Μοιάζει περισσότερο με κινηματογραφικό αστέρα, από αυτούς που επισκέπτονται τακτικά τις Κάννες (τη γενέτειρά του), παρά με προπονητή ποδοσφαίρου. Είναι ψηλός, με πλούσια, ξανθά μαλλιά, γαλανά μάτια και κατάλευκα δόντια, και φοράει πάντοτε –από το 2010 κι έπειτα– ένα λευκό, στενό πουκάμισο. Οχι για να τονίζει το γυμνασμένο του κορμί, αλλά για γούρι, όπως ο ίδιος έχει εξομολογηθεί. Είναι μαυρισμένος χειμώνα – καλοκαίρι και δεν βγαίνει από το σπίτι χωρίς να… λουστεί με την κολώνια του.
Αν και Γάλλος, το όνομα του Ερβέ Ρενάρ ήταν άγνωστο στην Ευρώπη και στην Αμερική. Μέχρι την περασμένη Τρίτη, που η ομάδα του, η Σαουδική Αραβία, νίκησε την Αργεντινή του Λιονέλ Μέσι, γράφοντας μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στα χρονικά των Παγκοσμίων Κυπέλλων. Ολα τα προηγούμενα κατορθώματά του επιτεύχθηκαν στην Αφρική, την αθέατη πλευρά του ποδοσφαίρου.
Το όνειρό του δεν ήταν να γίνει προπονητής, αλλά ένας σπουδαίος παίκτης που θα έκανε όλον τον κόσμο να μιλάει γι’ αυτόν. Το 1983, στα 15 του, υπέγραψε δελτίο στις Κάννες, όπου αγωνίστηκε επί μια επταετία ως αμυντικός. Αλλά καθώς τα χρόνια περνούσαν καταλάβαινε όλο και περισσότερο ότι δεν είχε τα φόντα να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω από ποδοσφαιριστή Γ’ Κατηγορίας. Το μόνο παράσημο που απέκτησε έως το 1998, που αποσύρθηκε, ήταν πως υπήρξε συμπαίκτης με τον Ζινεντίν Ζιντάν τη σεζόν 1989-1990. Ο «Ζιζού» βρισκόταν τότε στο κατώφλι της ενηλικίωσης.
Συνέχισε να παίζει μπάλα μέχρι τα 30, κυρίως για το κέφι του. Επρεπε, όμως, να κάνει και μια δουλειά για βιοπορισμό. Ιδρυσε, λοιπόν, μια μικρή εταιρεία καθαρισμού κτιρίων και για σχεδόν μία δεκαετία ακολουθούσε πιστά ένα καθημερινό πρόγραμμα, σαν ρομπότ. Ξυπνούσε στις 4 τα ξημερώματα, καθάριζε τα σπίτια, τα γραφεία ή τα καταστήματα των πελατών του μέχρι το μεσημέρι και νωρίς το απόγευμα πήγαινε στην προπόνηση. Από κάποια στιγμή κι έπειτα ως κόουτς της Ντραγκινιάν, μιας ερασιτεχνικής ομάδας έκτης κατηγορίας της Γαλλίας, στην οποία είχε κλείσει την ποδοσφαιρική του καριέρα.
Τα πρώτα του μαθήματα στην προπονητική τα πήρε από τον Κλοντ λε Ρουά, έναν γυρολόγο τεχνικό που εκτίμησε το ταλέντο και τον χαρακτήρα του και έγινε ο ποδοσφαιρικός του πατέρας. Τον πήρε για βοηθό του στην Κίνα, στη Σανγκάι Κόσκο, του βρήκε δουλειά στο Βιετνάμ, αργότερα των προσέλαβε ως συνεργάτη του στην εθνική ομάδα της Γκάνας. Στα μεσοδιαστήματα ο Ρενάρ δοκίμασε την τύχη του σε μικρές γαλλικές ομάδες και στην αγγλική Κέιμπριτζ, όμως δεν στέριωσε πουθενά. Το πεπρωμένο του ήταν η Αφρική.
