Η Μπάγερν είναι βέβαιη πρωταθλήτρια Γερμανίας, για ένατη διαδοχική σεζόν, και η Αουγκσμπουργκ έχει, ήδη, αποφύγει τον υποβιβασμό – δεν διεκδικεί τίποτα περισσότερο. Η σαββατιάτικη (16:30) αναμέτρησή τους στο Μόναχο, στην τελευταία αγωνιστική της εφετινής Μπουντεσλίγκα, θα ήταν εντελώς αδιάφορη, αν ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι δεν απείχε μόλις ένα γκολ από την κατάρριψη ενός ρεκόρ που «αντέχει» μισόν αιώνα τώρα.
Το 1971-1972 ο Γκερντ Μίλερ, από τους πιο φημισμένους σκόρερ όλων των εποχών, είχε πετύχει (με τη φανέλα της Μπάγερν κι αυτός) 40 τέρματα – τα περισσότερα σε μια αγωνιστική περίοδο στα χρονικά του γερμανικού πρωταθλήματος. Εκείνη τη χρονιά, μάλιστα, είχε κατακτήσει και το «Χρυσό Παπούτσι» της Ευρώπης, αφήνοντας ένα γκολ πίσω τον «δικό μας», Αντώνη Αντωνιάδη. Επί 49 ολόκληρα χρόνια η επίδοση αυτή παρέμεινε απλησίαστη. Λίγοι πίστευαν πως θα μπορούσε, κάποτε, να ξεπεραστεί. Υπολόγιζαν, όμως, χωρίς τον πολωνό φορ. Ο Λεβαντόφσκι την ισοφάρισε το περασμένο Σάββατο (στο ματς εναντίον της Φράιμπουργκ), και είχε μπροστά του 90 λεπτά για να γράψει ιστορία. Και την έγραψε, πετυχαίνοντας το 41ο γκολ του!
Ενας άλλος Μίλερ, ο Τόμας, σύγχρονη δόξα των Βαυαρών, διαβεβαίωσε πως ο ίδιος και οι συμπαίκτες του δεν θα χαλαρώσουν. Θα βοηθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις τον «Λέβι» να βελτιώσει το «στοιχειωμένο» ρεκόρ κατά ένα, ή και περισσότερα, γκολ. Εχει ιδιαίτερη σημασία, που το υποσχέθηκε ο κορυφαίος σε ασίστ παίκτης στην εφετινή Μπουντεσλίγκα. Από τις 19 που έχει μοιράσει, οι πιο πολλές αξιοποιήθηκαν από τον 32χρονο Πολωνό. Που γεννήθηκε σχεδόν δέκα χρόνια μετά το 365ο και τελευταίο γκολ του Γκερντ Μίλερ στο γερμανικό πρωτάθλημα (18 Νοεμβρίου 1978).
Λεβαντόφσκι και (Γκερντ) Μίλερ αντιπροσωπεύουν δύο εντελώς διαφορετικούς τύπους σέντερ φορ. Ο Λεβαντόφσκι, σχετικά ψηλός (1,84) και αδύνατος, σκοράρει με κάθε πιθανό τρόπο. Κι αν βρει κενό χώρο, είναι ασταμάτητος. Ο Μίλερ, κοντός (1,75) και γεροδεμένος, ήταν ο κλασικός «κυνηγός» περιοχής. Η κίνησή του -υποδοχή της μπάλας με την πλάτη γυρισμένη στην αντίπαλη εστία, στροφή 180 μοιρών και σουτ- ήταν βαρετά προβλέψιμη (αλλά απίστευτα αποτελεσματική) και τα γκολ με το κεφάλι… συλλεκτικά. Εχουν, όμως, και πολλές ομοιότητες.
Οπως ο Μίλερ, ο Λεβαντόφσκι κάνει το γκολ να φαίνεται τόσο εύκολη υπόθεση… Οπως ο Μίλερ, μπορεί να είναι «άφαντος» στο γήπεδο, αλλά να σκοράρει μια, δύο και τρεις φορές. Με μια επαφή. Οπως ο Μίλερ, είναι «άπληστος» σε ό,τι αφορά το γκολ. Το υπογράμμισε, προσφάτως, και ο παλιός «άσος» της Μπάγερν, Πόλ Μπράιτνερ, στην επίσημη ιστοσελίδα του γερμανικού συλλόγου: «Μόνον ο Γκερντ (Μίλερ) ήταν τόσο… αχόρταγος (όσο ο Λεβαντόφσκι). Ποτέ δεν έδειχνε ευχαριστημένος, όσα τέρματα κι αν έβαζε. Είχε σκοράρει εννιά; Εψαχνε με μανία το δέκατο!».
