O Ντουκαντάμ στην επετειακή ρεβάνς εκείνου του ιστορικού τελικού του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1986 | Reuters
Επικαιρότητα

Χέλμουτ Ντουκαντάμ, το πεφταστέρι των γηπέδων

Η ιστορία του γκολκίπερ που «έφυγε» σε ηλικία 65 ετών ήταν ένα δράμα που το διέκοψε η δόξα μιας βραδιάς. Ο πανύψηλος μυστακοφόρος Ρουμάνος υπέγραψε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στα ποδοσφαιρικά χρονικά. Αλλά αμέσως μετά, την απόλυτη ευτυχία του «ήρωα της Σεβίλλης» διαδέχτηκε μια τραγωδία
Sportscaster

Το πρωί της 7ης Μαΐου 1986 ήταν ένας εν πολλοίς άγνωστος γκολκίπερ. Η ομάδα του, η Στεάουα Βουκουρεστίου, ετοιμαζόταν να παίξει στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών –του σημερινού Τσάμπιονς Λιγκ– αντίπαλος της Μπαρτσελόνα, όμως το όνομά του, Χέλμουτ Ντουκαντάμ, ήταν γνωστό μόνο στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Το βράδυ της ίδιας μέρας θα τον μάθαινε όλος ο ποδοσφαιρικός κόσμος.

Κανείς στο παρελθόν δεν είχε αποκρούσει τέσσερις διαδοχικές εκτελέσεις στη διαδικασία των πέναλτι σε ευρωπαϊκό τελικό. Και κανείς δεν έχει επαναλάβει αυτό το κατόρθωμα μέχρι σήμερα, που ο Ντουκαντάμ δεν βρίσκεται πια στη ζωή. «Εφυγε» τη Δευτέρα 2/12 σε ηλικία 65 ετών.

Θα μείνει στην Ιστορία ως ένα πεφταστέρι των γηπέδων. Η θεά Τύχη χάρισε στον πανύψηλο (1,93) μυστακοφόρο τερματοφύλακα μια σπάνια στιγμή δόξας –υπέγραψε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στα χρονικά του ποδοσφαίρου–, όμως αμέσως μετά του γύρισε την πλάτη. Εκείνος ο τελικός έμελλε να είναι ο τελευταίος σπουδαίος αγώνας της καριέρας του. Την απόλυτη ευτυχία διαδέχτηκε μια τραγωδία.

Ενα πρωί, καθώς απολάμβανε τις καλοκαιρινές διακοπές του σε θέρετρο της Μαύρης Θάλασσας, ξύπνησε με αφόρητους πόνους στο δεξί του χέρι. Ηταν 12 Ιουλίου 1986. Διακομίστηκε στο νοσοκομείο, όπου διαγνώστηκε με θρόμβωση. Χειρουργήθηκε, γλίτωσε τον ακρωτηριασμό, όμως η καριέρα του σε top επίπεδο είχε τελειώσει μόλις στα 27 του χρόνια, τη στιγμή που κορυφαία κλαμπ της Ευρώπης βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις με τη Στεάουα για να τον αποκτήσουν. Ο Ντουκαντάμ, υποψήφιος εκείνη τη χρονιά για τη «Χρυσή Μπάλα» και «ποδοσφαιριστής της χρονιάς» στη σχετική ψηφοφορία του France Football, δεν πρόλαβε να εξαργυρώσει τον άθλο του.

Τον Δεκέμβριο ακολούθησε τη Στεάουα, την πρώτη ομάδα από το πρώην Ανατολικό Μπλοκ που, χάρη σε εκείνον, αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης, στο Τόκιο για τον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου (εναντίον της πρωταθλήτριας Νότιας Αμερικής Ρίβερ Πλέιτ). Δεν θα μπορούσε να αγωνιστεί –οι γιατροί τον είχαν προειδοποιήσει ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνο για την υγεία του–, όμως ήταν το πρόσωπο που θα έφερνε τους Ιάπωνες στο γήπεδο. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει τι του είχε συμβεί. Φωτογραφήθηκε πραγματοποιώντας μερικές εκτινάξεις, πέφτοντας στο έδαφος, πάντα με το αριστερό του χέρι, έδωσε συνεντεύξεις και μοίρασε αυτόγραφα. Υστερα χάθηκε από προσώπου Γης.

