Ένα παραμύθι με κακό τέλος

Το δράμα με την αποχώρηση του Γιάννη Αναστασίου από τον πάγκο του Παναθηναϊκού έχει κάτι το μεταφυσικό αλλά τελικά εξηγείται πολύ απλά.

protagon.import

Στους 29 μήνες που κάθισε στον πάγκο τού Παναθηναϊκού, ο Γιάννης Αναστασίου κατάφερε το ακατόρθωτο: να αποθεωθεί στην πρώτη του σεζόν, δημιουργώντας μια ομάδα που έβγαζε μάτια με πιτσιρικάδες και μετεγγραφές χαμηλού κόστους, και να απολυθεί -εν μέσω γενικής κατακραυγής- στην τρίτη, όταν το «Μνημόνιο του Αλαφούζου» είχε χαλαρώσει, πια, και το τριετές πλάνο προέβλεπε την επιστροφή του Τριφυλλιού στο υψηλό αγωνιστικό επίπεδο, στο οποίο ιστορικά ανήκει. Όμως, στο ποδόσφαιρο τίποτα δεν είναι μεταφυσικό. Με μια προσεκτική ματιά, όλα βρίσκουν την εξήγησή τους.

Το καλοκαίρι του 2013, η αποστολή τού Αναστασίου ήταν πολύ εύκολη… τόσο δύσκολη που ήταν. Στο προπονητικό κέντρο συνάντησε μόνο κάτι αμούστακα παιδιά, που φιλοδοξούσαν να γίνουν ποδοσφαιριστές, και -από επαγγελματίες- μόνο τον τερματοφύλακα Κοτσόλη. Ο Αλαφούζος είχε βρει τον Παναθηναϊκό εγκαταλειμμένο από τους ιδιοκτήτες του και ετοιμοθάνατο, χωρίς παίκτες και με άδειο ταμείο, και αναζητούσε άλλον έναν… τρελό, να κάνει τον προπονητή, μπας και συνεφέρουν το πτώμα. Ο «τρελός Νο 2», ο Αναστασίου, δέχτηκε να αρχίσει την προπονητική του καριέρα κλείνοντας τ' αυτιά του στη λογική, που του φώναζε να μην μπλέξει με το αδύνατο.

Με άλλον έναν παλιό ποδοσφαιριστή δίπλα του, τον Νταμπίζα, και όσες μετεγγραφές μπορούσαν να γίνουν (Μπεργκ, Αμπέντ, Καρέλης, Νάνο, Σίλντενφελντ) -οι οποίες «βγήκαν», είναι αλήθεια- έπειτα από τις πρώτες (αναμενόμενες) «καρπαζιές», η δουλειά άρχισε να φαίνεται στο χορτάρι. Οι οπαδοί έβλεπαν την ομάδα τους να ζωντανεύει και της συμπαραστέκονταν με κάθε τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το παρατεταμένο χειροκρότημά τους στη Λεωφόρο, μετά την ήττα τότε από τον Ολυμπιακό…

Είναι απίστευτο, τι μπορούν να κατορθώσουν οι προπονητές και οι παίκτες, όταν δεν φοβούνται να χάσουν. Στο δεύτερο μισό εκείνης της χρονιάς, ο Παναθηναϊκός έπαιξε την καλύτερη μπάλα στην Ελλάδα, με κορυφαία στιγμή το 3-0 επί του Ολυμπιακού στο «Γ. Καραϊσκάκης» και κατάληξη την κατάκτηση του Κυπέλλου (4-1 τον ΠΑΟΚ). Το «Ίου-Ίου-Αναστασίου» δονούσε τους Αμπελόκηπους και το project προχωρούσε ανέλπιστα καλά.

Το τίμημα της επιτυχίας ήταν διπλό: ο Αλαφούζος έκρινε οτι δεν χρειάζονται περιττά έξοδα για την ενίσχυση τής ομάδας, ενώ ο Αναστασίου ένιωσε, για πρώτη φορά, τον φόβο της αποτυχίας. Επειδή, πλέον, στον Παναθηναϊκό υπήρχαν προσδοκίες. Τα (πραγματικά) δύσκολα μόλις άρχιζαν…

Αλλαγές στο ρόστερ δεν έγιναν πολλές, και οι λίγες προσθήκες δεν απέδωσαν – εκτός από εκείνη του Στιλ. Ο Αναστασίου δεν επέμεινε για μετεγγραφές -μάλλον επειδή ένιωθε ένα είδος ηθικής υποχρέωσης προς τον Αλαφούζο, που τον έκανε πρώτο προπονητή, και ντράπηκε να τον στριμώξει-, ενώ ο Νταμπίζας διαφώνησε και αποχώρησε. Διοίκηση και προπονητής έπεσαν στην ίδια «παγίδα»: Πίστεψαν ότι η δεύτερη χρονιά θα είναι καλύτερη, αφού η προηγούμενη αποδείχτηκε «σούπερ», κάτω από πιο δύσκολες συνθήκες.

