Ο Πογιέτ την εποχή που ήταν προπονητής της ΑΕΚ. Τώρα επιστρέφει στην Ελλάδα για να αναλάβει την Εθνική | ΙΝΤΙΜΕΝΕWS/ΒΟΛΙΤΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
Επικαιρότητα

Ο Πογιέτ και τα οκτώ αδικοχαμένα χρόνια της Εθνικής

Η επιλογή του 54χρονου Ουρουγουανού, Γκουστάβο Πογιέτ, για τη θέση του ομοσπονδιακού μας τεχνικού δεν γέμισε τον ουρανό με πυροτεχνήματα ενθουσιασμού. Από τη μέρα που έφυγε από την ΑΕΚ (2016) εργάστηκε σε τρεις ηπείρους, χωρίς να στεριώσει πουθενά. Επειτα από τόσες πίκρες και μια ατελείωτη παρέλαση προπονητών, επιστρέφουμε στο δόγμα Σάντος, που τόσο επιπόλαια διώξαμε το 2014
Sportscaster

Θεωρητικά, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε ευρωπαίος τεχνικός – όχι, φυσικά, κάποιος από την «ελίτ». Γιατί Ευρωπαίος, σώνει και καλά; Γιατί το είχε διαβεβαιώσει κατηγορηματικά ο (προσωρινός) πρόεδρος της ΕΠΟ, Παναγιώτης Δημητρίου, στις 29 Ιανουαρίου μέσω της ΕΡΑ ΣΠΟΡ: «Θα είναι από χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Στην πράξη, όμως, οι υποψήφιοι διάδοχοι του Τζον φαν’τ Σιπ που πληρούσαν όλα τα κριτήρια πρόσληψης, ήταν ελάχιστοι. Τόσο λίγοι, ώστε να… εντάξουμε στην ΕΕ την Ουρουγουάη. Ο νέος προπονητής της Εθνικής μας ομάδας ποδοσφαίρου, Γκουστάβο -«Γκας»- Πογιέτ, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μοντεβιδέο.

Η επιλογή του δεν γέμισε τον ουρανό με πυροτεχνήματα ενθουσιασμού. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Η πάμπτωχη Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία δεν είχε τη δυνατότητα να διαθέσει πάνω από 500.000-600.000 ευρώ για τις ετήσιες αποδοχές του ίδιου και του συνεργάτη του, συνολικά. Κάποιον Φαν’τ Σιπ, κάποιον Σκίμπε, ή κάποιον Πογιέτ θα έβρισκε με αυτά τα λεφτά. Αυτό το πρώτο κριτήριο ήταν ανελαστικό. Γι’ αυτό ήταν και σωστό. Τα υπόλοιπα, όμως;

Ο νέος εθνικός μας προπονητής έπρεπε να είναι και αναγνωρίσιμος. Ο Πογιέτ είναι, επειδή στο παρελθόν είχε εργαστεί στην ΑΕΚ. Αλλά το κριτήριο είναι λάθος. Ο πιο επιτυχημένος τεχνικός που πέρασε από τα μέρη μας, ο Πέδρο Μαρτίνς, ήταν εντελώς άγνωστος όταν ο Ολυμπιακός τον είχε φέρει από τη Βιτόρια Γκιμαράες. Η ΕΠΟ έβαλε αυτήν την παράμετρο για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους. Για να μην την κατηγορήσουν ότι εμπιστεύτηκε τις τύχες της Εθνικής σε κάποιον που «δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του».

Τρίτο κριτήριο: να είναι «γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας». Οπως ο Μαρκαριάν, που δεν πρόλαβε να συμπληρώσει πέντε μήνες στο πόστο. Και που μαζί με τον Ρανιέρι είναι οι μόνοι ομοσπονδιακοί μας προπονητές μεταπολεμικά -πλην των υπηρεσιακών- που δεν κατέγραψαν ούτε μία νίκη με την Εθνική. Αλλωστε, πόσο καλά το σπούδασε, ο Πογιέτ, το ελληνικό πρωτάθλημα μέσα σε 174 μέρες – τόσες έμεινε στην ΑΕΚ;

Τέταρτο κριτήριο: ο προπονητής να μην είναι Ελληνας. Προφανώς, για να έχουν οι επιλογές του το τεκμήριο της αντικειμενικότητας. Σωστά το σκέφτηκαν στην ΕΠΟ, όμως δεν έλαβαν υπόψη τους ότι ο Πογιέτ έχει συνδέσει το όνομά του με την ΑΕΚ. Αν στο πρόσφατο παρελθόν υπήρχαν άνθρωποι (και ΠΑΕ) που πίστευαν πως ένας Γερμανός, ή ένας Ολλανδός, έκανε οπαδικά χατίρια, γιατί τώρα θα δεχτούν ως δίκαιες τις αποφάσεις ενός τεχνικού που πριν από δύο μήνες, στην εκπομπή του Ντέμη Νικολαΐδη, αποκάλεσε τον Μελισσανίδη «πρόεδρό του»;

Πέμπτο κριτήριο: να είναι λάτρης της πειθαρχίας. Επειδή τέτοιος ήταν και ο Οτο Ρεχάγκελ, με τον οποίο -μοιραία- θα συγκρίνονται όλοι οι επόμενοι προπονητές της Εθνικής στον αιώνα τον άπαντα. Ο Πογιέτ είναι, πράγματι, αυστηρός. Αλλά και ο Μπόλονι ήταν, και είδαμε πού κατάντησε τον Παναθηναϊκό. Τον Οτο οι παίκτες δεν τον υπάκουαν επειδή ήταν «εκδικητικός», όπως ο Ρουμάνος, ή οξύθυμος και φωνακλάς, όπως ο Ουρουγουανός, μα -κυρίως- γιατί τους ενέπνεε τον σεβασμό.

