Την Κυριακή, 1η Νοεμβρίου, ο Αμπελ Φερέιρα θα συμπλήρωνε 16 μήνες στην τεχνική ηγεσία του ΠΑΟΚ. Η μέρα αυτή θα τον βρει, πιθανότατα, στην άλλη άκρη της Γης: στη νέα του δουλειά στη Βραζιλία. Είχε υπογράψει συμβόλαιο τριετούς διάρκειας, όμως θα αφήσει το πρότζεκτ στη μέση. Η πρόταση της Παλμέιρας ήταν δύσκολο να αγνοηθεί, επειδή ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή.
Ο 41χρονος τεχνικός ένιωθε αφόρητη πίεση και αμφισβήτηση. Ο ΠΑΟΚ τον συνέκρινε, διαρκώς, με τον προπονητή του «νταμπλ», Ραζβάν Λουτσέσκου. Μετρήθηκε, ζυγίστηκε και βρέθηκε ελλιπής. Το μέλλον αυτής της συνεργασίας ήταν αβέβαιο και για τα δυο μέρη. Ετσι, ενώ πέρυσι, όταν εμφανίστηκε η Σπόρτινγκ Λισαβόνας, ο Πορτογάλος και ο «Δικέφαλος» της απάντησαν με ένα στόμα πως ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν μαζί, τώρα επικράτησαν οι
δεύτερες σκέψεις, που και οι δυο έκαναν από καιρό.
Ο Φερέιρα δεν πρόλαβε, ούτε να επιτύχει, ούτε να αποτύχει. Οπως, άλλωστε, οι περισσότεροι προπονητές στην Ελλάδα. Η αποστολή που ανέλαβε το καλοκαίρι του 2019, να διατηρήσει τον ΠΑΟΚ στην κορυφή αλλά με χαμηλότερο μπάτζετ, λόγω Financial Fair Play, ήταν σχεδόν αδύνατη. Η ομάδα τερμάτισε στη 2η θέση την περασμένη σεζόν, κι εφέτος λίγο έλειψε να κάνει πραγματικότητα το όνειρο δεκαετιών -την πρόκρισή της στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ-, αποκλείοντας την Μπεσίκτας και την Μπενφίκα. Βοήθησε στον οικονομικό εξορθολογισμό, αναδεικνύοντας νεαρούς ποδοσφαιριστές όπως ο Τζόλης και ο Μιχαηλίδης. Και χθες (Πέμπτη) παρουσίασε έναν εξαιρετικά ανταγωνιστικό ΠΑΟΚ, που «λαχτάρησε» τη Γρανάδα (τρίτη στη βαθμολογία της Λα Λίγκα) μέσα στο «σπίτι» της, αλλά έμεινε με το «αχ» των χαμένων ευκαιριών.
Από την άλλη, βεβαίως, η ομάδα είχε αυτό το αθεράπευτο πρόβλημα απέναντι σε κλειστές άμυνες. Από τις 15 Σεπτεμβρίου μέχρι σήμερα, ο ΠΑΟΚ μετράει μόλις μία νίκη σε οκτώ ματς. Μεταξύ άλλων, δεν κατάφερε να κερδίσει τον Ατρόμητο, τον Βόλο, την Ομόνοια και (δυο φορές) την Κράσνονταρ. Το έργο του Φερέιρα θα το κρίνει αντικειμενικά ο χρόνος, όμως ένα είναι βέβαιο: ο Πορτογάλος αποχωρεί από την Τούμπα, χωρίς οι ΠΑΟΚτσήδες να στενοχωριούνται που δεν θα τον ξαναδούν.
Αντιθέτως, ανυπομονούν να δουν στην τεχνική ηγεσία της ομάδας τους ένα «δικό τους παιδί». Εναν Ουρουγουανό που, όταν ήρθε στον ΠΑΟΚ για να παίξει μπάλα (2008), δεν γνώριζε κατά πού πέφτει η Θεσσαλονίκη, όμως πολύ γρήγορα έγινε ο πιο φανατικός ΠΑΟΚτσής. Κανείς άλλος δεν έχει συνδέσει το όνομά του με τον σύλλογο, την τελευταία 12ετία, όσο ο Πάμπλο Γκαρσία. Τον λατρεύουν και τον πιστεύουν. Τον ήθελαν για προπονητή το 2017, προτού προσληφθεί ο Λουτσέσκου, το 2019, προτού προσληφθεί ο Φερέιρα, και τώρα θα τον δουν, επιτέλους, με τα γαλόνια του στρατηγού. Αυτόν που υπήρξε ο πιο πιστός στρατιώτης της ομάδας.
