Πριν από 20-25 χρόνια ήταν η φωτογραφία του Νίκου Μαχλά, που κρεμόταν περήφανα στους τοίχους των ελληνικών εστιατορίων στην Ολλανδία. Οι ολλανδοί φίλαθλοι, πρώτα της Φίτεσε κι έπειτα του Αγιαξ, τον είχαν λατρέψει. Μέχρι συρτάκι χόρευαν για πάρτι του, υπό τους ήχους του «Ζορμπά». Σήμερα, στους ίδιους τοίχους θα συναντήσεις την εικόνα ενός άλλου παιδιού από την Κρήτη: του Γιώργου Γιακουμάκη, που πρωταγωνιστεί στην Ερεντιβίζιε (πρωτάθλημα Α’ Κατηγορίας Ολλανδίας) όπως, τότε, το ίνδαλμά του. Ενας ευρηματικός έλληνας του Φένλο τον περιέλαβε και στο μενού της ταβέρνας του. Το «πιάτο του Γιακουμάκη» (γύρος, μπιφτέκι και τζατζίκι) έχει γίνει… must στην περιοχή.
Ο 26χρονος Γιακουμάκης μετακόμισε στη μικρή πόλη των 120.000 κατοίκων και φόρεσε την κιτρινόμαυρη φανέλα της ομώνυμης τοπικής ομάδας, Φένλο, μόλις τον περασμένο Αύγουστο. Μέσα σε πέντε μήνες η φήμη του ως σπουδαίου «γκολτζή» εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα 21 του τέρματα σε 20 ματς τον κατατάσσουν πρώτο στη λίστα των σκόρερ της ολλανδικής λίγκας (ο δεύτερος της σχετικής λίστας, ο Ντανίλο της Τβέντε, απέχει 10 γκολ) και μεταξύ των κορυφαίων «στράικερ» των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, κοντά στον Κριστιάνο, τον Χάαλαντ και τον Εμπαπέ).
Το περασμένο Σάββατο σκόραρε ξανά, στην εκτός έδρας ήττα (3-2) της Φένλο από τη Φορτούνα Σίταρντ. Στον προηγούμενο αγώνα του, εναντίον της (διεκδικήτριας του τίτλου) Φίτεσε, σημείωσε και τα τέσσερα γκολ της ομάδας του. Ηταν η δεύτερη φορά που συμπλήρωσε «καρέ» τερμάτων – το είχε κάνει και σε βάρος της Ντεν Χάαγκ (4-1). «Το πρωτάθλημα στην Ολλανδία έχει χαμηλότερο βαθμό δυσκολίας», θα ισχυριστεί κάποιος. Σωστά. Αλλά μόνον ο Λουίς Σουάρες είχε πετύχει τέσσερα γκολ σε ένα ματς της ολλανδικής λίγκας στον αιώνα που διανύουμε. Και μόνον ο Τόνι φαν ντερ Λίντεν (τη σεζόν 1956-1957) είχε συπληρώσει 20 γκολ πιο γρήγορα από τον Γιακουμάκη, που χρειάστηκε 19 παιχνίδια – ένα παραπάνω. Ο τελευταίος παίκτης που τα κατάφερε σε 19 αγωνιστικές ήταν ο Ρουντ φαν Νίστελροϊ πριν από 21 χρόνια.
Το κοπέλι από το Ηράκλειο έχει πετύχει 21 από τα 34 γκολ της ομάδας του, και δεν θα αργήσει να γράψει ιστορία ως ο πρώτος σκόρερ της Φένλο σε μία σεζόν. Ο Χανς Σλέβεν, που κατέχει το ρεκόρ από το 1959, είχε μετρήσει 24 τέρματα. Τα ποσοστά ευστοχίας του Γιώργου ανά τελική προσπάθεια, αλλά και οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους στέλνει την μπάλα στα αντίπαλα δίχτυα, εντυπωσιάζουν. Οι άνθρωποι της Φένλο έχουν ξετρελαθεί μαζί του. Ακόμα δεν μπορούν να πιστέψουν ότι απέκτησαν έναν τέτοιον «killer» με μόλις 250.000 ευρώ. Κανένας από τους προηγούμενους αρχισκόρερ του ολλανδικού πρωταθλήματος δεν κόστισε τόσο φτηνά.
