Το θέαμα ήταν ασυνήθιστο για όσους μπορούσαν να διακρίνουν το ταπί ανάμεσα στους πυκνούς καπνούς. Εκεί, στο κέντρο του «Παλατσέτο ντελο Σπορτ», του κλειστού γυμναστηρίου των 11.500 θέσεων στο οποίο τα σταχτοδοχεία περίσσευαν, αλλά δεν υπήρχε κλιματισμός, δύο «γίγαντες» αρσιβαρίστες, που ήταν και διανοούμενοι, θα διεκδικούσαν το χρυσό μετάλλιο. Το ημερολόγιο έγραφε 10 Σεπτεμβρίου 1960, και ήταν η προτελευταία μέρα των Ολυμπιακών Αγώνων της Ρώμης.
Ο ένας, με το λευκό φορμάκι, ήταν Αφροαμερικανός: ο Τζέιμς Μπράντφορντ, διευθυντής της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου στην Ουάσινγκτον. Ο άλλος, με το κόκκινο, που φορούσε γυαλιά οράσεως, Σοβιετικός: ο Γιούρι Βλάσοφ, που είχε τη φήμη του πιο δυνατού ανθρώπου στον Κόσμο. Το όνομά του είχε συζητηθεί στην Τελετή Εναρξης, όταν στη διάρκεια της παρέλασης των αθλητών κράτησε την τεράστια σημαία με το σφυροδρέπανο, βάρους 16 κιλών, με το ένα χέρι επί 25 ολόκληρα λεπτά, συμπληρώνοντας ένα γύρο στο «Ολύμπικο» της ιταλικής πρωτεύουσας. Το έκανε και στο Τόκιο τέσσερα χρόνια μετά, για να γίνει ο πρώτος αθλητής – σημαιοφόρος της χώρας του σε δύο Θερινούς Ολυμπιακούς.
Πριν αρχίσει τις προσπάθειές του ο Μπράντφορντ ένωσε τις παλάμες του μπροστά στο σαγόνι του, προσευχήθηκε και έκανε τον σταυρό του. Ο ξανθός Ουκρανός προτίμησε να αντλήσει δύναμη από την ποίηση, ψιθυρίζοντας τους αγαπημένους του στίχους. «Οι λέξεις είναι το καλύτερο είδος ντόπινγκ», τόνιζε σε συνέντευξή του στην Pravda 26 χρόνια αργότερα (1986), καταγγέλλοντας -με ονόματα- τη χρήση στεροειδών από σοβιετικούς πρωταθλητές. Στο μεταξύ, λάτρης της λογοτεχνίας από μικρός, είχε γίνει και ο ίδιος ποιητής και συγγραφέας. Μετά τις προπονήσεις επέστρεφε στο σπίτι και, παρέα με μια κούπα καφέ, έγραφε έως τις 4 τα ξημερώματα: ποιήματα, νουβέλες και ιστορίες από την άρση βαρών.
Στη Ρώμη θριάμβευσε επί του αμερικανού αντιπάλου του, καταρρίπτοντας τρία παγκόσμια ρεκόρ. Σε όλη του την καριέρα πέτυχε πάνω από 31, ενώ κατέκτησε τέσσερα παγκόσμια και έξι ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Η φήμη του «σιδερένιου ποιητή» -έτσι τον αποκαλούσαν στη Σοβιετική Ενωση- δεν άργησε να περάσει τα σύνορα της χώρας του. Ο Βλάσοφ υπήρξε πηγή έμπνευσης για εκατοντάδες παιδιά που αποφάσισαν να ασχοληθούν με την άρση βαρών στα ’60s και στα ’70s.
Προ ημερών (18/2) η ηλεκτρονική έκδοση των Times διηγήθηκε μια ιστορία από το παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1961 στη Βιέννη, στο οποίο ο Βλάσοφ ανέβηκε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου. Ενας 14χρονος αυστριακός αθλητής, που εκείνη την εποχή έκανε τα πρώτα του βήματα στο σπορ, ζήτησε από τον προπονητή του να του γνωρίσει τον σοβιετικό Ολυμπιονίκη. Σήμερα, στα 73 του, θυμάται ακόμη πόσο πολύ τον είχε εντυπωσιάσει εκείνος ο αλλόκοτος άνθρωπος, που είχε κεφάλι διανοούμενου σε κορμί θηρίου – ήταν 1,86 και 125 κιλά. Ο πιτσιρικάς ήταν ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ, μετέπειτα σταρ του Χόλιγουντ και κυβερνήτης της Καλιφόρνια. Τον συνάντησε ξανά το 1988, όταν επισκέφθηκε τη Μόσχα για τα γυρίσματα της ταινίας «Red Heat» (Αποστολή Εκτός Εδρας), και του χάρισε μια φωτογραφία του με την αφιέρωση «Στο ίνδαλμά μου».