Καμία σχέση με το ταμπεραμέντο του Πογιέτ, που… τραβάει τις εντάσεις σαν μαγνήτης. Ακόμη και στις δύο ομάδες στις οποίες μακροημέρευσε ως προπονητής, την Μπράιτον και τη Σάντερλαντ, ο επίλογός του γράφτηκε με τρόπο επεισοδιακό. Στην πρώτη περίπτωση τσακώθηκε με τη διοίκηση, ενώ στη δεύτερη, με παίκτες και οπαδούς. Δεν θα διστάσει να «βγάλει στη σέντρα» παίκτες του που πιστεύει ότι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, ακόμη και τους εργοδότες του. Μετά τον Σκίμπε και τον φαν’τ Σιπ, που είχαν έμφυτη ευγένεια και τους τρόπους… του Χρήστου Ζαμπούνη, οι διεθνείς μας δύσκολα θα ανεχθούν προσβλητικές συμπεριφορές. Και το οικογενειακό κλίμα ήταν, ανέκαθεν, μια από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας για την Εθνική.

Το τελευταίο κριτήριο -το ανομολόγητο- ήταν, ο νέος προπονητής να «κλέβει» αποτελέσματα. Σε αυτό, ο Πογιέτ είναι «σπεσιαλίστας». Το 2015-2016 η δική του ΑΕΚ, με το πάθος και τη μαχητικότητά της, χωρίς να παίζει ελκυστικό ποδόσφαιρο και με φουλ αμυντική τακτική, κέρδιζε τα παιχνίδια της με… μισό – μηδέν. Είχε επικρατήσει και στα τρία εντός έδρας ντέρμπι, με Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό και ΠΑΟΚ, με ένα γκολ (1-0). Χάρη στην αποτελεσματικότητα που τη χαρακτήριζε, είχε ηττηθεί σε μόλις πέντε από τους 28 αγώνες της. Με τον ουρουγουανό τεχνικό να τονίζει εκείνη την εποχή: «Δεν είναι σέξι, όμως η επιτυχία έρχεται από την άμυνα. Οταν πρόκειται για στιλ παιχνιδιού, δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Κάποιοι το προτιμούν έτσι, κάποιοι αλλιώς. Εγώ ξέρω ακριβώς πώς μου αρέσει».

Επιστρέφουμε, λοιπόν, στο δόγμα Ρεχάγκελ, που ήταν και δόγμα Σάντος: ότι στην Εθνική Ελλάδας ταιριάζει ο «κλεφτοπόλεμος». Πριν από οκτώ χρόνια διώξαμε τον Φερνάντο Σάντος, που μας είχε οδηγήσει στο Euro του 2012 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 (όπου φτάσαμε στους «16» για πρώτη φορά) επειδή κάποιοι φαντασμένοι στην ΕΠΟ είχαν πιστέψει ότι με άλλον προπονητή θα μπορούσαμε να κερδίζουμε, παίζοντας επιθετικό, κυριαρχικό, θεαματικό ποδόσφαιρο. Αλλά ύστερα από τις γνωστές περιπέτειες και μια ατελείωτη παρέλαση τεχνικών ηγετών (Ρανιέρι – Μαρκαριάν – Σκίμπε – Αναστασιάδης – φαν’τ Σιπ, χωρίς να υπολογίζουμε και τους υπηρεσιακούς), κάποιοι από τους οποίους απολύθηκαν έπειτα από τρία, τέσσερα, ή επτά ματς, πάνω που αρχίσαμε να επιζητούμε την κατοχή της μπάλας, αντιληφθήκαμε ότι έτσι, προκρίσεις δεν θα δούμε. Η πρόσληψη του Πογιέτ είναι η ομολογία ότι χάσαμε άδικα μια ολόκληρη οκταετία.

Ο 54χρονος Ουρουγουανός έχει στο βιογραφικό του δύο μεγάλες επιτυχίες: το 2011 κατάφερε να αναδειχθεί προπονητής της χρονιάς στη League One της Αγγλίας, με την Μπράιτον, ενώ τη σεζόν 2013-2014 γνώρισε την απόλυτη αποθέωση στην Πρέμιερ Λιγκ, με τη Σάντερλαντ. Από τη μέρα, όμως, που έφυγε από την ΑΕΚ (19 Απριλίου 2016), δεν στέριωσε πουθενά. Αλλαξε τέσσερις ομάδες σε τρεις ηπείρους, και από τον Αύγουστο του 2021 ήταν άνεργος. Οταν κάτι «στραβώνει», τα παρατάει εύκολα.

Το «κασέ» του ακολούθησε μια αντίστοιχη κατηφόρα. Το 2016 είχε ζητήσει από την ΑΕΚ, για τον ίδιο και τους συνεργάτες του, κάτι παραπάνω από 2 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Το 2019, που ξαναμίλησαν, ερχόταν με ένα εκατομμύριο, αλλά με «κλειστό» τριετές συμβόλαιο. Τώρα έπεσε στις 600.000, και δεν τον πειράζει που η δουλειά του θα αξιολογείται διοργάνωση με τη διοργάνωση.

Εχει μόλις τέσσερις μήνες μπροστά του για να προετοιμαστεί για τις πρώτες του εξετάσεις, που θα είναι το Nations League. Με τη Βόρειο Ιρλανδία, το Κόσοβο, την Εσθονία και την Κύπρο στον όμιλό μας.