Δευτέρα μεσημέρι, γύρω στις τρεις, μπαίνω σε ταξί, στη Θεσσαλονίκη. Από το ραδιόφωνο μία άγρια φωνή, με επιτηδευμένα σκαμπανεβάσματα στην ένταση του τόνου, επιδοκίμαζε την παρουσία του Ιβάν Σαββίδη με ασπρόμαυρο κασκόλ στο γήπεδο Καραϊσκάκη. Ο ταξιτζής στην κυριολεξία έλιωνε πάνω στο τιμόνι, σαν να του άγγιζε τη ψυχή αυτός που μιλούσε. Το παραλήρημα που άκουγα δεν είχε τελειωμό. Και ο Σαββίδης είναι ηγέτης με πολιτικό εκτόπισμα, και ο Σαββίδης επειδή είναι επιχειρηματίας μπορεί στο μέλλον να συνεργαστεί με τον Μαρινάκη, και ο Σαββίδης έχει κοινωνικοοικονομικό σεβασμό, και ο Σαββίδης έτσι και ο Σαββίδης αλλιώς. Άλλος ένας, σκέφτηκα, που πουλάει οπαδιλίκι για να βγάζει τα λεφτά του. Γιατί, κακά τα ψέματα, από τότε που ο Σαββίδης αγόρασε τον ΠΑΟΚ όλοι κοιτάνε να τον «πλαγιάσουν». Καθημερινά, τα εξώφυλλα των οπαδικών και των πολιτικών εφημερίδων της πόλης τον παρουσιάζουν σαν τον Μεσσία.
Κι όμως, έκανα λάθος. Ο άνθρωπος που έκανε εκπομπή δεν ήταν απλώς άλλος ένας. Ήταν ο Γιώργος Μύρτσος! Ναι, ο Γιώργος Μύρτσος, ο πρώην τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, έσκιζε την κοινή λογική στα ερτζιανά, όπως έσκιζε τους αντιπάλους του όταν του πήγαιναν κόντρα. Ο ταλαντούχος γκολκίπερ, που εγκατέλειψε την πολλά υποσχόμενη καριέρα του στα τριάντα, γιατί τα πνευμόνια του είχαν ντουμανιάσει από τα τσιγάρα και το συκώτι του είχε πρηστεί από το αλκοόλ, παρίστανε όχι μόνο τον ειδικό αναλυτή του ποδοσφαίρου, αλλά και του κοινωνικού οικοδομήματος της σύγχρονης Ελλάδας. Ο πορτιέρο των μπουζουκιών, που ένα ολόκληρο γήπεδο του φώναζε «Μύρτσο γερά, το βράδυ στον Καρρά», έβγαζε όλους τους διαιτητές της Ελλάδας άχρηστους και πουλημένους, κατηγορώντας τους ότι δεν σέβονται το ψωμί των προπονητών που ιδρώνουν στους πάγκους. Ο άνθρωπος που, σε πολλοστή απολογία του στον Ολυμπιακό, είχε δηλώσει ότι πήγε στο «Διογένης Παλλάς» για φαγητό (!), ειρωνευόταν τους παίκτες του Άρη που δεν μπόρεσαν να νικήσουν τον Πανθρακικό.
Βέβαια, το πρόβλημα δεν είναι το παρελθόν του Μύρτσου. Γούστο του και καπέλο του να κάνει τη ζωή που θέλει. Το πρόβλημα είναι πως ο λόγος που εκφράζει στην εκπομπή του είναι πιο επικίνδυνος από μια καφενειακή κριτική. Γιατί στο καφενείο του χωριού γνωρίζεις (ενδεχομένως) ότι ο χωριανός προσπαθεί να σε πείσει ότι τα ξέρει όλα λόγω κόμπλεξ. Αντιλαμβάνεσαι την άγνοιά του και δεν ενοχλείσαι. Αντιθέτως, ο Μύρτσος εμφανίζεται ως ειδήμονας σε ένα θέμα (ποδόσφαιρο), εξασφαλίζει εκπομπή γιατί χτυπάει υψηλή ακροαματικότητα και αντί να μένει στην ποδοσφαιρική κριτική, παίρνει μπάλα όποιον βρει μπροστά του. Στα πέντε λεπτά που άκουσα: «έλα, μωρέ, το Ζησάκι (για τον Βρύζα) που μου ζητούσε μικρός αυτόγραφο», «τι να μας πει και η Βασούλα (Βάσω Παπανδρέου) που έκανε δουλειές με τον Τζοχατζό», «το Ακροπόλλλλλ το θυμάστε;», και άλλα παρόμοια.
Εν ολίγοις, ένας πρώην τερματοφύλακας, που αυτοπαρουσιάζεται ως ειδικός αναλυτής του ποδοσφαίρου, μεσουρανεί στα ερτζιανά της Θεσσαλονίκης, προβαίνοντας σε πολιτικές και κοινωνικές αναλύσεις, ισοπεδώνοντας όποιον βρει μπροστά του. «Πάμε όλα μαζί τα παιδάκια να κλείνουμε το ρήμα πέφτωωωωωω», έλεγε γελώντας για τον Άρη, προκαλώντας ρίγη γέλιου στον ταξιτζή. Κι έτσι, ο ιός του Μύρτσου εξαπλώνεται, μέρα με τη μέρα, λαμβάνοντας μορφή επιδημίας. Φυσικά, όταν θα αρρωστήσουμε όλοι, θα προμηθευτούμε τα φάρμακα από τον Ιβάν.