Το ένα μετά το άλλο, τα κάστρα του ακατόρθωτου πέφτουν στα χέρια της «συμμορίας των μάγων» του ΝΒΑ. Αυτή τη φορά -ξημερώματα Δευτέρας- ήταν η σειρά των Σαν Αντόνιο Σπερς να παραδοθοθούν στον Χάρι Πότερ του σύγχρονου μπάσκετ -τον Στεφ Κάρι- και την παρέα του.
Οι Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς έφυγαν νικητές (92-86) από το Τέξας, όπου μετρούσαν 33 διαδοχικές ήττες σε παιχνίδια της regular season (η διάρκεια της κανονικής περιόδου του αμερικανικού πρωταθλήματος). Επιπλέον, στο γήπεδο αυτό, τα «Σπιρούνια» δεν είχαν χάσει σε 39 αγώνες σερί και σε 48 συνολικά, αν συνυπολογιστεί και η προηγούμενη σεζόν.
Οι Ουόριορς ανέβασαν το ρεκόρ τους στο 72-9 (νίκες – ήττες), ισοφάρισαν το επίτευγμα της ιστορικής ομάδας των Σικάγο Μπουλς και -τώρα- ετοιμάζονται να γράψουν Ιστορία. Στο τελευταίο τους ματς, τα ξημερώματα (05:30) της προσεχούς Πέμπτης, θα φιλοξενήσουν τους Γκρίζλις στην «Οκλαντ Αρίνα» με στόχο να γίνουν η πρώτη ομάδα στην ιστορία του ΝΒΑ που θα ολοκληρώσει την κανονική περίοδο με 73 νίκες.
Ο Κάρι ήταν ο καθοριστικός παίκτης και σε αυτή την επιτυχία, στο Σαν Αντόνιο, με 37 πόντους (9/13 δίποντα, 4/9 τρίποντα, 7/7 βολές), 5 ριμπάουντ, 5 ασίστ, 2 κλεψίματα, 4 λάθη και αρκετά καλάθια σε στιγμές του ματς που η μπάλα… έκαιγε. Είναι ο άνθρωπος που οδηγεί τους Ουόριορς σε αυτή την άτυπη αναμέτρηση με την -κατά πολλούς- καλύτερη ομάδα όλων των εποχών στο ΝΒΑ. Οσο για τους Μπουλς, κάποια καρμική σχέση τους συνδέει με την οικογένεια του Στεφ. Διότι ακριβώς πριν από 20 χρόνια, ένας άλλος Κάρι -ο πατέρας του σημερινού σταρ- ήταν αυτός που πλήγωσε την περηφάνεια τους.
Από τις 30 Μαρτίου 1995 έως τις 4 Απριλίου 1996 οι Μπουλς κρατούσαν αλώβητο το «σπίτι» τους, για 44 διαδοχικούς αγώνες. Στις 5 Απριλίου οι «ταύροι» συνέτριψαν τους Χόρνετς (92-126) στη Σάρλοτ. Και τρεις ημέρες μετά, στις 8 Απριλίου, οι Χόρνετς ταξίδεψαν στο Σικάγο για να αντιμετωπίσουν πάλι τους Μπουλς. Ολοι θεωρούσαν το ματς τελειωμένο. Οχι, όμως, και ο μπαμπάς Κάρι με τους συμπαίκτες του.
Οι Χόρνετς προηγούνται με 4 πόντους στα 2’ πριν από το φινάλε (92-96). Ο Μάικλ Τζόρνταν ισοφαρίζει και ο Ρον Χάρπερ με μια εύστοχη βολή δίνει προβάδισμα στους Μπουλς με 97-96, στα 40’’. Είναι η ώρα του Ντελ Κάρι. Ο 32χρονος -τότε- γκαρντ κερδίζει φάουλ και ξαναβάζει μπροστά τους Χόρνετς (97-98). Στα 19’’ που απομένουν, οι Μπουλς αστοχούν τέσσερις φορές: με τον Κούκοτς, τον Πίπεν, τον Τζόρνταν και πάλι τον Πίπεν. Οι Χόρνετς πανηγυρίζουν ένα… τρελό «διπλό», και το Σικάγο αποχαιρετά το ρεκόρ του.
