Με μια πρόχειρη, αυτοσχέδια γιορτή ο Ολυμπιακός πανηγύρισε την επιστροφή του στην κορυφή του ελληνικού ποδοσφαίρου. Είχε, μόλις, νικήσει τον ΟΦΗ (2-1) στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης», αυξάνοντας τη διαφορά του από τον ΠΑΟΚ (και την ΑΕΚ) στους 22 βαθμούς. Πλέον, στις πέντε αγωνιστικές που απομένουν για την ολοκλήρωση των πλέι-οφ, ο «Δικέφαλος του Βορρά» δεν προλαβαίνει να τον προσπεράσει. Ακόμη κι αν το CAS του επιστρέψει τους επτά βαθμούς που του έχουν αφαιρεθεί «στα χαρτιά».
Ο 45ος τίτλος του στο πρωτάθλημα είναι από τους πιο εμφατικούς, αλλά και σημαντικότερους στην ιστορία του συλλόγου. Με τον τρόπο που κατακτήθηκε, ούτε ο πιο φανατικός εχθρός του δεν μπορεί να ισχυριστεί πως δεν τον άξιζε. Οι «ερυθρόλευκοι» παραμένουν αήττητοι επί 31 αγώνες -σε μια σεζόν με διπλάσια ντέρμπι-, έχουν συγκεντρώσει 81 βαθμούς, εμφανίζουν την καλύτερη επίθεση (64 γκολ) και -μακράν- την καλύτερη άμυνα (12 γκολ), δεν έχουν την παραμικρή απώλεια στο Φάληρο (ούτε ισοπαλία), και διαθέτουν τον πρώτο σκόρερ της εφετινής Σούπερ Λιγκ (Ελ Αραμπί, 20 γκολ), αλλά και τον πρώτο στις ασίστ (Βαλμπουενά, 13). Μα, πάνω απ’ όλα, η επιστροφή του Ολυμπιακού είναι εμφατική επειδή έπαιξε το πιο θεαματικό ποδόσφαιρο -με διαφορά- από κάθε άλλη ομάδα.
Αυτός ο τίτλος είναι από τους πιο σημαντικούς, γιατί είχε χάσει τους δύο προηγούμενους. Και τρεις διαδοχικές σεζόν χωρίς πρωτάθλημα, έχει αποδειχθεί ιστορικά πως οδηγούν τον σύλλογο σε περιπέτειες. Ο Ολυμπιακός είναι η ομάδα με τα μεγαλύτερα «σερί» κατακτήσεων στα χρονικά της Α’ Εθνικής. Με αποκορύφωμα τα επτά αλλεπάλληλα πρωταθλήματα από το 1997 έως το 2003, και τα άλλα επτά από το 2011 έως το 2017. Από την άλλη, όμως, παρουσιάζει και μακρά άγονα διαστήματα, όταν περνούν δυό τρία χρόνια χωρίς τίτλο. Εζησε αρκετές τέτοιες «μαύρες» περιόδους: εννέα σεζόν από το 1988 έως το 1996, πέντε από το 1968 έως το 1972, έξι από το 1960 έως το 1965…
Ηταν μεγάλο ευτύχημα για τον Ολυμπιακό, που τον Απρίλιο του 2018 συνάντησε στο δρόμο του τον Πέδρο Μαρτίνς. Το ίδιο ισχύει, βεβαίως, και για τον 49χρονο πορτογάλο τεχνικό, που χθες εξασφάλισε τον πρώτο τίτλο της καριέρας του (τον αφιέρωσε στον πατέρα του, τον οποίο «έχασε» πολύ πρόωρα). Ο Βαγγέλης Μαρινάκης δεν δίστασε να κάνει μια σοβαρή οικονομική υπέρβαση για να ξαναγίνει ο Ολυμπιακός πρωταθλητής, όμως και ο Μαρτίνς, από την πλευρά του, φρόντισε να αξιοποιήσει το ρόστερ που είχε στα χέρια του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Παρέλαβε μια ομάδα απαξιωμένη από τον ίδιο της τον διοικητικό ηγέτη και, δύο χρόνια μετά, την έφτασε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα: πρωταθλήτρια, έτοιμη να σηκώσει την Κούπα αήττητη, με ρεκόρ διαφοράς βαθμών από τους διώκτες της, υποψήφια για «νταμπλ» και ένα ματς μακριά από το Top-8 του Europa League.