Η ΑΕΚ, που τον πούλησε όσο – όσο για να τον ξεφορτωθεί, θα το έχει μετανιώσει πικρά. Ο Γιακουμάκης είναι κλασική περίπτωση ταλέντου που δεν εκτιμήθηκε και δεν καλλιεργήθηκε σωστά στα μέρη μας. Από τον Ιούνιο του 2017, που υπέγραψε συμβόλαιο στην «Ενωση», μέχρι το 2019, που παραχωρήθηκε ως δανεικός (πρώτα στον ΟΦΗ και, στη συνέχεια, στην Γκόρνικ Ζάμπρζε), ελάχιστα ασχολήθηκαν μαζί του. Χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ως αλλαγή, και σχεδόν ποτέ δεν πήρε διαδοχικές ευκαιρίες ως βασικός. Τον Φεβρουάριο του 2018 ήρθε από τον πάγκο για να σκοράρει, στις καθυστερήσεις, το «χρυσό» γκολ της νίκης της ΑΕΚ επί του Ολυμπιακού στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης», αλλά στο επόμενο ματς δεν έπαιξε ούτε ως αλλαγή! Στην αρχή της θητείας του διάλεξε τη φανέλα με το «11», κι έπειτα του την πήραν πίσω, όταν τη ζήτησε ο Αραούχο. Ποτέ δεν του έδειξαν την εμπιστοσύνη που είχε ανάγκη, ώστε να αποκτήσει αυτοπεποίθηση.
Ο τεχνικός διευθυντής της Φένλο διέγνωσε το ταλέντο του από την τηλεόραση, ενώ βρισκόταν σε κάποιο μπαρ. Δεν τον απασχόλησε η στατιστική του παίκτη. Εστίασε σε άλλα στοιχεία του: στο καλό του άλμα, στη δύναμή του, στις σωστές τοποθετήσεις του μέσα στην αντίπαλη περιοχή και, κυρίως, στο ότι ήταν «εκτελεστής της μιας επαφής». Τον πέρασε και από δύο συνεντεύξεις, για να σκανάρει την προσωπικότητά του. Κι όταν βεβαιώθηκε ότι ταίριαζε στο περιβάλλον της Φένλο, ο σύλλογος επένδυσε πάνω του χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Ο Γιακουμάκης ενίσχυσε τα δυνατά του σημεία, έχοντας πάντα δίπλα του έναν από τους βοηθούς του προπονητή. Του δόθηκε ο χρόνος συμμετοχής που χρειαζόταν. Μέχρι και ο σχηματισμός της ομάδας άλλαξε, για να τον διευκολύνει στις κινήσεις του. Ενιωσε οτι τον υπολογίζουν, κι αυτό του έδωσε «φτερά». Ξαναβρήκε τη χαρά του παιχνιδιού. Εκεί που μετρούσε 26 τέρματα σε ολόκληρη την καριέρα του (και τρία με την ΑΕΚ σε 48 αναμετρήσεις, από τότε που πάτησε το πόδι του στην Ολλανδία έχει σκοράρει 24 γκολ σε 22 ματς, σε όλες τις διοργανώσεις.
Ο παίκτης που για την ΑΕΚ ήταν «βάρος», πραγματοποιεί μια ονειρεμένη σεζόν. Οι Ολλανδοί στατιστικολόγοι του ποδοσφαίρου πιστεύουν πως, αν συνεχίσει με αυτούς τους ρυθμούς, εφέτος θα ξεπεράσει τα 35 γκολ. Και η As έχει, ήδη, βάλει το όνομά του στην ίδια πρόταση με εκείνα του Ρομάριο, του Ιμπραΐμοβιτς και του Σουάρες, που στις αρχές της καριέρας τους έλαμψαν στο ολλανδικό πρωτάθλημα.