Η απόλυση του Ρούνεϊ δεν ήταν έκπληξη... | Reuters/Andrew Couldridge
Επικαιρότητα

Η απόλυση του Γουέιν Ρούνεϊ επιβεβαίωσε τον κανόνα

Μόλις 83 μέρες «άντεξε» στην τεχνική ηγεσία της Μπέρμιγχαμ ο 38χρονος θρύλος του αγγλικού ποδοσφαίρου. Ο Γουέιν Ρούνεϊ δεν είναι ο πρώτος σπουδαίος παίκτης που δεν καταφέρνει να γίνει (και) επιτυχημένος προπονητής. Ούτε ο τελευταίος. Η δουλειά του μάνατζερ μιας ομάδας είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του ποδοσφαιριστή
Sportscaster

Η απόλυση του Γουέιν Ρούνεϊ από την Μπέρμιγχαμ δεν εξέπληξε κανέναν, εκτός από τον ίδιο. «Δεν τα παρατάω, είμαι μαχητής», τόνισε αμέσως μετά την ήττα (3-0) της ομάδας του από τη Λιντς την Πρωτοχρονιά. «Αλλά είναι ξεκάθαρο, νομίζω, ότι θα χρειαστούμε κάποιους νέους παίκτες». Την ίδια μέρα η διοίκηση του συλλόγου αποφάσισε πως, πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται νέος προπονητής.

Στην ανακοίνωση που εξέδωσε το πρωί της Τρίτης (2/1), ο 38χρονος θρύλος του αγγλικού ποδοσφαίρου εξέφρασε το παράπονό του: «Πιστεύω ότι ο χρόνος που μου δόθηκε -13 εβδομάδες- δεν ήταν αρκετός για να κάνω τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν», ανέφερε μεταξύ άλλων. Δεν έχει άδικο, όμως τον θεμελιώδη κανόνα του ποδοσφαίρου τον γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν: την πίστωση χρόνου στους προπονητές τη δίνουν τα θετικά αποτελέσματα. Εστω, κάποια σημάδια βελτίωσης της ομάδας. Στην περίπτωση του Ρούνεϊ δεν υπήρχε, ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Επί των ημερών του η Μπέρμιγχαμ κατρακύλησε από την 6η θέση της βαθμολογικής κατάταξης της Τσάμπιονσιπ, στην 20η – μόλις έξι πόντους πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού. Σε 15 αγώνες πέτυχε δυο νίκες, όλες κι όλες. Οι ιδιοκτήτες του συλλόγου, οι οποίοι τον περασμένο Οκτώβριο τον εμπιστεύθηκαν με ένα «αυτοκρατορικό» συμβόλαιο, μπορεί να έκαναν λίγη υπομονή ακόμη. Αλλά όταν οι οπαδοί στράφηκαν εναντίον του, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. «Ωρα να φύγεις», τραγουδούσαν τη Δευτέρα όσοι ακολούθησαν την αγαπημένη τους ομάδα στο «Ελαντ Ρόουντ». Πλέον, η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη.

Η απόλυση του άλλοτε αρχηγού της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και της εθνικής Αγγλίας δεν ήταν έκπληξη. Εκπληξη ήταν η πρόσληψή του. Ο προκάτοχός του, Τζον Γιούστας, είχε κάνει εξαιρετική δουλειά στους 15 μήνες που εργάστηκε στο club. Την περασμένη σεζόν (2022-2023) κατάφερε να κρατήσει την Μπέρμιγχαμ στην Τσάμπιονσιπ. Και εφέτος, έπειτα από 11 αγωνιστικές, την είχε ανεβάσει στην 6η θέση της βαθμολογίας. Τον έδιωξαν, όμως, για να φέρουν τον Ρούνεϊ. «Αυτή η εμβληματική προσωπικότητα του αγγλικού ποδοσφαίρου, ένας από τους καλύτερους παίκτες που ανέδειξε η χώρα, θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε νοοτροπία νικητή και κουλτούρα φιλοδοξίας. Θα μας πάει στον επόμενο σταθμό του ταξιδιού μας», έλεγε τότε ο συνιδιοκτήτης του συλλόγου, Τομ Βάγκνερ.

Οι οπαδοί στήριζαν τον Γιούστας, τα media τον συμβούλευαν να μην τον διώξει, όμως ο αμερικανός επιχειρηματίας, συνιδρυτής της Knighthead Capital Management, που εξαγόρασε την Μπέρμιγχαμ τον περασμένο Ιούλιο, ήταν αποφασισμένος. Ειδήμων στις μπίζνες αλλά αδαής σε ό,τι αφορά το ποδόσφαιρο, πίστευε ότι ένας σπουδαίος παίκτης δεν θα μπορούσε παρά να γίνει και επιτυχημένος προπονητής. Δεν ισχύει. Ο κανόνας είναι το ακριβώς αντίθετο. Οι εξαιρέσεις του, απλώς, τον επιβεβαιώνουν.

