Ολοι μιλούσαν για εκείνον με τα καλύτερα λόγια από τότε που έκανε τα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο: στα τμήματα υποδομών της Ασπουντεν-Τέλους, ενός μικρού συλλόγου που εδρεύει σε απόσταση αναπνοής από το πατρικό του σπίτι, στα βορειοδυτικά της Στοκχόλμης. Ηταν 12χρονο παιδί ακόμη, όταν οι δάσκαλοί του στην μπάλα διαβεβαίωναν τους γονείς του ότι ο γιος τους είναι σπουδαίο ταλέντο.
Το ίδιο έκαναν και οι προπονητές του στην επόμενη ομάδα του, την Μπρομαποϊκάρνα. Το 2016, στο κατώφλι της ενηλικίωσης πλέον, τη βοήθησε με τα γκολ του να επιστρέψει στις επαγγελματικές κατηγορίες. Προοριζόταν να φτάσει ψηλά από μικρός, όμως μέχρι να γίνει 23 ετών, ελάχιστοι είχαν ακούσει το όνομά του. Σήμερα, ο (26χρονος, πλέον) Βίκτορ Γκιόκερες είναι ένας από τους πιο «καυτούς» φορ της Ευρώπης. Ο παίκτης που το βράδυ της Τρίτης διέλυσε την άμυνα της Μάντσεστερ Σίτι, σκοράροντας τρία από τα τέσσερα γκολ της Σπόρτινγκ Λισαβώνας, μοιάζει σαν να ήρθε «από το πουθενά».
Η ιστορία του είναι από αυτές τις απίθανες που γράφει το ποδόσφαιρο. Ενας ύμνος στην υπομονή και την επιμονή. Το παραμύθι ενός φιλόδοξου νεαρού που περιπλανήθηκε για χρόνια σε διάφορους συλλόγους, ταλαιπωρήθηκε, απογοητεύτηκε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Για να φτάσει να αξίζει κοντά στα 100 εκατομμύρια ευρώ.
Το φημισμένο δίκτυο σκάουτινγκ της Μπράιτον τον εντόπισε στα 19 του. Ο αγγλικός σύλλογος τον απέκτησε από την Μπρομαποϊκάρνα με λιγότερα από ένα εκατομμύριο ευρώ, όμως, όπως έδειξε ο χρόνος, δεν ήταν πρόθυμος να του δώσει τις ευκαιρίες που χρειαζόταν. Με τους «γλάρους» κατέγραψε μόλις τέσσερις συμμετοχές, αλλά στην Πρέμιερ Λιγκ δεν έπαιξε ούτε λεπτό. Τον έστειλαν δανεικό στη Γερμανία (Ζανκτ Πάουλι), στη Σουόνσι και στην Κόβεντρι. Και στο τέλος τον πούλησαν, στην Κόβεντρι, για 1,2 εκατ. ευρώ. Θα το έχουν μετανιώσει πικρά.
Εκείνο το καλοκαίρι (2021) άρχισε η… εκτόξευση. Στα 11 πρώτα παιχνίδια του με την Κόβεντρι, που αγωνιζόταν στην Τσάμπιονσιπ (Β’ Κατηγορία), πέτυχε 9 γκολ. Την επόμενη σεζόν, 21. Τα περισσότερα στο πρωτάθλημα πίσω από τον (γνωστό μας από τον ΠΑΟΚ) Τσούμπα Άκπομ. Και 10 ασίστ. Η ομάδα του έφτασε στον τελικό των πλέι-οφ, όμως δεν κατάφερε να κερδίσει τον προβιβασμό της στην Πρέμιερ Λιγκ. Ο Γκιόκερες έπρεπε, πάλι, να αλλάξει «σπίτι». Μόνο που, αυτή τη φορά, θα το έκανε περήφανος.
Η μεταγραφή του στην Σπόρτινγκ Λισαβώνας κόστισε, περίπου, 21 εκατ. ευρώ – ήταν η πιο δαπανηρή στα χρονικά του πορτογαλικού συλλόγου. Ο Ρούμπεν Αμορίμ, ο οποίος ετοιμάζει βαλίτσες για το Μάντσεστερ (στις 11 του μήνα θα πιάσει δουλειά στη Γιουνάιτεντ), ήθελε τον Φώτη Ιωαννίδη, αλλά ο Παναθηναϊκός αρνήθηκε να τον παραχωρήσει. Το δεύτερο όνομα στη λίστα του ήταν ο Γκιόκερες.
Ενας ποδοσφαιριστής που κανείς δεν γνώριζε το καλοκαίρι του 2021, είχε γίνει πασίγνωστος μέχρι το τέλος του 2023. Στην πρώτη του σεζόν στην Πορτογαλία (2023-2024) σκόραρε 43 γκολ και μοίρασε 15 ασίστ σε 50 ματς. Εφέτος έχει πετύχει, ήδη, 23 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, και ακόμη δεν φτάσαμε στα μέσα Νοεμβρίου. Στους 18 μήνες που βρίσκεται στην Σπόρτινγκ, κατόρθωσε να πενταπλασιάσει την αξία του στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο.
Βάζει γκολ με κάθε πιθανό τρόπο. Με σουτ, με κεφαλιές, με εκτελέσεις πέναλτι ή φάουλ. Είναι «θηρίο» στις μονομαχίες, ταχύτατος και εξαιρετικός ντριμπλέρ. Μα, πάνω απ’ όλα, παίζει ομαδικά. Εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής στα τέρματα της ομάδας του, είτε σκοράροντας ο ίδιος, είτε δημιουργώντας τις συνθήκες για το γκολ κάποιου συμπαίκτη του. Τέτοιο ratio δεν έχει κανείς άλλος ευρωπαίος «κυνηγός» τον τελευταίο χρόνο. Ούτε, καν, ο Κέιν, ο Εμπαπέ, ο Χάαλαντ, ή ο Σαλάχ.
Ασφαλώς, ο Αμορίμ πολύ θα ήθελε να τον πάρει κοντά του στο Μάντσεστερ. Φαίνεται, όμως, ότι η Γιουνάιτεντ δεν είναι διατεθειμένη να καταβάλει το ποσό της ρήτρας για να ελευθερωθεί από την Σπόρτινγκ, με την οποία δεσμεύεται έως τις 30 Ιουνίου του 2028. Τον «φλερτάρουν» κάποιοι άλλοι αγγλικοί σύλλογοι: η Σίτι, η Αρσεναλ, η Λίβερπουλ και η Τσέλσι.
Ενα είναι βέβαιο: ότι ο Γκιόκερες, ο οποίος κάποτε βρέθηκε κοντά στη μεταγραφή του στην Ελλάδα (τον είχε προτείνει στον ΠΑΟΚ ο πορτογάλος πρώην αθλητικός διευθυντής του, Ζοσέ Μπότο), πολύ σύντομα θα δίνει τις παραστάσεις του σε ένα ανώτερο πρωτάθλημα. Αντίπαλος, ίσως, του ανθρώπου που του άνοιξε την πόρτα προς τη δόξα.