Το παιχνίδι στο Τάμπερε πήγαινε για ένα ολοστρόγγυλο 0-0. Η Εθνική μας έπαιζε για τη νίκη με «μισό – μηδέν», δηλαδή με τη συνταγή των μεγάλων της επιτυχιών. Αποκλείεται, ολλανδός προπονητής να είχε δώσει τέτοια οδηγία. Τέλος πάντων, έστω αυτοσχεδιάζοντας, η ελληνική ομάδα κρατούσε τους Φινλανδούς μακριά από την εστία του Μπάρκα. Από την άλλη, όμως, ήταν αδύνατο να βρει αυτό το «μισό» γκολ που αναζητούσε. Η μπάλα δεν έφτανε στην επίθεση… ούτε με αίτηση.
Γύρω στο 50′ ο Δημήτρης Κουρμπέλης… πυροβόλησε και σκότωσε τη (σχεδόν) βέβαιη ισοπαλία, μαρκάροντας άτσαλα έναν αντίπαλό του εκεί που θα μπορούσε να γίνει απειλητικός μόνον αν κέρδιζε πέναλτι. Ο ισπανός διαιτητής το «σφύριξε» με ελαφριά καρδιά, και ο Τεέμου Πούκι (που έχει υπάρξει μεταγραφικός στόχος όλων των μεγάλων ελληνικών συλλόγων) το έκανε γκολ. Τρεις διαδοχικές ήττες είχαμε υποστεί και στους προκριματικούς του Euro 2016, όπου τερματίσαμε τελευταίοι και καταϊδρωμένοι στον όμιλό μας. Εάν συνυπολογίσουμε και το φιλικό ματς με τους Τούρκους, συμπληρώσαμε τέσσερις ήττες στη σειρά – για πρώτη φορά μετά το 1996.
Το Euro 2020 θα είναι η τρίτη μεγάλη διοργάνωση -μετά το Euro του 2016 και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018- χωρίς ελληνική παρουσία. Μόνον τα μαθηματικά επιμένουν ότι η κατάληψη της δεύτερης θέσης στον όμιλό μας είναι, ακόμη, εφικτή. Η λογική το αποκλείει. Μείναμε στους τέσσερις βαθμούς, ενώ οι Φινλανδοί «πέταξαν» στους 12. Στις πέντε αγωνιστικές που απομένουν, έχουμε να παίξουμε και με την Ιταλία (εκτός έδρας). Δεν προλαβαίνουμε να καλύψουμε το χαμένο έδαφος. Ούτε αξίζουμε την πρόκριση, έτσι όπως παίζουμε. Ας την πάρει η Φινλανδία – θα είναι η πρώτη της συμμετοχή σε τελική φάση Euro (ή Μουντιάλ). Το δικό της 2004, όπως παρατήρησε ο προπονητής της, Μάρκου Κανέρβα.
Το «Πειρατικό» έγινε βαρκούλα. Που θαλασσοπνίγεται με όλους τους καιρούς, με όλους τους καπετάνιους, με όλα τα πληρώματα. Τον τελευταίο ενάμισι χρόνο έχουμε αλλάξει τρεις προπονητές και πέντε τεχνικούς διευθυντές. Σε πέντε προκριματικά ματς του Euro έχουμε δοκιμάσει καμιά τριανταριά ποδοσφαιριστές. Παίκτες που έρχονται και παρέρχονται, με μόνη σταθερά την αποτυχία. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, παίζοντας στο Nations League και τώρα στο Euro, έχουμε χαρεί δύο νίκες όλες κι όλες: μια με την Εσθονία και μια με το Λιχτενστάιν. Καλά τα είπε ο Μασούρας, ο διεθνής μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού, πάνω στην απογοήτευσή του για τη νέα ήττα στο Τάμπερε: το επίπεδο της Εθνικής δεν είναι τέτοιο, ώστε να διεκδικούμε προκρίσεις.
Ο Γιόχαν Φαν’τ Σιπ -για τους φίλους του, Τζόνι- παρέλαβε χάος. Μια ομάδα χωρίς ταυτότητα, αγωνιστικό πλάνο, προσωπικότητα και χαρακτήρα. Χωρίς βασικούς και αναπληρωματικούς. Στην προσπάθειά του να χτίσει από το μηδέν, αυτή η ήττα στη Φινλανδία μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά. Η (νέα) νέα αρχή, ίσως αποδειχθεί ευκολότερη χωρίς το άγχος του αποτελέσματος. Η Εθνική πρέπει να βρει ένα στιλ παιχνιδιού που θα της ταιριάζει, αλλά και τα πρόσωπα που μπορούν να το υπηρετήσουν. Να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στα υπόλοιπα ματς του Euro, και να είναι έτοιμη για την επόμενη μεγάλη πρόκληση: τους προκριματικούς του Μουντιάλ 2022.
Στην πρεμιέρα του στον πάγκο της Εθνικής, κάποιες επιλογές του Φαν’τ Σιπ προκάλεσαν απορίες. Ο Τοροσίδης, που είχε πολύ καιρό να αγωνιστεί, προτιμήθηκε αντί του Μπακάκη – κάτι που εξέπληξε ακόμη και τον ίδιο. Ο Σταφυλίδης, αντί του (εξαιρετικά φορμαρισμένου) Τσιμίκα. Εμειναν εκτός αρχικής ενδεκάδας ο καλός δημιουργός Σάμαρης και ο Ζέκα, που σε όλα τα ματς της Εθνικής τρέχει για δύο. Κι έπαιξαν ο Κουρμπέλης με τον Μπουχαλάκη, που είναι ένα αταίριαστο «δίδυμο». Ο Πέλκας, που μπήκε να βοηθήσει στην παραγωγή παιχνιδιού, χαραμίστηκε στις πτέρυγες. Οι εμπνεύσεις του Ολλανδού δεν δικαιώθηκαν. Αλλά, είναι πολύ νωρίς, ακόμη, για τέτοιου είδους κριτική στον προπονητή. Δεν έχει προλάβει να μάθει πρόσωπα και πράγματα. Δικαιούται, λοιπόν, να πειραματίζεται.
Η «ερώτηση του εκατομμυρίου» είναι, εάν ο Φαν’τ Σιπ και ο Βίντερ (ο βοηθός του) μπορούν να ηγηθούν της επανεκκίνησης. Εάν είναι τα κατάλληλα πρόσωπα γι’ αυτή τη δουλειά. Ως Ολλανδοί (ο Φαν’τ Σιπ, μάλιστα, είναι «παιδί του Κρόιφ») γνωρίζουν και διδάσκουν το ποδόσφαιρο της πρωτοβουλίας, της δημιουργίας και της διαρκούς κίνησης, με ή χωρίς την μπάλα – όλα αυτά που οι περισσότεροι έλληνες παίκτες δεν θέλουν ούτε να ακούσουν. Η φιλοσοφία τους για το σπορ δεν έχει καμία σχέση με τη δική μας, που έχουμε μάθει να «κλέβουμε» τα αποτελέσματα, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι. Τι θα κάνουν, λοιπόν, οι νέοι προπονητές της Εθνικής; Θα προσαρμοστούν στις ελληνικές ιδιαιτερότητες, ή θα χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους για να επιβάλουν το μοντέλο τους;
Στη δεύτερη περίπτωση, οι διεθνείς θα εξακολουθήσουν να μην απολαμβάνουν το παιχνίδι. Κι αυτό είναι, ίσως, το μεγαλύτερο πρόβλημα της εθνικής μας ομάδας εδώ και κάμποσα χρόνια.