυνομικά μυθιστορήματά του ο Μάρκαρης μέχρι σήμερα.
Στον Κώστα Χαρίτο λοιπόν –μετά την μαντάμ Σουσού– ήταν αφιερωμένος ο τελευταίος λογοτεχνικός περίπατος τoυ Public για το 2016. Το ραντεβού μας είχε οριστεί στην είσοδο του Κεραμεικού. Ο ξεναγός Σωτήρης Καρκανιάς, μας περίμενε με μερικά βιβλία του συγγραφέα στην αγκαλιά από τα οποία θα μας διάβαζε αργότερα κάποια αποσπάσματα.
Γιατί στον Κεραμεικό; Διότι κοντά στην επιτύμβια στήλη της Ηγησώς βρέθηκε ένα πτώμα, οι συνεργάτες του Χαρίτου που είναι ήδη εκεί και τον περιμένουν δεν ξέρουν αν πρόκειται για δολοφονία ή για αυτοκτονία. Ο νεκρός, ένας πάμπλουτος χειρουργός ονόματι Κορασίδης είναι ένας από τους φοροφυγάδες που πεθαίνουν με περίεργο τρόπο στην «Περαίωση», το δεύτερο βιβλίο από την «Τριλογία της Κρίσεως» του Πέτρου Μάρκαρη. Έρχεται λοιπόν «φουριόζος» ο Χαρίτος για να «διερευνήσει» την υπόθεση κι εμείς είμαστε εκεί μαζί του για να δούμε πώς σκέφτεται ενώ παρατηρεί τα στοιχεία. Ο αστυνόμος του Μάρκαρη δεν είναι κανένας λόγιος ούτε ιδιοφυία, είναι όμως ένας εύστροφος άνθρωπος που σκαλίζει εξαντλητικά και με τεράστια επιμονή κάθε υπόθεση μέχρι να βγάλει άκρη.
Καθώς προχωράμε προς την ευγενέστερη αττική στήλη με την τόσο ανάλαφρη και ωραία μορφή της νεαρής κοπέλας που κοιτάζει με πίκρα, θλίψη αλλά και μια ολύμπια ηρεμία το κουτί με τα κοσμήματα που της δείχνει η θεραπαινίδα της , ο Σωτήρης δεν χάνει την ευκαιρία να μας ξεναγήσει στο πρώτο δημόσιο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας. Εξάλλου ο συγγραφέας δεν έχει επιλέξει τυχαία τον αρχαιολογικό χώρο αλλά ούτε και τη θέση που βρίσκεται ο νεκρός. Δεν θα σας αποκαλύψουμε όμως περισσότερα γιατί δεν θα θέλαμε να σας χαλάσουμε τη χαρά της ανάγνωσης και των προσωπικών σκέψεων.
Καθώς ο περίπατός μας συνεχίζεται προς την πλατεία Ασωμάτων, θυμόμαστε το περιβόητο Mirafiori του Χαρίτου. Γιατί θέλει να υποφέρει με ένα αυτοκίνητο πάντα έτοιμο να τον αφήσει στο δρόμο; Πώς του κόλλησε αυτός ο έρωτας για ένα μουσειακό αυτοκίνητο που το καλοκαίρι σταματάει γιατί ζεσταίνεται και το χειμώνα γιατί κρυώνει; «Ούτε ο καλύτερος οδηγός στο σώμα να έρθει δεν μπορεί να το βάλει μπρος», του λέει κάποια στιγμή ο βοηθός του. «Λες να το οδηγώ από έρωτα βρε Βλασόπουλε, τον ρωτάω ενώ αρχίζω να τα παίρνω στο κρανίο», του απαντάει ο Χαρίτος, «Δεν το αφήνω γιατί βαρέθηκα να βλέπω γύρω μου τις Mercedes, τις BMW και τα τζιπ με την τετρακίνηση να μετατρέπονται με την πρώτη νεροποντή σε βάρκες και τρεχαντήρια και στις ακριβές συνοικίες όπου είναι παρκαρισμένα να αδειάζουν τα νερά από τις χολυγουντιανές επαύλεις με τους κουβάδες. Το Mirafiori είναι γνήσιο, δεν είναι Porsche παρκαρισμένη μπροστά σε βίλα με μπουγέλο. Μπορεί να σε αφήσει στη μέση του δρόμου ανά πάσα στιγμή. Ακριβώς όπως και η Ελλάδα».
Ο νεαρός ξεναγός μάς θυμίζει το δεύτερο μεγάλο φετίχ του Χαρίτου, τα λεξικά του: «Αυτό είναι τα μόνο χόμπι που έχω, τα λεξικά, ούτε γήπεδα ούτε μαστορέματα, τίποτα. Αν ρίξει κανένας τρίτος μια ματιά στη βιβλιοθήκη θα πάθει την πλάκα του. Το πάνω ράφι είναι γεμάτο λεξικά. Εντυπωσιάζεσαι, πας στα παρακάτω και πέφτεις σε βίπερ, Νόρα, Μπελ, Άρλεκιν και Μπιάνκα. Κράτησα το ρετιρέ για μένα και άφησα στους κάτω τρεις ορόφους στην Ανδριανή.», γράφει ο Μάρκαρης στο «Νυχτερινό Δελτίο» απεικονίζοντας σε τέσσερα ράφια την πνευματική κατάσταση της Ελλάδας, «πάνω ένα πασάλειμμα γνώσης και κάτω η ξεφτίλα».