Ενα, ακόμη, κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η επιφυλακτικότητα με την οποία το ποδόσφαιρο τους υποδέχτηκε στα πρώτα τους βήματα. Οταν ο Λεβαντόφσκι ήταν 18 ετών, η Λέγκια τον έδιωξε από τις ακαδημίες της. Εβαλε μια γραμματέα να του τηλεφωνήσει, και να του ανακοινώσει ότι δεν έχει ταλέντο για να παίξει μπάλα σε υψηλό επίπεδο. Ακόμη κι όταν πήγε στην Ντόρτμουντ, ως πρώτος σκόρερ του πολωνικού πρωταθλήματος, στην αρχή ήταν «ρεζέρβα» του Λούκας Μπάριος και του Σίντζι Κάγκαβα (που τώρα ανήκει στον ΠΑΟΚ). Ψιλόλιγνος και αγύμναστος όπως ήταν, δεν «έπειθε» κανέναν – ο προπονητής του στη Βαρσοβία, Κριστόφ Σικόρσκι, τον πίεζε να τρώει όσα περισσότερα σάντουιτς με μπέικον μπορούσε. Ο Μίλερ, πάλι, είχε πολύ κοντά πόδια και ήταν παχουλός. Ο πρώτος του προπονητής, Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι (εργάστηκε και στην ΑΕΚ), είχε δηλώσει πως δεν χρειαζόταν στην ομάδα… αρσιβαρίστα, αλλά ποδοσφαιριστή.
Και οι δύο, πάντως, πήραν την εκδίκησή τους. Ο Μίλερ έγινε ο «Der bomber der nation» (ο εθνικός βομβαρδιστής) των Γερμανών, πετυχαίνοντας 735 γκολ από το 1962 έως το 1981. Ο Λεβαντόφσκι έγινε LeawaGOALski, συνώνυμο του γκολ. Πολλοί, μάλιστα, τον θεωρούν ως τον κορυφαίο σέντερ-φορ της τελευταίας δεκαετίας. Το όνομά του φιγουράρει και στο Βιβλίο των Ρεκόρ (Γκίνες), για ‘κείνο το απίθανο κατόρθωμά του, τον Σεπτέμβριο του 2015, να πετύχει πέντε γκολ μέσα σε εννέα λεπτά (σε βάρος της Βόλφσμπουργκ), σε αγώνα για το γερμανικό πρωτάθλημα, προερχόμενος από τον πάγκο των αναπληρωματικών.
Στην εξέλιξή του συνέβαλε καθοριστικά και η συνεργασία του με δύο προπονητές – απόστολους του επιθετικού ποδοσφαίρου, τον Γίργκεν Κλοπ και τον Πεπ Γκουαρντιόλα. Από τη σεζόν 2014-2015 κι έπειτα, ο Πολωνός γίνεται ολοένα και πιο αποτελεσματικός, όσο «γερνάει». Τα τέσσερα τελευταία χρόνια είναι ο πρώτος σκόρερ στη Γερμανία. Πέρυσι, στα 31 του, έκανε μια καταπληκτική χρονιά, με 55 γκολ σε 47 ματς, και αναδείχθηκε αρχισκόρερ σε τρεις διοργανώσεις (Τσάμπιονς Λιγκ, Μπουντεσλίγκα, Κύπελλο Γερμανίας). Για να τιμηθεί, δικαίως, με το βραβείο της FIFA «The Best 2020». Εάν η «Χρυσή Μπάλα» του France Football δεν έπεφτε θύμα του κορονοϊού, πιθανότατα θα κατέληγε κι αυτή στα χέρια του. Κι εφέτος, αν και όλο τον Απρίλιο ήταν τραυματίας, έγραψε 40 γκολ και 7 ασίστ στην Μπουντεσλίγκα, σε 28 συμμετοχές, και πέντε γκολ στο Τσάμπιονς Λιγκ, σε 6 αγώνες.
Στις 8 Μαϊου, στο ματς εναντίον της Γκλάντμπαχ, συμπλήρωσε 200 γκολ με τη φανέλα Μπάγερν. Εγινε μόλις ο τρίτος παίκτης στα χρονικά του γερμανικού πρωταθλήματος (μετά τον Γκερντ Μίλερ και τον Κλάους Φίσερ) που «σπάει το φράγμα» των 250 τερμάτων, και είναι ο δεύτερος σκόρερ όλων των εποχών στην Μπουντεσλίγκα (275 γκολ). Επίσης, ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής Πολωνίας (66 γκολ), και ο τρίτος στο Τσάμπιονς Λιγκ (73 γκολ).
Αν, το Σάββατο, ο 76χρονος Γκερντ Μίλερ τον έβλεπε να καταρρίπτει το ρεκόρ του, σίγουρα θα τον αναγνώριζε ως τον διάδοχό του. Δυστυχώς, όμως, ο μεγαλύτερος «γκολτζής» των ’60s και των ’70s περνάει τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής του.