Οπως ο Πεπ Γκουαρντιόλα στην Μπαρτσελόνα, ο Ζινεντίν Ζιντάν στη Ρεάλ Μαδρίτης, ή ο Αντρέα Πίρλο στη Γιουβέντους, ο Γκαρσία προάγεται σε πρώτο προπονητή χωρίς καμία αντίστοιχη εμπειρία. Εχει ξανασυμβεί και στον ίδιο τον ΠΑΟΚ. Με τον Βλάνταν Ιβιτς, που δεν τα πήγε καθόλου άσχημα. Κατέκτησε ένα Κύπελλο Ελλάδας και κληροδότησε στον Λουτσέσκου τον κορμό της ομάδας του «νταμπλ». Αλλωστε, ο ΠΑΟΚ έχει… καεί από τεχνικούς – «γκουρού», όπως ο Στέφενς ή ο Στανόγεβιτς. Στην περίπτωση του Γκαρσία, μάλιστα, η εξαιρετική δουλειά του στους Νέους του συλλόγου μειώνει το ρίσκο. Τους έχει καθοδηγήσει σε τρεις διαδοχικούς τίτλους πρωταθλήματος και σε 78 σερί ματς χωρίς ήττα.
Το προφίλ του πρώην αρχηγού του ΠΑΟΚ ταιριάζει και με την προσπάθεια του συλλόγου να αναδείξει ταλέντα με προοπτική κέρδους από την υπεραξία τους. Ο Χρήστος Τζόλης και ο Γιάννης Μιχαηλίδης, που, ήδη, στελεχώνουν την ανδρική ομάδα, αλλά και πολλοί άλλοι που σήμερα αγωνίζονται στη Σούπερ Λιγκ ή στο εξωτερικό, είναι δικά του δημιουργήματα.
Αν υπάρχει κάτι που μπορεί να απογοητεύσει όσους περιμένουν πολλά από τον Γκαρσία, αυτό είναι ο εκρηκτικός του χαρακτήρας. Οσοι τον πρόλαβαν στους αγωνιστικούς χώρους, τον θυμούνται να ξεπερνά τα όρια πολύ συχνά. Να γρονθοκοπεί αντιπάλους, να κλωτσά άλλους στα αχαμνά, να μπαίνει πρώτος στους καυγάδες, ή να τους προκαλεί. Κάποτε δεν δίστασε να πιάσει από το λαιμό τον θηριώδη Πάπα Μπούμπα Ντιόπ, που τον περνούσε ένα κεφάλι στο ύψος. Του ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τα νεύρα του, και οι κόκκινες κάρτες που αντίκρισε στην καριέρα του θα ήταν πολύ περισσότερες, αν δεν ήξερε να φυλάγεται από τους διαιτητές ως άξιος μαθητής της ουρουγουανικής σχολής. Που διδάσκει καλύτερα από κάθε άλλη τα χτυπήματα «στα μουλωχτά», που κανείς δεν αντιλαμβάνεται.
Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ τον λάτρεψαν και για τον «τσαμπουκά» του, πρωτίστως γι’ αυτόν, όμως στη νέα του θέση μπορεί να αποδειχθεί μεγάλο πρόβλημα, εάν στα 43 του δεν έχει ηρεμήσει. Στις νεανικές ομάδες η πειθαρχία παίζει, ίσως, τον σπουδαιότερο ρόλο. Στις επαγγελματικές, όμως, όπου θα συναντήσει κανείς παίκτες με ισχυρή προσωπικότητα, υψηλά συμβόλαια και σημαντική καριέρα πίσω τους, η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού απαιτεί ψυχραιμία και διπλωματία, που ο Γκαρσία δεν φαίνεται να διαθέτει.
Δεν διαθέτει, επίσης, το απαιτούμενο δίπλωμα προπονητικής (UEFA Pro). Αλλά, κανένα πρόβλημα. Το κατέχει ο Γιάννης Αμανατίδης, που θα κάθεται στον πάγκο ως συνεργάτης του. Αλλωστε, αυτά είναι τυπικότητες, όπως πολύ σωστά είχε παρατηρήσει η σύζυγος του Γκαρσία, Λαουράνα, με την υπέροχη παραβολή που είχε ανεβάσει στο Instagram τον περασμένο Ιούλιο: «Αναρωτιέμαι, πόσα χρόνια θα πρέπει να κόβεις κρέας για να γίνεις χασάπης; Κάποιοι κόβουν για έναν χρόνο και τους άφησαν, ήδη, να μπουν στο κρεοπωλείο. Κάποιοι έκοβαν τέλεια κρέας για περισσότερα από τρία χρόνια, και μερικοί πιστεύουν ότι δεν είναι ακόμη έτοιμοι να γίνουν χασάπηδες».