Δια στόματος Χαρίτου, ο συγγραφέας δεν χάνει την ευκαιρία να παρουσιάσει το σκηνικό των τελευταίων ετών στην Αθήνα και να κάνει την κριτική του. Στο Μοναστηράκι γίνονται διάφορα επεισόδια, μέλη της Χρυσής Αυγής έχουν βάλει φωτιές σε κάδους, σπάνε μαγαζιά που δουλεύουν μετανάστες και τους χτυπούν, οι δρόμοι έχουν κλείσει όπως συνήθως και τα περιπολικά δεν μπορούν να περάσουν, έχουν παγιδευτεί στους δρόμους της Αθήνας. «Μου είπαν να σας πάω γωνία Ερμού στο Μοναστηράκι κύριε αστυνόμε, τώρα πώς θα φτάσουμε εκεί; Ίσως βοηθήσει να κάνουμε το σταυρό μας. Τι γίνεται εκεί; Άκουσα ότι γίνεται ο κακός χαμός αλλά κάποια στιγμή θα φτάσουμε και θα τα δούμε λάιβ» γράφει στο «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία». Και πράγματι τα βλέπουν όλα όταν φτάνουν στη πλατεία μπροστά στο εκκλησάκι των Αγίων Ασωμάτων.
Λίγο πιο πάνω, στο Μοναστηράκι, σταματάμε έξω από το τζαμί που έφτιαξε ο βοεβόδας Τζισταράκης το 1759 (σήμερα στεγάζει το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης) και μαθαίνουμε την ιστορία του. Κάνουμε άλλη μια στάση στη βόρεια πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς, στο Φετιχιέ τζαμί (ή τζαμί του Πορθητή) που κατασκευάστηκε στα μέσα του 15ου αιώνα και συνεχίζουμε μέχρι την παλιά αθηναϊκή ταβέρνα «ο Πλάτανος» στην ομώνυμη μικρή πλατεία της Πλάκας που πάνε για φαγητό ο Χαρίτος με την Ανδριανή. Όπως σε όλα τα μυθιστορήματα του μεσογειακού νουάρ έτσι και στα βιβλία του Μάρκαρη, το φαγητό παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Για τον αστυνόμο Χαρίτο, το φαγητό είναι τελετουργία, τα γεμιστά της γυναίκας του μάλιστα είναι ένα μεγάλο σύμβολο. Μπορεί να έχουν τσακωθεί, να έχουν ψυχρανθεί και να μην μιλούν αλλά όταν μπαίνει στο σπίτι του και μυρίζει τα γεμιστά της καταλαβαίνει ότι ήρθε η ώρα να αγαπηθούν πάλι.
Ο λογοτεχνικός περίπατος ολοκληρώθηκε στην αίθουσα των εκδηλώσεων του Public όπου μας περίμενε ο σπουδαίος συγγραφέας μαζί με τις κυρίες Ελένη και Σοφία Αντωνιάδου που σχεδιάζουν και οργανώνουν τους λογοτεχνικούς περιπάτους. Οι ήρωές του ξαναζωντανεύουν μπροστά μας, αυτή τη φορά με τα δικά του λόγια. Ο Πέτρος Μάρκαρης περιγράφει γλαφυρά τους χαρακτήρες τους, μας αποκαλύπτει ότι η Ανδριανή είναι ίδια με τη μάνα του, την κυρία Τασούλα μια καταπληκτική μαγείρισσα από την Πόλη που τους «άλλαζε τα φώτα», ο Χαρίτος έχει τα χαρακτηριστικά του πατέρα του (έστω και αν οι ατάκες είναι δικές του) ενώ η Κατερίνα, η κόρη τους, μοιάζει με τη δική του κόρη. Υπάρχει όμως ένα κοινό σημείο που συνδέει τον συγγραφέα με τον Χαρίτο, είναι και οι δύο μέτοικοι σε αυτή την πόλη. Ο Πέτρος Μάρκαρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήρθε στην Αθήνα το 1964 σε ηλικία 27 χρονών και ο ήρωάς του που είναι Ηπειρώτης, ήρθε για να σπουδάσει στη Σχολή της Αστυνομίας.
Είναι προφανές ότι ο Μάρκαρης αγαπάει την Αθήνα, την περιγράφει ως μια πόλη των αντιθέσεων στην οποία δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να βαρεθείς. Ποτέ. Μας αποκάλυψε επίσης τις περιοχές που λατρεύει, τη Νέα Ιωνία και τη Νέα Φιλαδέλφεια, γειτονιές προσφύγων από τη Μικρά Ασία και οι δύο, αλλά και τις γειτονιές γύρω από τι στάσεις του ηλεκτρικού. Έχει γράψει άλλωστε και το χρονικό «Η Αθήνα της μιας διαδρομής», από τον Πειραιά μέχρι την Κηφισιά, που κυκλοφόρησε πρώτα στα γερμανικά. Δεν βλέπει την πόλη «μέσα από παρμπρίζ» όπως μας είπε γιατί δεν οδηγεί, την περπατάει, είναι ο ίδιος ένα gps, όπως ακριβώς και ο ήρωάς του. Μπορείτε να σκεφτείτε κάποιον καλύτερο «ξεναγό» της σύγχρονης Αθήνας από τον Πέτρο Μάρκαρη; Εγώ πάντως όχι. Οι Αθηναίοι ζουν μέσα στις σελίδες του και οι ξένοι ανακαλύπτουν μια Αθήνα που κανένας τουριστικός οδηγός δεν μπορεί να τους δείξει.