Είκοσι χρόνια αργότερα, το όνομα «Κάρι» ακούγεται πάλι σαν εφιάλτης στο Σικάγο. Μάλιστα, αυτή τη φορά, ο γιος δεν απειλεί απλώς ένα ρεκόρ, αλλά την υστεροφημία των Μπουλς. Διότι, όπως είναι φυσικό, πίσω από την ισορροπία των αριθμών κρύβεται η σύγκριση των δυο ομάδων. Είναι καλύτεροι, οι Ουόριορς του 2016, από τους Μπουλς του 1996;
Η απάντηση που θα δώσει κάποιος είναι -ασφαλώς- και ζήτημα ηλικίας. Οποιος έζησε την αυτοκρατορία του Μάικλ Τζόρνταν των 90’s, δύσκολα θα παραδεχτεί ότι το να βάζεις καλάθι από το μέσον του γηπέδου είναι καλύτερο μπάσκετ. Από την άλλη, αυτοί που σήμερα θαυμάζουν τα ζογκλερικά κόλπα του Στεφ Κάρι και της παρέας του, τα οποία μπαίνουν σε υπολογιστές για να εξηγηθούν με τους νόμους της Φυσικής, δεν μπορούν να χωνέψουν το μεγαλείο εκείνων των Μπουλς. Οχι μόνον επειδή γνώρισαν τα κατορθώματά τους από διηγήσεις, βιντεοκασέτες, dvd’s και στιγμιότυπα στο youtube, αλλά και γιατί το ίδιο το μπάσκετ ήταν -τότε- πολύ διαφορετικό.
Παράδειγμα, ο Μπαράκ Ομπάμα. Οταν -στις αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου- κάλεσε τους Ουόριορς για να τους γνωρίσει από κοντά, ως είθισται με τις ομάδες που κατακτούν τον τίτλο στο ΝΒΑ, υπέπεσε σε ένα… unfair που συζητήθηκε: «Είναι σπάνιο να έχουμε εδώ παίκτες – μέλη της καλύτερης ομάδας στην ιστορία του ΝΒΑ. Γι’ αυτό είμαστε χαρούμενοι που είναι εδώ ο Στιβ Κερ (ο προπονητής των Ουόριορς), ο οποίος υπήρξε παίκτης στην ομάδα των Μπουλς τη σεζόν 1995-1996. Δεν ξέρω αν θα σπάσουν το ρεκόρ (οι Ουόριορς), αλλά, όπως και να ‘χει, ο Κερ θα λέει ότι έπαιζε στην καλύτερη ομάδα όλων των εποχών». Τιμώντας τους Ουόριορς, ο πρόεδρος έπλεξε το εγκώμιο των Μπουλς. Διότι αυτούς έζησε, ως φαν του μπάσκετ. Τη χρονιά του σπουδαίου ρεκόρ τους, ο Ομπάμα ήταν 35 ετών.
Για τους παλιούς, και μόνο η απόπειρα σύγκρισης είναι ιεροσυλία. Σαν να βάζεις δίπλα δίπλα τον Μάικλ Τζάκσον με τον Τζάστιν Μπίμπερ ή τους Ρόλινγκ Στόουνς με τους «One Direction». Τα επιχειρήματά τους; Οι Ουόριορς δέχονται μια «κατοστάρα» σε κάθε παιχνίδι τους. Δεν διαθέτουν ούτε την 20η καλύτερη άμυνα στο ΝΒΑ. Οι Μπουλς έβαζαν πάνω από 100 πόντους σε κάθε αντίπαλο, και έτρωγαν μόλις 93 (κατά μέσον όρο). Και στα play-offs, ακόμη λιγότερους. Είχαν την καλύτερη επίθεση και τη δεύτερη καλύτερη άμυνα.
Ηγέτης των Μπουλς ήταν ο «Air» Τζόρνταν, ο οποίος… περπατούσε στον αέρα. Ενα θηρίο που έβαζε 35 πόντους στην κακή του μέρα, έπαιζε τρομακτική άμυνα, και τα πέντε του δάχτυλα δεν έφταναν για να φορέσει τα έξι δαχτυλίδια (τίτλους) που κατέκτησε. Ενώ ο ηγέτης των Ουόριορς είναι ένας… χτικιάρης που παίζει άμυνα για κλάματα, πετάει την μπάλα στο καλάθι από μακριά και κάνει ζογκλερικά κόλπα, λες και βρίσκεται σε τσίρκο. Απόδειξη είναι, ότι και οι σημερινοί πιτσιρικάδες αγοράζουν τα παπούτσια του Τζόρνταν περισσότερο – κι όχι του Κάρι, του Κόμπι ή του ΛεΜπρόν… Οσο για τα περίφημα τρίποντα του Κάρι, ο Στιβ Κερ -ο προπονητής του σήμερα- όταν έπαιζε στους Μπουλς, είχε ολοκληρώσει τη σεζόν 1995-1996 με ποσοστό ευστοχίας 51,5%.