Ο Μαραντόνα απέτυχε παταγωδώς ως κόουτς. Ο Πελέ έμεινε μακριά από την προπονητική. Από την εθνική ομάδα της Αγγλίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1966, μόνον ο Τζακ Τσάρλτον έκανε αξιόλογη καριέρα ως μάνατζερ. Πιο σύγχρονες μορφές των αγγλικών γηπέδων, όπως ο Στίβεν Τζέραρντ ή ο Φρανκ Λάμπαρντ, είχαν περιστασιακές επιτυχίες και πολύ περισσότερες αποτυχίες. Ο Γκάρι Νέβιλ δοκίμασε την τύχη του στη Βαλένθια (2015-2016) και απολύθηκε έπειτα από 16 αγώνες πρωταθλήματος, από τους οποίους κέρδισε μόλις τρεις. Οι πιο πολλοί από τους προπονητές που σήμερα διακρίνονται στην Πρέμιερ Λιγκ (ο Κλοπ, ο Εμερι, ο Μόγιες, ο Ποστέκογλου, ο Χάου…) δεν είχαν λάμψει ως ποδοσφαιριστές.

Ο Ζιντάν, ο Γκουαρντιόλα, ή ο Αντσελότι, είναι μερικές από τις σπάνιες εξαιρέσεις. Και όλοι τους έχουν/είχαν κάτι κοινό: ρόστερ γεμάτα «ελίτ» παίκτες. Οπως έγραψαν οι Times, ο Ζινεντίν Ζιντάν κατέκτησε τρεις Κούπες Τσάμπιονς Λιγκ με τη Ρεάλ Μαδρίτης, καθοδηγώντας ποδοσφαιριστές που έχουν βραβευθεί με τη «Χρυσή Μπάλα»: τον Κριστιάνο Ρονάλντο, τον Λούκα Μόντριτς, τον Καρίμ Μπενζεμά. Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ, τι θα είχε καταφέρει αν ήταν προπονητής -για παράδειγμα- της Αλμερία.

Είναι ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μεγάλοι παίκτες του παρελθόντος όταν γίνονται προπονητές. Περιμένουν από ποδοσφαιριστές που το ταλέντο τους δεν συγκρίνεται με το δικό τους, να κάνουν στο γήπεδο τα ίδια πράγματα που έκαναν εκείνοι. Κάποτε ο Γκλεν Χοντλ έγινε έξαλλος με τους παίκτες του στην εθνική Αγγλίας, επειδή τους ήταν αδύνατο να εφαρμόσουν μια οδηγία που του φαινόταν απλή.

Ο καλύτερος μαθητής δεν θα γίνει, απαραιτήτως, καλός δάσκαλος. Η δουλειά του ποδοσφαιριστή είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του προπονητή, ο οποίος σήμερα καλείται να παίξει έναν πολυσύνθετο ρόλο μάνατζερ. Να διοικήσει μια ομάδα ανθρώπων, να διαχειριστεί τα αποδυτήρια, τους παράγοντες του συλλόγου και τα media, να οργανώσει το ποδοσφαιρικό τμήμα, να επιβάλει πειθαρχία, να βρει και να διδάξει ένα σύστημα παιχνιδιού που θα αναδεικνύει τις αρετές των παικτών του, να τους εμψυχώνει, να τους δίνει κίνητρα.

Οι παίκτες της Μπέρμιγχαμ, αν και δεν ήθελαν να αποχωριστούν τον Γιούστας, υποδέχθηκαν τον Ρούνεϊ με τον προσήκοντα σεβασμό. Αλλά, όπως σημειώνουν οι Times, η πίστη των ποδοσφαιριστών στο πρόσωπο του προπονητή τους χάνεται όταν αντιληφθούν πως δεν μπορεί να βρει τις λύσεις που περιμένουν από εκείνον. Τότε, τα τρόπαια, τα ρεκόρ, η φήμη και η δόξα του προϊσταμένου τους, παύουν να έχουν σημασία.

Στην πρώτη του δουλειά ως προπονητής ο Ρούνεϊ κατάφερε να κρατήσει την Ντέρμπι στην Τσάμπιονσιπ, όμως την επόμενη σεζόν η ομάδα του υποβιβάστηκε. Παραιτήθηκε, το καλοκαίρι του 2022. Στη συνέχεια ανέλαβε την Ντι Σι Γιουνάιτεντ, στην οποία είχε αγωνιστεί στο παρελθόν. Απέτυχε να την οδηγήσει στα πλέι-οφ του MLS, και τον περασμένο Οκτώβριο απολύθηκε. Θαμπωμένος από τη μυθική πορεία που είχε διαγράψει ως παίκτης, ο Βάγκνερ τον προσέλαβε στην Μπέρμιγχαμ. Ογδόντα τρεις μέρες μετά, ο Ρούνεϊ ψάχνει πάλι για δουλειά.

Δεν έχει καμία ανάγκη να εργαστεί – τα χρήματα δεν του λείπουν. Ωστόσο, ο ανταγωνιστικός του χαρακτήρας δεν του επιτρέπει να καταφύγει στο ασφαλές περιβάλλον ενός τηλεοπτικού στούντιο, όπως ο Νέβιλ, ο Κάραγκερ και πολλοί άλλοι. Θα επιμείνει. Και, όπως σχολιάζουν οι Times, πάντα θα υπάρχουν ιδιοκτήτες συλλόγων πρόθυμοι να γίνουν εργοδότες ενός θρύλου των βρετανικών γηπέδων.