Η επιλογή τού Μίχαελ Σκίμπε για τη θέση του προπονητή της Εθνικής ποδοσφαίρου θυμίζει ένα παλιό ανέκδοτο:
Ο φύλαρχος μιάς αφρικανικής χώρας που μαστίζεται από παρατεταμένη ξηρασία, πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μεταξύ των άλλων αξιοθέατων, ο Βρετανός πρωθυπουργός τον πηγαίνει σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, στο Λονδίνο.
Όταν ο φύλαρχος επιστρέφει στην πατρίδα του, καλεί τον μάγο τής φυλής και του λέει, όλο νεύρα:
«Λοιπόν, άκου προσεκτικά. Εκεί που ήμουν, με πήγαν σε ένα μέρος με μπόλικο γρασίδι, που γύρω – γύρω είχε πάρα πολύ κόσμο.
– Έ, και;
– Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν από το πουθενά, 11 τύποι ντυμένοι στα άσπρα – κόκκινα, άλλοι 11 στα μπλε και τρεις με μαύρα. Οι δύο κρατούσαν πολύχρωμα σημαιάκια και ο τρίτος σφύριζε, κάθε λίγο και λιγάκι.
– Κι έπειτα;
– Έπειτα, όλοι μαζί τρέχανε πίσω από ένα τόπι, και ο κόσμος γύρω από το γρασίδι τσίριζε.
– Και γιατί μου τα λες όλα αυτά, αρχηγέ;
– Γιατί δεν πέρασαν δέκα λεπτά, και άρχισε να βρέχει, μάγε τής συμφοράς…»
Με αυτό το πρωτόγονο σκεπτικό, τής σύνδεσης άσχετων μεταξύ τους πραγμάτων, ο πρόεδρος τής Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, Γιώργος Γκιρτζίκης, ήθελε σώνει και καλά Γερμανό ομοσπονδιακό τεχνικό. Επειδή με Γερμανό, τον Ότο Ρεχάγκελ, έζησε η Εθνική μας τα μεγαλεία της. Όσο για το εύλογο ερώτημα, τι ξέρει από προπονητές ένας διοικητικός παράγοντας, ώστε να μπορεί να διαλέξει τον πιο κατάλληλο, την απάντηση την έχει δώσει ο ίδιος: «Είμαι στο ποδόσφαιρο πάνω από 40 χρόνια…» Με την ίδια λογική, ένας τακτικός επιβάτης αεροπλάνου διαθέτει τις τεχνικές γνώσεις για να προσλάβει τον καλύτερο πιλότο.
Τα υπόλοιπα τρία κριτήρια ήταν, να είναι φθηνός, φιλόδοξος και να δέχεται για βοηθό του τον Κώστα Τσάνα.
Φθηνός είναι, ο Σκίμπε. Τα 560 χιλιάρικα τον χρόνο «καθαρά», τα οποία ένας καλοπληρωμένος Έλληνας μισθωτός θα βγάζει, πλέον, με 30 χρόνια δουλειάς, στην ποδοσφαιρική αγορά υψηλού επιπέδου είναι τιμή ευκαιρίας. Σκεφτείτε οτι ο Τσάνας, ως υπηρεσιακός, θα παίρνει 5.000 ευρώ τον μήνα. Όσο για τα επιπλέον 500.000 ευρώ, που θα εισπράξει ο Σκίμπε αν οδηγήσει την ομάδα στο Μουντιάλ της Ρωσίας, κορόιδο τον πιάσανε. Διότι, σε αυτή την περίπτωση, το κέρδος για την Ομοσπονδία υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ.
Είναι και φιλόδοξος, με την έννοια πως από το 2012 προσπαθεί να βάλει φρένο στον κατήφορο τής καριέρας του, περιπλανώμενος μεταξύ Ελβετίας και Τουρκίας, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τα τελευταία 10 χρόνια άλλαξε επτά ομάδες, έχοντας να επιδείξει μόνο το τούρκικο Σούπερ Καπ, το 2008. Καλό δεν το λες…
Και είναι και ο μοναδικός, από όλους τους υποψήφιους, που δέχτηκε για βοηθό του τον Τσάνα. Στο σημείο αυτό να χαιρετίσουμε ακόμη μια ελληνική πατέντα: Ο Γκιρτζίκης έψαχνε για προπονητή – όνομα, ανάμεσα στους ελάχιστους που θα δεχόντουσαν να έρθουν με τα χρήματα που μπορούσε να τους δώσει, και τον έτρωγε ο καημός να βολέψει τον Τσάνα…
Στο μυαλό τού προέδρου τής ΕΠΟ, ο Σκίμπε είναι κλώνος τού Ρεχάγκελ. Δεν είναι ακριβώς έτσι.
Πρώτον, γιατί ο Ρεχάγκελ δεν ήταν τυπικό παράδειγμα Γερμανού προπονητή. Ήταν, ανέκαθεν, ένας sui generis χαρακτήρας, γι' αυτό και στην Μπουντεσλίγκα τον αντιμετώπιζαν ως «περίπτωση».
