Μπορούν οι επιτυχίες του Τσιτσιπά και της Σάκκαρη να... γεννήσουν «Τσιτσιπάκια» και «Σακκαρίτσες»; | GEPA PICTURES/ IntimeSports
Επικαιρότητα

Η Μεγάλη Δευτέρα του ελληνικού τένις

Τι κι αν δεν κέρδισε το τρόπαιο στην Οστράβα; Από σήμερα τα ξημερώματα η Μαρία Σάκκαρη ζει τον μύθο της. Είναι η πρώτη Ελληνίδα που είδε το όνομά της στη λίστα με τις δέκα κορυφαίες τενίστριες του Κόσμου. Με τον Στέφανο Τσιτσιπά σταθερά στο Νο 3 της παγκόσμιας κατάταξης, η Ελλάδα έχει, πλέον, διπλή εκπροσώπηση στο Top-10 του αθλήματος: και στους άνδρες, και στις γυναίκες. Μόνον εμείς και η Ισπανία - ποιος το περίμενε;
Sportscaster

Τον τίτλο στο Οστράβα Οπεν, ή την είσοδο στο Top-10 του τένις γυναικών; Αν είχε επιλογή, η Μαρία Σάκκαρη θα άφηνε τα πράγματα όπως, ακριβώς, ήρθαν. Τα τρόπαια δεν της περισσεύουν (έχει κατακτήσει μόνο ένα, το 2018 στο Ραμπάτ), όμως στη ζυγαριά της Ιστορίας το κατόρθωμά της να σκαρφαλώσει στο Νο 10 του ranking είναι πολύ πιο σπουδαίο. Γιατί πριν από την 26χρονη Σπαρτιάτισσα, καμία άλλη ελληνίδα τενίστρια δεν είχε πατήσει αυτήν την κορυφή. Η μητέρα της, Αγγελική Κανελλοπούλου, είχε φτάσει στο Νο 43 (τον Απρίλιο του 1987). Και η Λένα Δανιηλίδου, η «Θεά» της ελληνικής αντισφαίρισης προτού εμφανιστεί η Μαρία, στο Νο 14 (το 2004).

Με τον Στέφανο Τσιτσιπά σταθερά στο Νο 3 της παγκόσμιας κατάταξης, η Ελλάδα έχει, πλέον, διπλή εκπροσώπηση στο Top-10 του αθλήματος: τόσο στους άνδρες, όσο και στις γυναίκες. Μόνον εμείς και η Ισπανία, με τον Ράφα Ναδάλ και την Γκαρμπίνιε Μουγκουρούθα. Ποιος το περίμενε ότι, κάποτε, θα ερχόταν αυτή η μέρα; Ούτε ο Νικόλας Καλογερόπουλος, ο «πατριάρχης» του ελληνικού τένις, που μεσουράνησε στα κορτ από το 1962 έως το 1980 και έφτασε στο Νο 108 του ranking. Ηταν τόσο βέβαιος ότι αυτό το σπορ δεν θα ευδοκιμούσε στην Ελλάδα, ώστε πήγε να το διδάξει… στην Κόστα Ρίκα, όπου άνοιξε δική του ακαδημία.

Το απόγευμα της Κυριακής η Σάκκαρη ήταν, ίσως, η πιο ευτυχισμένη τενίστρια που ηττήθηκε, ποτέ, σε τελικό. Τι κι αν έχασε το τρόπαιο στην Οστράβα, από την 25χρονη Εσθονή, Ανέτ Κονταβέιτ; Το προσπέρασε με έξι λέξεις («σήμερα δεν ήταν η μέρα μου»), και προτίμησε να δει… το δάσος: «αλλά αυτή είναι η χρονιά της ζωής μου». Πράγματι. Στο κόκκινο χώμα του Ρολάν Γκαρός έγινε η πρώτη Ελληνίδα στα χρονικά της open era (από το 1968, δηλαδή) που προκρίθηκε στους προημιτελικούς του διάσημου τουρνουά, κι έφτασε έναν πόντο μακριά από τον τελικό έπειτα από τρεις ώρες και 18 λεπτά σκληρής μάχης. Μέσα σε λιγότερο από τέσσερις μήνες εμφανίστηκε και σε άλλον έναν ημιτελικό γκραν-σλαμ, στη Νέα Υόρκη.

Εφέτος αναμετρήθηκε με αντίπαλο από το Top-10 δέκα φορές, και νίκησε τις επτά. Αγωνίστηκε σε έξι ημιτελικούς κι έναν τελικό. Μετράει 31 νίκες και 16 ήττες, και είναι πέμπτη σε συγκομιδή βαθμών μέσα στο 2021, πίσω από την Μπάρτι, τη Σαμπαλένκα, την Κρεϊτσίκοβα και την Πλίσκοβα. Που σημαίνει οτι είναι πολύ πιθανή η πρώτη της συμμετοχή στους WTA Finals (τους τελικούς της χρονιάς, όπου συμμετέχουν οι οκτώ καλύτερες της σεζόν), στη Γουαδαλαχάρα του Μεξικού.

