Παλιά ήταν η Βούλα. Αυτό το καλοφτιαγμένο, «έξω καρδιά» κορίτσι, που κατάφερνε να συνδυάζει την άτακτη νιότη του με τη στρατιωτική πειθαρχία του υψηλού πρωταθλητισμού, όλοι το προσφωνούσαμε με το μικρό του όνομα. «Παπαχρήστου» έγινε ύστερα από ‘κείνο το αλήστου μνήμης «τιτίβισμα» για τα κουνούπια του Δυτικού Νείλου και τους Αφρικανούς στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 2012. Που στάθηκε η αιτία να αποκλειστεί από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου και λίγο έλειψε να βάλει πρόωρο τέλος στην καριέρα της. Ακόμη και σήμερα, πανηγυρίζοντας το χρυσό της μετάλλιο στο Βερολίνο, κρατάμε τις αποστάσεις.
Δεν βοήθησε και η ίδια τον εαυτό της, ώστε αυτή η μουτζούρα να σβηστεί από το βιογραφικό της. Ζήτησε, μεν, συγγνώμη για το «ατυχές και κακόγουστο αστείο», αλλά ένα χρόνο αργότερα, στο περιθώριο του Γκαλά Στίβου της Φιλοθέης, έκανε ό,τι μπορούσε για να δικαιώσει όσους, πίσω από την περιλάλητη ανάρτησή της, έβλεπαν μια ρατσιστική ιδεολογία – όχι ένα νεανικό ατόπημα. Για τον Ηλία Κασιδιάρη είχε δηλώσει πως «εκφράζει τον απλό κόσμο στη Βουλή». Και για την on air βιαιοπραγία του στη Λιάνα Κανέλλη, ότι «οποιαδήποτε γυναίκα προκαλεί έναν άνδρα, πρέπει και να είναι έτοιμη για την απάντηση»!
Ακόμη κι αν δεν μετάνιωσε ειλικρινά, όπως πολλοί επιμένουν, η Βούλα Παπαχρήστου έχει αλλάξει. Η ίδια και τα πάντα γύρω της. Ξέκοψε από τις παλιές της παρέες. Χώρισε από τον αρραβωνιαστικό της – πρωταθλητή του kick boxing, Λευτέρη Χαχαμίδη, και παντρεύτηκε τον ποδοσφαιριστή Λάζαρο Χαριτωνίδη, στο Δημαρχείο των Αχαρνών, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αραίωσε τις νυχτερινές της εξόδους. Ωρίμασε – το βλέπεις στις δημόσιες τοποθετήσεις της. Επαψε να προκαλεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Εκείνο το ατίθασο κορίτσι, που το 2009 στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα κλειστού στίβου στο Τορίνο «έκλεψε» τη σειρά μιας (μαύρης) γαλλίδας αθλήτριας στα δοκιμαστικά -και όταν εκείνη διαμαρτυρήθηκε, την πάτησε με τα σπάικς-, μεταμορφώθηκε σε μια ευγενέστατη νεαρή γυναίκα. Μαζί με την κόρη της, το 2014, γεννήθηκε μια «άλλη» Παπαχρήστου.
Κι έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Αφού, προηγουμένως, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε εξαφανιστεί από τους στίβους. Εκανε όλα όσα ο πρωταθλητισμός της απαγόρευε: γλέντησε, ξενύχτησε, αφέθηκε στο φαγητό (πήρε οκτώ κιλά). Ευτυχώς, ο προπονητής της κατάλαβε ότι επρόκειτο για ένα ξέσπασμα, λόγω της αφόρητης πίεσης που ένιωθε, και την πήρε με το μαλακό: «Κάνε τις διακοπές σου, ηρέμησε κι όταν είσαι έτοιμη, έλα πάλι για προπόνηση». Εχασε (κι άλλο) πολύτιμο χρόνο, όμως επέστρεψε αποφασισμένη. Τα τελευταία τρία χρόνια μετρά τέσσερα μετάλλια σε μεγάλη διοργάνωση: τρία χάλκινα σε παγκόσμια και ευρωπαϊκά πρωταθλήματα ανοιχτού και κλειστού στίβου, και το χρυσό (χθες) στο Βερολίνο.
Εκείνο που δεν άλλαξε ποτέ, ήταν το σπάνιο ταλέντο της, το οποίο αδίκησε παράφορα. Από τότε που στέφτηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης σε δυο διαδοχικές διοργανώσεις νεανίδων (2009, 2011), πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια ώσπου να δικαιώσει όσους την είχαν ικανή για μεγάλα πράγματα, με το χάλκινο μετάλλιό της στο Παγκόσμιο του Πόρτλαντ (2016) – το πρώτο που κατέκτησε σε επίπεδο γυναικών. Μεσολάβησαν, βεβαίως, σοβαροί τραυματισμοί και μια εγκυμοσύνη. Αλλά το άστρο της άργησε να λάμψει, πρωτίστως επειδή η ίδια δεν έδωσε προτεραιότητα στην καριέρα της.
Το 2013 εθεωρείτο αγνοούμενη για τον ελληνικό αθλητισμό. Αυτό είναι το πιο μεγάλο της επίτευγμα: ότι βρήκε το κουράγιο να αντιδράσει, ενώ οι περισσότεροι στέκονταν εχθρικά απέναντί της και τη νόμιζαν «τελειωμένη». Στο Βερολίνο ήταν το πιο «σίγουρο» ελληνικό μετάλλιο. Πριν από μερικές εβδομάδες, στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα της Στάρα Ζαγόρα, είχε βελτιώσει το ατομικό της ρεκόρ. Πήγε στη Γερμανία με την καλύτερη εφετινή επίδοση από όλες τις αθλήτριες του τριπλούν. Προκρίθηκε στον τελικό με ένα -και μόνο- άλμα, ξεπερνώντας κατά πολύ το όριο. Κι εκεί, θριάμβευσε με την πρώτη από δύο έγκυρες προσπάθειες. Η μεγάλη της «κλάση» κάνει το κρίμα του πρότερου αθλητικού της βίου να φαίνεται ακόμη πιο βαρύ.
Τον Μάρτιο του 2013, στα έβδομα γενέθλια του Twitter, το αμερικανικό δίκτυο CNN είχε παρουσιάσει έναν κατάλογο επτά ανθρώπων που η ζωή τους άλλαξε, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο, εξαιτίας κάποιου σχολίου που είχαν κάνει στο συγκεκριμένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Ανάμεσά τους ήταν η Παπαχρήστου. Μήπως φανήκαμε υπερβολικά αυστηροί απέναντί της;
Είχαμε την απαίτηση να αντιληφθεί ότι τα social media αποτελούν δημόσιο βήμα, κι όχι προσωπικό χώρο του χρήστη. Οτι η ίδια είναι δημόσιο πρόσωπο. Οτι φέρει το εθνόσημο και εκπροσωπεί την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ναι, αλλά ήταν 23 ετών – κι όσο μορφωμένο μπορεί να είναι ένα κορίτσι που από τα εννέα του χρόνια τρέχει και πηδά, αφιερωμένο στον πρωταθλητισμό. Είναι και δικό μας λάθος, που εξιδανικεύουμε έναν επιτυχημένο αθλητή, ικανοποιώντας την ανάγκη μας για «ήρωες», σύμβολα και πρότυπα.
Πρέπει να αποφασίσουμε, τι θα είναι η Βούλα Παπαχρήστου για μας. Η Βούλα ή η Παπαχρήστου; «Χρυσή» ή… άκυρη;