Δεύτερον, διότι η Καϊζερσλάουτερν του Ρεχάγκελ έπαιζε κατά βάση άμυνα (που αποδείχτηκε οτι ταιριάζει περισσότερο στην Εθνική μας), ενώ ο Σκίμπε είναι λάτρης του επιθετικού ποδοσφαίρου, όπως (σχεδόν) όλοι οι γερμανοί τεχνικοί.
Τρίτον, επειδή ο Ρεχάγκελ δεν ήθελε πολλά – πολλά με την Ελλάδα και τους Ελληνες, πέραν των απαραίτητων για να κάνει τη δουλειά του, ενώ ο Σκίμπε – όπως είπε στον Γκιρτζίκη ο Φάνης Γκέκας, που έκανε και το «κονέ» τού Γερμανού με την ΕΠΟ – λατρεύει τη χώρα μας και τον λαό της, κι έχει έρθει πολλές φορές για διακοπές. Σκοπεύει να μείνει εδώ και δέχτηκε τον έλληνα βοηθό που του πρότειναν, ακριβώς για να μυηθεί στην περιβόητη «ελληνική πραγματικότητα» (όποια κι αν είναι αυτή). Ενώ ο Ρεχάγκελ, σε πείσμα τού αστικού μύθου που τον ήθελε να έχει γίνει «ένας από μάς», προτιμούσε να μένει στη Γερμανία, πήρε βοηθό τον Τοπαλίδη επειδή μιλούσε γερμανικά (ο οποίος ποτέ δεν είχε δουλέψει στην Ελλάδα) και, έπειτα από μία δεκαετία στην Εθνική, είναι ζήτημα αν μπορούσε να παραγγείλει σε ελληνικό εστιατόριο.
Ο Οτο Ρεχάγκελ, ο πιο επιτυχημένος προπονητής στην Εθνική μακράν τού δεύτερου, μας έφερε την άνοιξη για πολύ συγκεκριμένους – μα εντελώς διαφορετικούς από αυτούς που φαντάζεται ο Γκιρτζίκης – λόγους.
Πρώτον, γιατί ανέλαβε μια ομάδα που είχε βαρεθεί να χάνει. Μια… περιποιημένη «πεντάρα» από την Φινλανδία και, στο καπάκι, μια ισοπαλία με την Αγγλία στο Γουέμπλεϊ (σε ένα ματς στο οποίο οι Αγγλοι καιγόντουσαν τη νίκη) ξύπνησαν τον εγωισμό των διεθνών μας.
Δεύτερον, επειδή έπεσε σε μια «φουρνιά» παικτών που δεν ήταν μόνο καλοί ποδοσφαιριστές, αλλά και ισχυρές προσωπικότητες.
Τρίτον, διότι ήταν αποφασισμένος να κρατήσει την πειθαρχία στην ομάδα – και ο τότε πρόεδρος τής ΕΠΟ τον στήριξε. Όταν, για παράδειγμα, ο Ρεχάγκελ έκρινε ότι ο Γεωργάτος (από τους σούπερ σταρ της εποχής του) τού χαλάει το κλίμα στα αποδυτήρια, δεν δίστασε να τον στείλει από 'κει που ήρθε. Και ο Βασίλης Γκαγκάτσης δεν… μάσησε στην γκρίνια τού Ολυμπιακού (που τον έβγαζε πρόεδρο). Το ίδιο έκανε ο Γκαγκάτσης κόντρα στους ψηφοφόρους του, όταν ο Ρεχάγκελ τού είπε ότι δεν θέλει προέδρους Ενώσεων, ούτε στο αεροπλάνο, ούτε στο ξενοδοχείο της Εθνικής, να ζητάνε από τους διεθνείς φωτογραφίες και αυτόγραφα.
Τέταρτον, γιατί τον πήγε η τύχη. Με δυό – τρία καλά αποτελέσματα στην αρχή, οι παίκτες κατάλαβαν οτι η ευκαιρία για να φτιάξουν την καριέρα τους είναι η Εθνική, και όχι οι σύλλογοί τους. Τον Σκίμπε, πάντως, δύσκολα τον λες… γιο τής τύχης, με τρεις ρήξεις χιαστών σε τρία χρόνια, που τού έκοψαν την μπάλα στα 21 του χρόνια.
Πέμπτον, επειδή ήταν… γάτα με πέταλα. Επέμενε, μέχρι αηδίας, στα σοβαρά, ενώ στα λιγότερο σημαντικά άφηνε τους ατίθασους Ελληνες να κάνουν το κέφι τους. Ο Ζαγοράκης έχει πει, δημόσια, ότι πήρανε το Euro τρώγοντας… πατάτες τηγανιτές.
Σήμερα, έπειτα από μια εφιαλτική προκριματική φάση Euro, όπου η Εθνική πάτωσε σε έναν όμιλο τής πλάκας, οι διεθνείς έχουν βαρεθεί να χάνουν. Για τις διαθέσεις τής Τύχης, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Μένει να δούμε, αν ο Σκίμπε είναι εξίσου ευρηματικός με τον συμπατριώτη του. Και, κυρίως, αν ο Γκιρτζίκης, εκτός από το να επιλέγει προπονητές, ξέρει να τους αφήνει να κάνουν τη δουλειά τους.