Το 2008, ο Λε Ρουά τον συνέστησε στην ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Ζάμπια για τη θέση του επικεφαλής προπονητή της εθνικής ομάδας. Στα 40 του, ο Ρενάρ άρχισε να δουλεύει το πρώτο του θαύμα. Το 2010 οδήγησε τη Ζάμπια στην τελική φάση του Κυπέλλου Εθνών Αφρικής, για πρώτη φορά έπειτα από 14 χρόνια. Εφυγε για λίγο, για να επιστρέψει το 2011. Ηταν η ώρα για τον δεύτερο, ακόμη μεγαλύτερο, άθλο του.
Το 2012, η χώρα αυτή, που δεν είχε σπουδαία παράδοση στην μπάλα, κατέκτησε το παρθενικό της Κόπα Αφρικα κερδίζοντας την Ακτή Ελεφαντοστού (του Ντιντιέ Ντρογκμπά) στα πέναλτι, σε μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις όλων των εποχών. Εκείνη η επιτυχία καθόρισε τις ενδυματολογικές επιλογές του, όπως έχει πει σε συνέντευξή του: «Εκτοτε, το λευκό πουκάμισο δεν το αποχωρίστηκα, ούτε πρόκειται να το αλλάξω στο μέλλον. Βεβαίως, το πλένω μετά από κάθε παιχνίδι».
Το 2015 τον βρήκε προπονητή της ομάδας που είχε πληγώσει πριν από τρία χρόνια. Η Ακτή Ελεφαντοστού νίκησε την Γκάνα στον τελικό, πάλι στα πέναλτι, και ο Ρενάρ έγινε ο πρώτος τεχνικός που σήκωσε το σπουδαιότερο τρόπαιο του αφρικανικού ποδοσφαίρου για δύο διαφορετικές χώρες. Κάτι πολύ παραπάνω: ένας μύθος για τους Αφρικανούς. Ο «λευκός μάγος» –έτσι τον αποκαλούσαν–, που μπορούσε να κατορθώσει το ακατόρθωτο.
Η καλή του φήμη έφτασε μέχρι τη Γαλλία. Η Λιλ τού πρότεινε συνεργασία και εκείνος δέχτηκε. Απέτυχε, όμως, παταγωδώς και επέστρεψε στην Αφρική, για να προσθέσει στο βιογραφικό του άλλο ένα επίτευγμα. Το 2016 ανέλαβε το Μαρόκο και το 2017 το οδήγησε στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2018, για πρώτη φορά έπειτα από δύο δεκαετίες. Η μαροκινή ποδοσφαιρική ομοσπονδία τού πρότεινε επέκταση της συνεργασίας τους έως το 2022, όμως εκείνος δεν «άραξε» στην επιτυχία του. Αναζήτησε μια νέα πρόκληση.
Τη βρήκε το 2018 στη Σαουδική Αραβία. Οταν ο Ρενάρ αφίχθη στο Ριάντ, η εθνική ομάδα της ήταν ένας… σάκος του μποξ στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Στην πρεμιέρα του προηγούμενου Μουντιάλ, η οικοδέσποινα Ρωσία την είχε συντρίψει με 5-0. Εφέτος, στο Κατάρ, στο πρώτο παιχνίδι της νίκησε (2-1) κοτζάμ Αργεντινή και την έστειλε στην κόλαση. Αντιμετώπισε τον Μέσι και την παρέα του με αξιοθαύμαστο θάρρος.
Οπου κι αν πηγαίνει για να εργαστεί, ο Γάλλος προσπαθεί να πείσει τους παίκτες του ότι «στο ποδόσφαιρο τίποτα δεν είναι απίθανο να συμβεί». Είναι και ταπεινόφρων. Μετά την πιο εκκωφαντική επιτυχία της καριέρας του δεν δίστασε να παραδεχθεί πως, για να νικήσει η Σαουδική Αραβία την Αργεντινή, «ευθυγραμμίστηκαν οι πλανήτες».