Οι νεώτεροι θα σου μιλήσουν για την επανάσταση που έφεραν στο μπάσκετ οι Ουόριορς και τη φοβερή διετία τους, που… τρελαίνει τα στατιστικά. Τα απίθανα ποσοστά ευστοχίας τους. Τα πάνω από 1.000 τρίποντα που έχουν βάλει. Τον Κάρι που κοντεύει τα 400 και τα «κολλάει» απ’ όπου θέλει. Τους 110+ πόντους ανά αγώνα, που χορταίνουν το μάτι σου. Την τρομερή κυκλοφορία της μπάλας. Τις επιθέσεις των δέκα δευτερολέπτων. Την κοντή αλλά πυρηνοκίνητη ομάδα, που δείχνει πως το μπάσκετ μπορεί να παίζεται και από κανονικούς ανθρώπους – όχι μόνο από… θηρία της φύσης.
Οι λιγότερο φανατικοί -αυτοί που πρόλαβαν τους Μπουλς στα ντουζένια τους αλλά παρακολουθούν και τα σημερινά κατορθώματα των Ουόριορς- προσπαθούν να φανταστούν ένα παιχνίδι με αυτές τις δυο ομάδες αντίπαλες. Τον Μάικλ Τζόρνταν και τον Σκότι Πίπεν, που θα έκαναν όργια απέναντι στη νερόβραστη άμυνα των Ουόριορς. Τους τρεις δίμετρους (plus) γκαρντ -οι δυο τους και ο Ρον Χάρπερ- που μπορούσαν να «καταπιούν» στην άμυνα οποιονδήποτε αντίπαλο, απέναντι στον Στεφ Κάρι που μπορεί να βάλει -για… πλάκα- δέκα τρίποντα σε μια βραδιά και τον Κλέι Τόμσον, οι οποίοι σουτάρουν με ευστοχία από σημεία όπου κανείς δεν διανοείται να τους μπλοκάρει. Την κοντή και ευέλικτη πεντάδα των Ουόριορς απέναντι στα βαριά κορμιά των Μπουλς. Τον Ντένις Ρόντμαν, που κατέβαζε τα ριμπάουντ σαν σε προπόνηση, απέναντι σε τόσα εύστοχα χέρια που δεν θα άφηναν την μπάλα να γίνει διεκδικήσιμη.
Ποιοι θα κέρδιζαν, σε έναν τέτοιο αγώνα; Αραγε, ο Τζόρνταν -ο οποίος… αφηνίαζε κάθε φορά που αντιμετώπιζε έναν επίδοξο διάδοχο (τον Ντρέξλερ, τον Μπάρκλεϊ, τον Πέιτον, τον Μαλόουν)- θα κατάφερνε να δώσει ένα μάθημα και στον Κάρι; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Οπως δεν θα μάθουμε, πόσους τίτλους ακόμη μπορούσαν να πάρουν οι Μπουλς, αν έμεναν παρέα. Αν δεν είχαν διαλυθεί, λόγω διενέξεων μέσα στην ίδια την ομάδα τους, το 1998.
Ο,τι κι αν πιστεύει κανείς, οι δυο ομάδες έχουν κάποια κοινά στοιχεία. Πρώτον, το ότι αποθέωσαν το μπάσκετ. Η κάθε μια με τον τρόπο της. Δεύτερον, το ότι οι ηγέτες τους θεωρήθηκαν «θαύματα της φύσης». Τα φετινά μαγικά στατιστικά του Κάρι, τα διαβάζουμε καθημερινά. Η συνεισφορά του Μάικλ Τζόρνταν τη χρονιά του ρεκόρ, στα 33 του, ήταν 31 πόντοι -κατά μέσο όρο- με ποσοστό ευστοχίας 50%. Και ατσάλινη άμυνα. Εκείνη τη σεζόν πήρε για όγδοη φορά στην καριέρα του τον τίτλο του πρώτου σκόρερ.
Κάπου εδώ αρχίζουν οι διαφορές. Αλλο μπάσκετ τότε, κι άλλοι κανονισμοί. Αλλο το επίπεδο των ομάδων στα χρόνια των 90’s, άλλο το σημερινό, με τους Ρόκετς, τους Λέικερς -και τους ίδιους τους Μπουλς- στα χάλια τους. Αλλα τα έξι Πρωταθλήματα των Μπουλς του Τζόρνταν (1991, 1992, 1993, 1996, 1997, 1998), άλλο το «πάμε για το δεύτερο και βλέπουμε» των Ουόριορς του Κάρι. Οι σπουδαίες ομάδες αναγνωρίζονται αμέσως, όμως τις θρυλικές τις αναδεικνύει η Ιστορία.