Υπάρχουν… δυο Παναθηναϊκοί – δεν εξηγείται αλλιώς. Ο ένας είναι αυτός του ΟΑΚΑ. Αυτός που την περασμένη Τετάρτη κατατρόπωσε (76-70) την ανακαινισμένη Μπαρτσελόνα, η οποία είχε έρθει στην Αθήνα με πέντε σερί νίκες στις αποσκευές της. Της πήρε μέχρι και τα ριμπάουντ (στο συγκεκριμένο τομέα οι Καταλανοί είναι η καλύτερη ομάδα στην εφετινή Ευρωλίγκα). Ο «άλλος» Παναθηναϊκός είναι ο εκτός έδρας. Αυτός που χθες (Παρασκευή) ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από την Μπασκόνια, κι έχασε με 86-77. Που τον παρακολουθούσες να παίζει παθητικά και άτολμα, και αναρωτιόσουν πώς είναι δυνατόν, η μαχητικότητά του να εξατμίστηκε μέσα σε 48 ώρες.
Το ματς στη Βιτόρια ήταν απ’ αυτά που πρέπει να κερδίσεις, εφόσον φιλοδοξείς να πας μακριά στη διοργάνωση. Οι Βάσκοι, με μόλις δυο νίκες σε οκτώ αγώνες, έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί. Αλλά, παραδόξως, το άγχος το είχε ο Παναθηναϊκός. Μόνο μια στιγμή, στην τελευταία περίοδο, φάνηκε να πιστεύει πως θα μπορούσε να πάρει το παιχνίδι. Προσπάθησε να επιστρέψει από το -16, όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την ανατροπή. Η (μέχρι χθες) τρίτη χειρότερη επίθεση της Ευρωλίγκας, του έβαλε 86 πόντους. Με ένα απίθανο ποσοστό ευστοχίας στα τρίποντα και με τον Γεωργιανό, Τόκο Σενγκέλια (που οι Βάσκοι δημοσιογράφοι έλεγαν στους δικούς μας ότι εφέτος δεν «τραβάει»), να δίνει ρεσιτάλ στο παρκέ.
Αυτό που συμβαίνει με τον Παναθηναϊκό όταν αγωνίζεται μακριά από την Ελλάδα, αγγίζει τα όρια του παραφυσικού. Χάνει -οκτώ φορές στις δέκα- με όλους τους πιθανούς τρόπους: «ανασταίνοντας» τους αντιπάλους του (όπως χθες), παίζοντας άθλια, παίζοντας καλά, με συντριβή ή στον πόντο. Και (πάντοτε) κάνοντας εκείνος τα κρίσιμα λάθη στο τέλος του ματς. Το πρόβλημα δεν μπορεί, όλες τις φορές, να είναι αγωνιστικό. Εχει να κάνει και με την ψυχολογία των παικτών. Που, προφανώς, αυθυποβάλλονται στην ιδέα της αναπόφευκτης ήττας. Εάν, πράγματι, πιστεύουν πως «στο τέλος πάλι κάτι θα γίνει και θα χάσουμε», φταίει η έλλειψη σωστής ψυχοπνευματικής προετοιμασίας. Αρα, ο Τσάβι Πασκουάλ; Δύσκολο να το πεις. Γιατί το φαινόμενο δεν είναι εφετινό, περσινό, ή των τριών τελευταίων ετών, αλλά προηγήθηκε της άφιξης του καταλανού κόουτς στην Αθήνα. Ενα είναι βέβαιο: πως έτσι, χωρίς να μπορεί να κερδίσει ένα κρίσιμο παιχνίδι μακριά από το φρούριό του, ο Παναθηναϊκός δεν θα πλησιάσει, καν, το Final-4.
Εφέτος ήρθαν να προστεθούν δυο, ακόμη, προβλήματα. Το ένα είναι η (περιστασιακή) αδυναμία του να αμυνθεί στοιχειωδώς σοβαρά. Στη Βιτόρια επέτρεψε στην Μπασκόνια -μια από τις χειρότερες ομάδες της διοργάνωσης στο τρίποντο- να σουτάρει σχεδόν ανενόχλητη, διπλασιάζοντας το ποσοστό ευστοχίας της από τη γραμμή των 6,75μ. Φταίει μόνον η απροθυμία των παικτών του και η απουσία συγκέντρωσης; Φαίνεται πως όχι. Ωρες – ώρες είναι φανερή και η έλλειψη ενέργειας. Που είναι φυσιολογική, όταν τέσσερις από τους έξι ξένους του ρόστερ έχουν περάσει τα 33.
Το άλλο, μεγάλο πρόβλημα είναι το ντεφορμάρισμα του Καλάθη. Ο Νικ έκανε χθες μια από τις χειρότερες εμφανίσεις του την τελευταία τριετία, με μόλις δυο ασίστ (και πέντε πόντους). Ηταν αδύνατον, ο Παναθηναϊκός να νικήσει σε αγώνα της Ευρωλίγκας με κορυφαίο δημιουργό τον Βουγιούκα – με όλο τον σεβασμό στον καλό παίκτη. Οι αριθμοί αποδεικνύουν την εφετινή πτώση του 30χρονου πλέι-μέικερ, που πέρυσι κόντεψε να πάρει το βραβείο του πολυτιμότερου καλαθοσφαιριστή (της κανονικής περιόδου) στην Ευρώπη. Οι πόντοι του, από 15 έχουν κατέβει στους 9,4 (μέσος όρος ανά αγώνα), η ευστοχία του στο δίποντο στο 41% (από 56%), και στο τρίποντο στο 20% (από 29%).
Ο Κιθ Λάνγκφορντ (και ο Νίκος Παππάς στο πρώτο ημίχρονο) προσπάθησε να παίξει και για τους υπόλοιπους. Πέτυχε 33 πόντους (τους 16 μέσα σε 10 λεπτά), όμως ήταν αδύνατο να νικήσει μια ομάδα μόνος του. Ο Παναθηναϊκός οφείλει να βρει μια λύση για τα εκτός έδρας παιχνίδια του, προτού να είναι πολύ αργά. Την Παρασκευή τον περιμένει στη Μόσχα η Χίμκι του Γιώργου Μπαρτζώκα – και το πρόγραμμά του τις επόμενες έξι εβδομάδες είναι πολύ… ανηφορικό. Σε ενάμισι μήνα θα έχει φανεί, πόσες πιθανότητες έχει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα: να επιστρέψει στο Final-4.