Αυτή τη φορά, Αναστασίου και παίκτες ήταν υποχρεωμένοι να νικούν, και μάλιστα, χωρίς η ομάδα να έχει ενισχυθεί σημαντικά. Έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλά το άγχος ήταν αβάσταχτο. Το επιθετικό ποδόσφαιρο έγινε αίφνης αμυντικό – και ο Παναθηναϊκός, που παρήγαγε τη μία τελική προσπάθεια μετά την άλλη, έγινε ομάδα του… 1-0. Νίκησε πάλι τον Ολυμπιακό, αυτή τη φορά στη Λεωφόρο, αλλά η αφαίρεση τριών βαθμών για επεισόδια, εξαφάνισε τις όποιες ελπίδες για τίτλο. Και όταν όλα είχαν τελειώσει, το Τριφύλλι, απελευθερωμένο πάλι από το «πρέπει» του αποτελέσματος, έκανε περίπατο στα play off: πέντε σερί νίκες, με αντιπάλους τον ΠΑΟΚ, τον Αστέρα και τον Ατρόμητο… Τυχαίο; Δεν νομίζω.

Εφέτος ο Παναθηναϊκός, αν και στην πιο ακριβή έκδοσή του, είναι -μέχρι στιγμής- ο χειρότερος της τελευταίας τριετίας. Ακούγεται τρελό, αλλά είναι απολύτως εξηγήσιμο. Μετά τις οικονομικές υπερβάσεις που έγιναν το καλοκαίρι, κυρίως με την απόκτηση του Εσιέν και του Σάντσεθ, ο πήχης ανέβηκε πάλι. Πιο ψηλά, αυτή τη φορά.

Ειπώθηκε η (απαγορευμένη για πολύ καιρό) λέξη «πρωτάθλημα» και μπήκαμε στην τρίτη χρονιά τού project Αλαφούζου, που προέβλεπε την επιστροφή τής ομάδας στην κορυφή. Ο Αναστασίου προσπάθησε να υπηρετήσει τον νέο, δυσκολότερο στόχο, με τον Εσιέν να μην έχει παίξει ούτε λεπτό, τον Σάντσεθ να προσπαθεί ακόμη να βρει τα πατήματά του, και τις υπόλοιπες μετεγγραφές να έχουν βοηθήσει ελάχιστα (έως καθόλου). Ουσιαστικά, με την παλιά ομάδα. Κι από το άγχος του, έχασε την μπάλα. Μαζί του, η ομάδα ολόκληρη.

Προσπαθώντας να βγει από το αδιέξοδο, ο Γιάννης Αναστασίου βυθίστηκε σε αυτό ακόμα περισσότερο, και αδίκησε τον εαυτό του κι όλα όσα πρόσφερε στον Παναθηναϊκό, στις πιο δύσκολες στιγμές του. Η αποτυχία του, όμως, έχει τρία ελαφρυντικά:

  1. Tα μετεγγραφικά «εγκλήματα» που έγιναν το καλοκαίρι, από τον Φύσσα και τον Βόκολο. Οι ευθύνες δεν έφτασαν, ακόμη, σε αυτούς. Παντού και πάντα, ο προπονητής… εκτελείται πρώτος.
  2. Tην απειρία του. Κανείς δεν δείχνει να το θυμάται σήμερα, αλλά ο Αναστασίου, στον Παναθηναϊκό έγινε (πρώτος) προπονητής. Γι' αυτό δούλεψε πολύ, αλλά δεν έκανε τη δουλειά που έπρεπε. Ο προπονητής πρέπει να φτιάχνει αθλητές, να διδάσκει έναν τρόπο παιγνιδιού, να βγάζει στο γήπεδο μια ομάδα με ξεκάθαρη αγωνιστική ταυτότητα (συμβατή, βεβαίως, με τα ατομικά χαρακτηριστικά των ποδοσφαιριστών που έχει στη διάθεσή του), να εξηγεί στους παίκτες του πώς πρέπει να αντιδράσουν σε κάθε τι που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο παιχνίδι, και να εξασφαλίζει την πειθαρχία στα αποδυτήρια. Αν τα κάνει όλα αυτά ο κόουτς, μέσα στην εβδομάδα, την ώρα τού αγώνα μπορεί να… πάει για ψάρεμα.
  3. Tην εχθρική διάθεση τού κόσμου απέναντί του. Στην πραγματικότητα, η κλεψύδρα τού Αναστασίου άρχισε να αδειάζει εκείνο το βράδυ της 27ης Αυγούστου, στο άτυχο ματς με την Καμπάλα. Ο Αλαφούζος, που ακόμα και τώρα τον εκτιμά και τον θαυμάζει, τον στήριξε μέχρι παρεξηγήσεως. Όμως, αλίμονο. Οι πρόεδροι αποφασίζουν μόνο για την πρόσληψη των προπονητών. Για το τέλος τους, αποφασίζουν τα αποτελέσματα και οι οπαδοί.