Θα αποχαιρετίσει το 2021, έχοντας εισπράξει περισσότερα από ένα εκατομμύριο ευρώ, μόνον από τις νίκες της στο Tour. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία (WTA Tour) από το 2015 έως τις 31/5/2021 εμφανίζει αμοιβές από έπαθλα, ύψους 3,84 εκατ. δολαρίων. Συνυπολογίζοντας τα έσοδά της από χορηγίες (Rolex, Apivita, Wilson, Cosmote, Aegean Airlines, Εθνική Τράπεζα, Green Cola, Nespresso, Replay), ξένα media εκτιμούν οτι τα χρήματα που έχει κερδίσει από το τένις ξεπερνούν τα 6 εκατ. δολάρια.

Πέντε χρόνια πριν η Μαρία βρισκόταν στο Νο 116 της παγκόσμιας κατάταξης. Εκλεισε το 2017 στο Νο 52. Δούλευε σκληρά, κι αυτό φαινόταν στα κορτ, χρόνο με το χρόνο. Αλλά η… εκτόξευσή της άρχισε, ουσιαστικά, το 2018, όταν την ανέλαβε ο (σχεδόν) συνομήλικός της, Τομ Χιλ: ένας Βρετανός που, όπως και ο Πατρίκ Μουράτογλου, που καθοδήγησε τον Τσιτσιπά, δεν κατάφερε να γίνει τενίστας κορυφαίου επιπέδου, και στράφηκε στην προπονητική. Το τέλος του 2018 τη βρήκε στο Νο 41. Το 2019 ήταν Νο 23, και στις 24 Φεβρουαρίου 2020 κατέλαβε την τελευταία θέση του Top-20. Η εφετινή Σάκκαρη δεν έχει την παραμικρή σχέση με την άπειρη, άτολμη και γεμάτη μεταπτώσεις αθλήτρια που το 2018 κατέκτησε το πρώτο της (και τελευταίο μέχρι σήμερα) τρόπαιο στο Μαρόκο. Στο Αμερικανικό Οπεν την απολαύσαμε στα καλύτερά της. Στα 26 της χρόνια, είναι έτοιμη να διεκδικήσει τις διακρίσεις που της αξίζουν.

Εχουν αλλάξει πολλά, από τότε που το τένις στην Ελλάδα παιζόταν μόνο στον Ομιλο Αντισφαίρισης Αθηνών (απέναντι από το Ζάππειο) και στις εγκαταστάσεις της Φιλοθέης. Από την εποχή της ξύλινης ρακέτας. Του Καλοβελώνη, του Μπαβέλα και του Πέπα. Της Κανελλοπούλου, της Τσαρμποπούλου, της Παναγοπούλου και της Αναστασιάδου. Πλέον, δεν θεωρείται το σπορ της αριστοκρατίας, ή της πλουτοκρατίας. Τένις κλαμπ και δημοτικά γηπεδάκια έχουν ξεφυτρώσει παντού, και ο Στέφανος με τη Μαρία φρόντισαν να τα γεμίσουν ασφυκτικά με τα κατορθώματά τους τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα το ερασιτεχνικό τένις -αυτό που παίζουμε για να διασκεδάσουμε ή να γυμναστούμε- και άλλο το επαγγελματικό.

Το μηνιαίο κόστος για ένα παιδί που φιλοδοξεί να ακολουθήσει τα βήματα του Τσιτσιπά ή της Σάκκαρη, υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ (μαζί με τα έξοδα για τη συμμετοχή του σε τουρνουά του εξωτερικού, που είναι απαραίτητη). Οσο μεγαλώνει, αυξάνεται και το ποσό. Μπορεί να φτάσει τις 70.000-100.000 ευρώ το χρόνο. Στις φημισμένες ακαδημίες του εξωτερικού, σαν αυτές στις οποίες μαθήτευσαν ο Στέφανος και η Μαρία, μόνο τα δίδακτρα κοστίζουν 60.000 ευρώ ετησίως. Σε 10 χρόνια, οι γονείς ενός υποψήφιου πρωταθλητή μπορεί να χρειαστεί να ξοδέψουν, συνολικά, έως και ένα εκατομμύριο ευρώ. Θα σταματήσουν να πληρώνουν, μόνον αν το παιδί τους φτάσει να μπει στο Top-200. Και θα αποσβέσουν την «επένδυσή» τους, με μικρά ή μεγάλα κέρδη, εφόσον ανέβει καμιά 80ριά θέσεις ακόμα.

Ερευνες στο εξωτερικό δείχνουν πως μόνο ένα στα 50 παιδιά που ασχολήθηκαν με το τένις, επιχείρησε να γίνει επαγγελματίας. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι ακόμη μικρότερο. Οι επιτυχίες του Τσιτσιπά και της Σάκκαρη, είναι πολύ πιθανό να μη… γεννήσουν «Τσιτσιπάκια» και «Σακκαρίτσες». Θα μας εξοικειώσουν, όμως, με ένα υπέροχο άθλημα, που τόσα χρόνια είχαμε παρεξηγήσει.