Η μυστηριώδης «εξαφάνιση» του Ντουκαντάμ γέννησε έναν μύθο –πως είχε πέσει θύμα του δικτατορικού καθεστώτος–, που τον έκανε ακόμη πιο αγαπητό στη Ρουμανία. Οι φήμες ανέφεραν ότι μετά τον ανέλπιστο θρίαμβο επί της Μπαρτσελόνα, ο (τότε) πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης Ραμόν Μεντόσα τού δώρισε μια Mercedes για να τον ευχαριστήσει επειδή είχε ταπεινώσει τη μισητή αντίπαλο της «Βασίλισσας».

Οταν επέστρεψε στο Βουκουρέστι, ο γιος του Τσαουσέσκου, Νίκου, του ζήτησε να του παραδώσει το αυτοκίνητο. Εκείνος αρνήθηκε και του έσπασαν τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του για να τον τιμωρήσουν. Κατά μόα άλλη εκδοχή, ο μικρότερος γιος του δικτάτορα, Βαλεντίν, τον πυροβόλησε στο χέρι για να μην ξαναπαίξει μπάλα, επειδή επισκίαζε τη δημοφιλία της οικογένειας Τσαουσέσκου.

Αυτό που πραγματικά συνέβη, όπως είχε πει σε συνεντεύξεις του, είναι ότι του φέρθηκαν με αχαριστία. Οταν πλέον δεν μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Στεάουα, τον έδιωξαν από τον στρατό και τον άφησαν χωρίς εισόδημα. Οσο για το μπόνους κατάκτησης του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, του έδωσαν ένα μεταχειρισμένο σαράβαλο του στρατού συν 200 δολάρια – το ίδιο και στους συμπαίκτες του. Τίποτε από όσα τους είχαν υποσχεθεί.

Ολη του η περιουσία ήταν οι αναμνήσεις από εκείνη τη «μαγική» βραδιά στο «Σάντσεθ Πιθχουάν», όπου το παγκόσμιο ποδοσφαιρικό κοινό τον είδε να αποκρούει τέσσερα πέναλτι στη σειρά (των Αλεσάνκο, Πεδράθα, Πίτσι Αλόνσο και Μάρκος) και να αφήνει το γκραν φαβορί του τελικού (Μπαρτσελόνα) με άδεια χέρια. Με έναν τρόπο πρωτοφανή, απίθανο και ανεπανάληπτο μέχρι σήμερα. Ο «ήρωας της Σεβίλλης» –έτσι τον αποκαλούσαν τα ευρωπαϊκά media–, που γεννήθηκε Πρωταπριλιά (1959) σε ένα χωριουδάκι 3.000 κατοίκων κοντά στα σύνορα της Ρουμανίας με την Ουγγαρία, πέτυχε κάτι που έμοιαζε με πρωταπριλιάτικο ψέμα.

Τρία χρόνια μετά προσπάθησε να επιστρέψει στα γήπεδα. Επαιξε για δύο σεζόν στη Β’ Κατηγορία της Ρουμανίας και στις αρχές των ’90s τα παράτησε. Αναγκάστηκε να δουλέψει ως συνοριοφύλακας στη γενέτειρά του, άνοιξε μια σχολή ποδοσφαίρου που δεν πήγε καλά, εργάστηκε για ένα φεγγάρι και ως τηλεοπτικός σχολιαστής αγώνων. Αλλά το πρόβλημά του δεν ήταν μόνο οικονομικό. Χρειάστηκε να χειρουργηθεί οκτώ φορές στα πόδια και στα χέρια. Το 2023 υποβλήθηκε σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Αλλά την επόμενη επέμβαση, τον περασμένο Σεπτέμβριο, δεν κατάφερε να την ξεπεράσει.

Από το 2020 και έπειτα δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί ούτε στα ελάχιστα καθήκοντα του επίτιμου προέδρου της Στεάουα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε δίπλα στη δεύτερη σύζυγό του Αλεξάνδρα (το μουστάκι το έκοψε για χάρη της), την κόρη τους Τζουλιάν και τα εγγόνια του. Τα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο, τον Ρόμπερτ και την Μπριζίτ, τα έβλεπε σπανίως, καθώς ζουν στις ΗΠΑ.

Την ιστορία του, ένα δράμα που το διέκοψε για λίγο η δόξα μιας βραδιάς, μπορεί κάποτε να τη δούμε σε αθλητικό ντοκιμαντέρ. Με τις αλήθειες και με τους μύθους της.