Ονειρευόταν και ο Βλάσοφ να γίνει ηθοποιός. Με το Ολυμπιακό μετάλλιο της Ρώμης κρεμασμένο, ακόμη, στο λαιμό του ήταν έτοιμος να παρατήσει τα γυμναστήρια και να κάνει καριέρα στον κινηματογράφο. Κατάφερε να κερδίσει το ρόλο του Πιέρ Μπεζούκοφ στην ταινία «Πόλεμος και Ειρήνη», όμως, άγνωστο γιατί, ο σκηνοθέτης Σεργκέι Μπονταρτσούκ άλλαξε γνώμη και, τελικώς, τον απέρριψε. Ο Γιούρι επέστρεψε στην άρση βαρών με βαριά καρδιά. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1964 απογοητεύτηκε από τη δεύτερη θέση που κατέλαβε, αν και αυτή συνοδεύτηκε από ένα, ακόμη, παγκόσμιο ρεκόρ. Επέστρεψε στο ξενοδοχείο του στο Τόκιο και πέταξε το αργυρό του μετάλλιο από το παράθυρο.
Ο αθλητισμός δεν ήταν ποτέ αρκετός για εκείνον. Τον εγκατέλειψε οριστικά το 1968, για να αφιερωθεί στο γράψιμο. Αν και ο πατέρας του, που ήταν διπλωμάτης και προπαγανδιστής του καθεστώτος στο εξωτερικό, είχε κακό τέλος, πέφτοντας στη δυσμένεια του Λαβρέντι Μπέρια (επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Στάλιν), ο Βλάσοφ δεν δίσταζε να στηλιτεύει στα κείμενά του την αυθαιρεσία της εξουσίας και τις απάνθρωπες μεθόδους που χρησιμοποιούσε η KGB για να κλείσει τα ενοχλητικά στόματα. Απέκτησε θαυμαστές και πέραν των σπορ, και τότε αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του ως πολιτικός.
Σε αυτή την αρένα δεν πέτυχε πολλά. Το 1993, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, εκλέχθηκε στη Δούμα -τη Βουλή- της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αλλά στις προεδρικές εκλογές του 1996, που κέρδισε ο Μπόρις Γιέλτσιν, ο Βλασόφ, ως ανεξάρτητος υποψήφιος, έλαβε μόλις 151.000 ψήφους. Οπως παρατηρούν οι Times, την πόρτα του Κρεμλίνου την πέρασε μόνον ως καμάρι του σοβιετικού αθλητισμού. Χάρη στην ιδιαίτερη συμπάθεια που του είχε ο Νικίτα Χρουστόφ, το επισκέφθηκε πολλές φορές. Για να γνωρίσει από κοντά, μεταξύ άλλων, τον Φιντέλ Κάστρο, τον Σαρλ ντε Γκολ και τον κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν.
Συνήθιζε να μιλάει -και να γράφει- για τη δύναμη της θέλησης. Αυτή που τον βοήθησε να ξεπεράσει μια σειρά από σοβαρές ασθένειες και δύο χειρουργικές επεμβάσεις στη σπονδυλική του στήλη, οι οποίες εκείνα τα χρόνια σήμαιναν, συνήθως, το τέλος της καριέρας ενός αρσιβαρίστα.
Εδώ και δύο δεκαετίες ζούσε σε ένα εξοχικό σπίτι κοντά στη Μόσχα, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του. Οταν την παντρεύτηκε, το 1976, ήταν φοιτήτρια και είχε τα μισά του χρόνια. Πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου, λίγο αφότου έκλεισε τα 85, από φυσικά αίτια. Απογοητευμένος, που δεν κατάφερε να νικήσει στον σπουδαιότερο αγώνα του: να αφήσει τον Κόσμο λίγο καλύτερο απ’ ό,τι τον βρήκε.