Από το καλοκαίρι του 2013 ονειρευόταν τον Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ με την ασπρόμαυρη φανέλα, ο Ιβάν Σαββίδης. Θυμάμαι πόσο πολύ τον είχαν λοιδορήσει, "εχθροί" και "φίλοι", όταν – στην παρουσίαση του (τότε) προπονητή της ομάδας, Χουμπ Στέφενς – είχε εξομολογηθεί την "καψούρα" του, να φέρει τον Βούλγαρο σούπερ σταρ στη Θεσσαλονίκη. "Σιγά μην έρθει ο Μπερμπάτοφ στον ΠΑΟΚ…".
Κι όμως, ήρθε. Και είναι η μεγαλύτερη μετεγγραφή που έκανε στον αιώνα του ο ΠΑΟΚ – και μια από τις πέντε πιο ηχηρές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτές του Ριβάλντο, του Καρεμπέ, του Ζιλμπέρτο Σίλβα και του Σισέ. Τουλάχιστον στη θεωρία. Διότι, στην πράξη, ο "πολύς" Πάουλο Σόουζα, για παράδειγμα, μάς βγήκε "παλτό", ενώ ο Βαζέχα, ο Σαβέβσκι ή ο Τζόρτζεβιτς, που ήρθαν "από το πουθενά", έκαναν λαμπρή καριέρα. Άλλο το βιογραφικό, και άλλο το γήπεδο…
Βεβαίως, ο Μπερμπάτοφ ήρθε λίγο… σιτεμένος. Σκεφτείτε ότι, όταν γεννήθηκε, στην Τούμπα έπαιζε ακόμα ο Σταύρος Σαράφης… Ακόμα δεν είχε ανέβει στην εξουσία ο Ανδρέας Παπανδρέου (για να το καταλάβουν και οι αρχάριοι φίλαθλοι)… Για τους επιθετικούς, τα 35 (παρά κάτι) είναι η ώρα… να τα μαζεύουν. Όμως, από την άλλη, κανένας VIP ποδοσφαιριστής δεν τρελάθηκε, ώστε να ξεπέσει στην Ελλάδα πάνω στο ανθός της ηλικίας του. Γι αυτό, τέτοιες μετεγγραφές θα γίνονται πάντοτε στο "λυκόφως" τού παίκτη, ή δεν θα γίνονται καθόλου. Και θα είναι ένα μεγάλο ρίσκο.
Ο Μπερμπάτοφ προέρχεται από 14 "γεμάτες" χρονιές σε κορυφαίο επίπεδο: στη Λεβερκούζεν, στην Τότεναμ, στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στη Φούλαμ και – εσχάτως – στη Μονακό. Το ότι βρίσκεται στη δύση του, το μαρτυρά μόνο η ταυτότητά του. Μόλις πριν από μερικούς μήνες έφτασε, με τη Μονακό, μέχρι τα προημιτελικά τού Champions League.
Επιπλέον, είναι μια σπουδαία προσωπικότητα, που θα βοηθήσει και πέρα από τον αγωνιστικό χώρο. Θα "κόψει" εισιτήρια, θα φέρει διαφημιστικά έσοδα, θα "πουλήσει" με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο (την Τετάρτη, πρώτη μέρα διάθεσης της φανέλας με το όνομά του, "έπεσε" η ιστοσελίδα της ΠΑΕ που δεχόταν τις παραγγελίες…) και θα ανεβάσει το πρεστίζ του συλλόγου διεθνώς. Στο εξής, κάθε μεγάλο όνομα που θα θελήσει να φέρει στην Τούμπα ο ΠΑΟΚ, θα σκέφτεται (και) ότι θα παίξει στο χορτάρι που πάτησε ο Μπερμπάτοφ…
Κάπου εδώ τελειώνουν τα "καλά νέα". Τα "κακά νέα" είναι, οτι αυτοί οι χορτασμένοι από χρήμα και δόξα performers τής μπάλας, συνήθως, ξενερώνουν εύκολα. Μαθημένοι στα σαλόνια των κορυφαίων πρωταθλημάτων και τού Champions League, στα χλιδάτα γήπεδα, στην απόλυτη οργάνωση, στο πολιτισμένο κοινό, στον υψηλό ανταγωνισμό μέσα κι έξω από τις ομάδες τους, μπορεί να πάθουν κατάθλιψη με αυτά που θα αντικρίσουν, σε ένα πρωτάθλημα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα. Και τότε, ο ΠΑΟΚ δεν θα έχει χάσει μόνο τέσσερα εκατομμύρια (τόσα θα κοστίσει ένας χρόνος Μπερμπάτοφ, μαζί με τους φόρους), αλλά και την ηρεμία του.
Το "πείραμα Μπερμπάτοφ" είναι, ταυτόχρονα, το μπρα ντε φερ δύο εντελώς διαφορετικών φιλοσοφιών για το ποδόσφαιρο. Ο Άρνεσεν (ο αθλητικός διευθυντής του ΠΑΟΚ) έχει δηλώσει οτι πιστεύει σε μία ομάδα – ορχήστρα, με παίκτες νέους, πειθαρχημένους, διψασμένους για διάκριση, που θα τα δίνουν όλα, ο ένας για τον άλλον. Αλλά το "αφεντικό" έφερε έναν σολίστ – βιρτουόζο, βεβαίως – που κάποτε (το 2012, στη Φούλαμ), αφού σκόραρε, έβγαλε τη φανέλα για να φανεί το μήνυμα που είχε γραμμένο στο μπλουζάκι του: "Keep calm and pass me the ball" ("Ηρεμήστε και δώστε μου την μπάλα")… Ο οποίος, σημειωτέον, είναι μόλις τρία χρόνια νεώτερος από τον προπονητή του…
Ο Θάνος Πρωτοψάλτης είναι δημοσιογράφος