Χτές βράδυ, ζήσαμε όλοι ένα από τα ωραιότερα παραμύθια που η καλή νεράιδα του ποδοσφαίρου κράτησε για μας. Μας το αφηγήθηκε με τον πιο υπέροχο τρόπο που κάποιος θα μπορούσε να μας το διηγηθεί. Μας έδωσε το δικαίωμα να διαβάσουμε φωναχτά τον πρόλογο. Όχι ολόκληρο, μα την αρχή. Τις πρώτες λέξεις. Αυτές που μοιάζουν μαγικές. Αυτές, γεμάτες αστρόσκονη. Αυτές που αστράφτουν. Ξέρεις δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει!
Τούτος ο τελικός, σε μια εποχή που τα χαμόγελά μας έχουν στεγνώσει, δικαίωσε πλήρως όλα όσα χαρακτηρίζουν το ποδόσφαιρο. Ότι και να μου πει κανείς, αυτά όλα τα συναισθήματα που προξένησε, που γέννησε ο 57ος τελικός του Κυπέλου Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης είναι κάτι που αφορά μόνο αυτό. Ναι, το ποδόσφαιρο. Το πιο ενθουσιώδες, το πιο γενναιόδωρο, το πιο συγκινησιακό απ’ όλα τα ομαδικά αθλήματα. Όλα τους, στην απόλυτη υπερβολή. Όσο το χρονόμετρο έγραφε, τόσο βίωνα τη διαστροφή του. Τόσο τα λόγια του Ίβιτσα Όσιμ , του σπουδαίου δάσκαλου έπαιρναν σάρκα και οστά. Ναι ρε δάσκαλε, είναι πόρνη, μεγάλη πόρνη η ρημάδα η μπάλα. Αυτή που τόσο γενναιόδωρα, αυτή που τόσο απλόχερα σου απονείμει τα καλύτερα, τα πιο σπουδαία, αυτή η ίδια σε ξηλώνει με το πιο πλατύ της χαμόγελο, σε ακυρώνει χωρίς ίχνος συμπόνιας, χωρίς κανένα οίκτο.
Όσο το παραμύθι της Τσέλσι έπαιρνε σάρκα και οστά, τόσο το παρελθόν, γινότανε παρόν. Τόσο το χτές, συναντούσε το σήμερα. Ο Μάρξ, έλεγε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Ναι, αλλά για ποιόν; Η Μπάγερν Μονάχου σήκωσε τρία συνεχόμενα τρόπαια τη δεκαετία του ’70. Και όμως, σε όλα χαρακτηρίστηκε τυχερή. Σε όλα! Έκτοτε, όποτε βρέθηκε σε τελικό, με εξαίρεση το2001, τέτοια πρόστυχη συμπεριφορά σπάνια συναντήσαμε. Το ‘82 στο Ρότερνταμ, στο μονότερμα του Ντε Κάϊπ, κόντρα στην Άστον Βίλα του Τζίμι Ρίμμερ, του Ντένις Μόρτιμερ και του Πίτερ Γουίδ, ο Νάϊτζελ Σπίνκς κατέβασε ρολά, το ’86 στη Βιέννη κόντρα στην Πόρτο του Αρτούρ Ζώρζ, ήταν το τακουνάκι του Αλλάχ, το 1999 στο Νουέβο Κάμπο της Βαρκελώνης ήταν “Fergies Time” που λένε και οι αντίπαλοι του Sir Alex. Το 2010,απλά ήταν η Ιντερ. Μάλλον όχι. Ήταν, “La Grande Inter” και ‘The Special One”. Ο ‘Ολιτς, που έδεσε τα παπούτσια των συμπαικτών του κόντρα στη Λυών το 2010 στα ημιτελικά και περπάτησαν στο Σαντιάγκο Μπερναμπέου της Μαδρίτης, δύο χρόνια μετά χάνει το πιο κρίσιμο πέναλντι. Η Ιντερ του Αντζελο Μοράττι, το 1965, είναι η τελευταία γηπεδούχος που σηκώνει Πρωταθλητριών. Φορούσε μπλέ. Το δοκίμασε η Ρόμα το ’84, στο Ολύμπικο, με τους Πάολο Ρομπέρτο Φαλκάο, Τονόνιο Σερέζο, Μπρούνο Κόντι, Ρομπέρτο Προύτσο. Αντίπαλος η Λίβερπουλ του Φιλ Νίλ , του Μπρους Γκρόμπελα, του Τζο Φάγκαν. Η ατάκα του Νίλς Λίντχολμ, του προπονητή της Ρόμα, μετά τον τελικό, μένει στην ιστορία.
«Θα μείνουμε σαν η μοναδική ομάδα στην ιστορία του θεσμού, που έπαιξε τελικό Πρωταθλητριών στο γήπεδο της και κατάφερε να τον χάσει». Και κάπου εκεί τρώω τη σφαλιάρα. Η Τσέλσι ξαναγράφει ένα ποδοσφαιρικό κεφάλαιο ή αν θέλετε το συμπληρώνει με τον πιο βρετανικό τρόπο. Γεμάτο φλεγματικό χιούμορ. Γίνεται η δεύτερη ομάδα στην ιστορία του θεσμού μετά την σταχτοπούτα Νόττινγχαμ Φόρεστ του Μπράϊαν Κλάφ το 1979, που σηκώνει τη κούπα μέσα στη Γερμανία. Ήταν στο Μόναχο, στις 30 Μαΐου.
Λίγο πριν ο Ντιντιέ Ντρογμπά γράψει ιστορία, δεν άντεξα και άφησα το κεφάλι μου να γείρει προς τα κάτω. Έκλεισα τα μάτια μου. Όταν τα άνοιξα, από τα τραγούδια των μπλε, η φανέλα μου διάβαζε Forest.European Cup Winners. Munich 1979.
Για την ιστορία, η Νόττινγχαμ κρατάει ένα ρεκόρ που δεν πρόκειται να γραφτεί ποτέ ξανά. Ή έτσι λέω εγώ. Χα! Είναι η μικρότερη πόλη (300,000 κάτοικοι) στην ιστορία του θεσμού που κατάφερε να κερδίσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης. Και όχι μία φορά, μα δύο συνεχόμενες!