Τα κατάφερε με τον Βαλμπουενά, που ήρθε στα 35 του. Με τον Ελ Αραμπί, που τα γκολ του τα έβαζε σε πρωταθλήματα «της πλάκας». Με τον Τσιμίκα, που προοριζόταν για αναπληρωματικός του Κούτρη. Με τον Μπουχαλάκη, που στην αρχή οι οπαδοί του Ολυμπιακού δεν ήθελαν να βλέπουν στην ενδεκάδα. Με τον παντελώς άπειρο Καμαρά, που ήξερε μόνο να τρέχει ασταμάτητα… Τα κατάφερε με παίκτες άμαθους στον πρωταθλητισμό.
Για τον Γκιγιέρμε, τον Χασάν, τον Μασούρα, τον Σεμέδο, τον Καμαρά, τον Σισέ, τον Μπα, τον Λοβέρα, τον Ραντζέλοβιτς, και κάμποσους άλλους, αυτό είναι το πρώτο τους πρωτάθλημα. Οπως και για τους τρεις παίκτες που αποχώρησαν τον Ιανουάριο (Μεριά, Κούτρης, Γκερέρο). Το ίδιο ισχύει για τον Τσιμίκα, που στον προηγούμενο τίτλο (2016-2017) είχε συμβάλει με μόλις μια συμμετοχή, προτού αναχωρήσει για τη Δανία. Για τον Ελ Αραμπί, είναι το πρώτο που κατακτά στην Ευρώπη. Ούτε ο ίδιος ο Μαρτίνς δεν είχε αντίστοιχη εμπειρία στο παρελθόν. Μαθημένοι στον πρωταθλητισμό ήταν μόνον ο Ομάρ, κι άλλοι τέσσερις που, εφέτος, έπαιξαν ελάχιστα: ο Φορτούνης, ο Χριστοδουλόπουλος, ο Τοροσίδης και ο Αβραάμ Παπαδόπουλος.
Ο Πορτογάλος δούλεψε σκληρά, με μεθοδικότητα, πίστη στο σχέδιό του και υπομονή. Εμαθε από τα λάθη του, και τα διόρθωσε χωρίς εγωϊσμούς. Οι (περσινές) αποτυχίες τον πείσμωσαν ακόμη περισσότερο. Δεν άφησε σχήμα που δεν δοκίμασε, μέχρι να βρει το πιο ταιριαστό για την ομάδα του. Βελτίωσε θεαματικά αρκετούς από τους παίκτες που συνάντησε στον Ολυμπιακό (κυρίως τους Καμαρά, Τσιμίκα, Μπουχαλάκη, Μασούρα, Μπα και Σα), έδωσε νέα κίνητρα στον Σεμέδο και τον Γκιγιέρμε, βρήκε έναν σταθερό «κορμό» που πρόσφερε στην ομάδα ομοιογένεια και αυτοματισμούς, και -το κυριότερο- κράτησε «ζεστούς» και τους παίκτες που δεν αγωνίζονταν τόσο συχνά. Οποτε τους χρειάστηκε, έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν.
Στο ματς με τον ΟΦΗ ο Μαρτίνς συμπλήρωσε 101 ματς (70 νίκες, 18 ισοπαλίες, 13 ήττες) στον πάγκο του Ολυμπιακού, που δεν φημίζεται για τη… μακροβιότητα των προπονητών του. Πριν από λίγο καιρό προσυπέγραψε την επέκταση του συμβολαίου του, καθώς η διοίκηση και οι οπαδοί του συλλόγου είναι ενθουσιασμένοι μαζί του. Είναι, χωρίς αμφιβολία, ο κορυφαίος τεχνικός που φόρεσε την κόκκινη φόρμα στη δεκαετία του Μαρινάκη, αν και το όνομά του δεν ήταν τόσο «βαρύ», όσο των περισσότερων από τους προκατόχους του. Οπως είπε και ο ίδιος, αυτή η χρονιά ήταν «θεϊκή» για τον Ολυμπιακό. Αν περάσει και τη Γουλβς…