Η Αννα Κορακάκη είναι η μια όψη του υψηλού αθλητισμού. Ο Ηλίας Ηλιάδης είναι η άλλη. Ο αγώνας της Αννας δικαιώθηκε με δυο ιστορικά Ολυμπιακά μετάλλια. Οι κόποι του Ηλία γκρεμίστηκαν σε 43 δευτερόλεπτα. Ετσι είναι το τζούντο. Ετσι είναι ο πρωταθλητισμός. Στους Ολυμπιακούς αγώνες, σε κάθε Αννα αντιστοιχούν πολλοί Ηλίες. Ζουν το δράμα τους στο σκοτάδι, επειδή τα φώτα πέφτουν στους νικητές.
Ο Ηλιάδης δεν άξιζε αυτό το άδοξο τέλος. Από τον Οκτώβριο του 2012 δούλεψε πολύ σκληρά για να φτάσει ακμαίος στους τελευταίους Ολυμπιακούς Αγώνες της καριέρας του. Με τρεις προπονήσεις την ημέρα, οκτώ ώρες το 24ωρο. Στο προπονητήριο του Αγίου Κοσμά, όλοι απορούσαν που αυτός ο «Παγκανίνι του τζούντο» -έτσι τον είχε αποκαλέσει, το 2013, ο πρόεδρος της διεθνούς ομοσπονδίας του αθλήματος, μπροστά σε όλους τους ευρωπαίους Ολυμπιονίκες- δεν είχε ξεδιψάσει έπειτα από τόσους θριάμβους. Που πάλευε ακόμα, παρά τους τραυματισμούς, τις επεμβάσεις και τα… χρονάκια του.
Ναι, είναι μόλις 30 ετών, όμως βρίσκεται στην παγκόσμια κορυφή εδώ και 12 χρόνια. Κανένας άλλος τζουντόκα δεν έχει καταφέρει να κρατηθεί σε τόσο υψηλό επίπεδο, περισσότερο από 6-8 χρόνια. Κανείς πριν από τον Ηλιάδη δεν εμφανίστηκε σε τέσσερις Ολυμπιακούς. Δύσκολα θα το κατορθώσει κάποιος στο μέλλον. Πρόκειται για τον πλέον διαχρονικό άσο του παγκοσμίου τζούντο. Αλλά, ακόμη και γι’ αυτό το «φαινόμενο», ο χρόνος αποδείχτηκε ανίκητος αντίπαλος.
Απογοητευμένος από την αναπάντεχη ήττα του, ο Ηλιάδης απέφυγε τις δηλώσεις στη «μικτή ζώνη». Λίγα λεπτά αργότερα, στα αποδυτήρια, είπε πως αυτός ήταν ο τελευταίος του αγώνας. Αν δεν μιλούσε η πίκρα της στιγμής, η Ελλάδα έχασε χθες (Τετάρτη) έναν από τους ελάχιστους παγκόσμιας κλάσης αθλητές της. Κι έναν «εκ μετεγγραφής» Ελληνα, ο οποίος τη δόξασε, την τίμησε και την αγάπησε περισσότερο κι από κάποιους εκ γενετής.
Ο Τζαρτζίλ Ζβιανταουρί -αυτό ήταν το όνομά του στη Γεωργία, όπου γεννήθηκε- ποτέ δεν αρνήθηκε οτι ήρθε εδώ αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Η υιοθεσία του, από τον προπονητή και μέντορά του Νίκο Ηλιάδη, έναν Ελληνα του Πόντου που είχε αφιχθεί μια δεκαετία νωρίτερα, το 1993, είχε αμφίδρομο συμφέρον. Διότι ο -έφηβος, τότε- Τζαρτζίλ ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του τζούντο. Η σκοπιμότητά της δεν άργησε να φανεί. Το 2004, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, ο Ηλίας -πλέον- έφερε στη νέα του πατρίδα ένα χρυσό μετάλλιο. Ηταν μόλις 18. Το τζούντο γνώριζε τον νεαρότερο κατακτητή της Ολυμπιακής δόξας.
Οσοι έσπευσαν να τον συγχαρούν ή να του ζητήσουν μια δήλωση, έπαθαν σοκ: ο Ολυμπιονίκης μας δεν μιλούσε «γρι» Ελληνικά. Λίγο παραπέρα, οι αθλητές της Ολυμπιακής αποστολής της Γεωργίας πανηγύριζαν για τον θρίαμβο του «δικού τους». Και οι… Ελληνάρες, άρχισαν να «στραβώνουν». Με αποκορύφωμα την απόφαση της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής να του δώσει τη σημαία της αποστολής μας στο Πεκίνο.
Ο Ηλιάδης σάρωνε τα μετάλλια -σε Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμια και Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα- ξεχώριζε για το ήθος του, τιμούσε τη χώρα που του άνοιξε την αγκαλιά της. Σε κάθε ευκαιρία, με κάθε του δήλωση. Εμαθε Ελληνικά -πλέον, τα μιλάει απταίστως-, έγινε ένας από μας. Εγινε Ελληνας από επιλογή. Από ευγνωμοσύνη. Ελληνας και -πάνω απ’ όλα- ελληνόψυχος. Πολλοί, όμως, εξακολουθούσαν να τον βλέπουν «με μισό μάτι».
Ωσπου, το 2012, μια παράξενη συγκυρία ήρθε να μας διδάξει οτι Ελληνας δεν γεννιέσαι (μόνο). Γίνεσαι – ή… ξεγίνεσαι. Ηταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Δυο αθλητές με ελληνικά ονοματεπώνυμα, είχαν κερδίσει μετάλλια. Ο «φερτός», ο Ηλίας Ηλιάδης, το χάλκινο στο τζούντο. Με τα χρώματα της Ελλάδας. Και ο «δικός μας», ο Σιδέρης Τασιάδης, το αργυρό στο κανό-καγιάκ. Με τα χρώματα της Γερμανίας, καθώς η οικογένειά του είχε μεταναστεύσει στο Αουγκσμπουργκ, όταν εκείνος ήταν δέκα ετών.
Στο περιθώριο των Αγώνων, ένας έλληνας δημοσιογράφος μίλησε με τον Τασιάδη. Ιδού ένα απόσπασμα του διάλογου τους (όπως δημοσιεύτηκε -τότε- στον ιστότοπο www.sports24.gr):
Τασιάδης: Οι γερμανοί συνάδελφοί σου με ρώτησαν αν θα κρατήσω και την ελληνική σημαία μαζί με τη γερμανική, εφόσον κερδίσω κάποιο μετάλλιο.
Δημοσιογράφος: Τι τους απάντησες;
Tασιάδης: Φυσικά και όχι. Θα κρατήσω μόνο τη γερμανική
Δημοσιογράφος: Γιατί; Γιατί όχι και την ελληνική;
Τασιάδης: Γιατί, πολύ απλά, η Ελλάδα ποτέ δεν μου προσέφερε τίποτα. Ούτε ένα τηλέφωνο δεν με πήρε ποτέ ένας υπεύθυνος για τις κατά καιρούς επιτυχίες μου. Δεν με διεκδίκησε κανείς. Δεν βοήθησε την οικογένειά μου, η οποία μετανάστευσε για να μπορέσει να με μεγαλώσει σωστά. Αντίθετα, η Γερμανία με ανακάλυψε, με ανέδειξε, μου έδωσε όλα τα εφόδια για να αναπτυχθώ αθλητικά. Η Γερμανία με δέχθηκε και με αποδέχθηκε, αυτή με έκανε αυτό που είμαι. Εκεί μένω, εκεί μεγάλωσα και μεγαλώνω, εκεί έβγαλα σχολείο, εκεί προπονούμαι. Μου παρέχει προπονητή και ασφάλεια, μου εξασφάλισε και το επαγγελματικό μου μέλλον, λόγω των αθλητικών μου επιτυχιών. Τον Σεπτέμβριο θα διοριστώ στην Αστυνομία και, όταν με το καλό σταματήσω τους αγώνες, ξέρω ότι θα έχω μια σταθερή δουλειά…
Δημοσιογράφος: Δεν νιώθεις Ελληνας μέσα σου; Δεν αισθάνεσαι οτι τρέχει αίμα ελληνικό;
Τασιάδης: Δεν ξέρω πώς το εννοείς εσύ, όμως πάνω απ’ όλα νιώθω Γερμανός. Μπορεί να μην αρέσει, αλλά αυτή είναι η αλήθεια.
Ποιος είναι, άραγε, πιο Ελληνας από τον άλλον; Ο Τασιάδης, γέννημα – θρέμα του Εβρου (απ’ όπου κατάγονται και οι γονείς του), ή ο γεννημένος στη Γεωργία Ηλιάδης; Το γνήσιο τέκνο που «ξέγραψε» τη μάνα του ή το υιοθετημένο που την αγάπησε;
«Ελληνες είναι όλοι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας», είχε θυμίσει -πριν από χρόνια- ο (τότε) Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος, με αφορμή τον σάλο που είχε ξεσπάσει, όταν ο άριστος αλβανός μαθητής Οδυσσέας Τσενάι επρόκειτο να παρελάσει ως σημαιοφόρος του σχολείου του.
Ο Ηλίας Ηλιάδης το λέει με τον δικό του, απλοϊκό τρόπο: «Κλείσε την Ελλάδα στην καρδιά σου, και θα νιώσεις το μεγαλείο της».