Ήταν 1η Ιουνίου του 1978 όταν ξεκίναγε το 11ο Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου στα γήπεδα της Αργεντινής. Όταν οι παίχτες της Δυτικής Γερμανίας και της Πολωνίας έδιναν κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει. Mar del Plata, Rosario, Buenos Aires, Cordoba, Mendoza.Ταξίδι αλησμόνητο, για ένα παιδί , που μόλις είχε ολοκληρώσει, την Τετάρτη δημοτικού και που το άλμπουμ της Panini, σε χρώμα μπλέ, υπήρξε το αλφαβητάριο του, στο μαγικό κόσμο των παγκοσμίων κυπέλλων της στρογγυλής θεάς.
Tο Παγκόσμιο Κύπελλο του 78, είναι ίσως το τελευταίο Mundial, στο οποίο, τόσοι μεγάλοι μπαλαδόροι ζωγράφισαν μαζί πάνω στον πράσινο κανβά. Το τελευταίο, στο οποίο τόσοι σπουδαίοι προπονητές, πραγματικοί χορογράφοι, αντάλλαξαν – συνέκριναν πλάνα ποδοσφαιρικά, στρατηγικές νίκης. Από τη Βραζιλία του Claudio Coutinho και παίχτες όπως ο Dirceu, ο Nelinho, ο Amaral, ο Leao, ο Roberto Rivelino, ο Roberto Dinamite, ο Ziko, ο Toninho Cerezo, την Ιταλία του Enzo Bearzot με τον Dino Zoff, τον Claudio Gentile, τον Giacinto Facchetti, τον Gaetano Scirea, τον Roberto Bettega, τον Franco Causio, τον Romeo Benetti, τον Giancarlo Antognoni, τον Antonello Cuccureddu, το Περού του Marcos Calderon(πρωταθλήτρια Λατινικής Αμερικής το 75 στη Βεναζουέλα, με 1-0, κόντρα στην Κολομβία) με τους Ramon Quiroga,Teofilo Cubillas, Hector Chumpitaz, Juan Carlos Oblitas, Jaime Duarte, Hugo Sotil – ο περίφημος el Cholo, εως την Ολλανδία του Ernst Happel, με τα μυθικά ονόματα των Ruudy Krol, Johnny Rep, Roby Rensenbrink, Johan Neeskens, Wim Suurbier, Wim Rijsbergen, Arie Haan, Rene και Willy Van de Kerkhof.
Και όμως, στυγνοί κονδυλοφόροι, έσταξαν χολή και αμαύρωσαν με τη πένα τους το απόλυτο τουρνουά ποδοσφαιρικού ταγκό, που δυστυχώς, η εποχή του σύγχρονου ποδοσφαίρου απαγορεύει ρητά και αμετάκλητα την επιστροφή του σε αυτό. Μείωσαν, εξευτέλισαν, χλεύασαν, ακύρωσαν ψυχές παιδιών ,που στα εικοσιπέντε τους χρόνια, έπαιξαν με το πιστόλι στο κρόταφο και αγνοώντας κάθε κίνδυνο, θέλησαν να δώσουν την υπέρτατη χαρά, σ’ ένα έθνος πληγωμένο, ταλαιπωρημένο και βασανισμένο από το δικτατορικό καθεστώς του στρατηγού Jorge Videla. Είναι οι ίδιοι κονδυλοφόροι, που τέσσερα χρόνια αργότερα, στο απόγειο της υποκρισίας τους, στις 25 Ιουνίου 1982, σφυρίζουν αδιάφορα, όταν στη Gijon στο Molinon, συντελείται η πιο εγκληματική πράξη σε βάρος του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η απόλυτη διακωμώδηση στην ιστορία του θεσμού. Αυτό που δεν κατάλαβαν ποτέ όμως, είναι πως με την ελεεινή τους αυτή στάση, χτύπησαν όλους όσοι πήραν μέρος στο Argentina setenta y ocho. Συνεργοί σε τούτη τη φτηνή κίνηση, την αλγεινή και απαράδεκτη συμπεριφορά, παίχτες κολοσσοί, όπως ο Paul Breitner και ο Johan Cruyff. Στην ουσία, αυτοί, εγωιστές το δίχως άλλο, πουλήσανε τους συμπαίχτες τους και τη χώρα τους.
Η Αργεντινή του 78 χαρακτηρίζεται εύκολα ως η απόλυτη «ομάδα» ποδοσφαίρου ever, με όλη την έννοια της λέξης ομάδα να εσωκλείεται σε αυτή. ‘Η όλοι μαζί ψηλά, ή όλοι μαζί στο πάτο – θάνατο. Ο ένας καλύπτει τις αδυναμίες του άλλου, την ίδια στιγμή που ο ένας προβάλλει ,με τον καλύτερο τρόπο, τα προτερήματα του άλλου. Η ομάδα της Αργεντινής του 1978, συγκροτήθηκε, προπονήθηκε, προετοιμάστηκε ψυχολογικά και εγκεφαλικά με ένα και μόνο στόχο. Το βράδυ της 25ης Ιουνίου, ο μεγάλος Ντανιέλο, να κρατάει στα χέρια του, το παγκόσμιο κύπελλο της FIFA.
Και όταν ήρθε η μαγική εκείνη ώρα και οι “Gauchitos Orgullosos” βγήκαν από την καταπακτή του Estadio Monumental Antonio Vespucio Liberti, οι ψυχές των συμπατριωτών τους ενώθηκαν, προκαλώντας την απόλυτη ανατριχίλα. Οι Αργεντίνοι που βρίσκονταν στις κερκίδες, έδωσαν σάρκα και οστά, σ’ αυτό που εμείς οι Ελληνες αποκαλούμε, πέσαν τα τσιμέντα. Εκατομμύρια χαρτάκια μπλε και άσπρα, χιλιάδες papier de col προσγειώθηκαν στον αγωνιστικό χώρο. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία ομαδικού αθλήματος, δεν υπήρξε συγκλονιστικότερη υποδοχή παιχτών. Ποτέ άλλοτε, μια ολόκληρη χώρα δεν ταυτίστηκε περισσότερο με μία ομάδα. Μα αυτή η εθνική, δεν ήταν μια συνηθισμένη παρέα ποδοσφαιριστών. Ήταν η προσωποποίηση της αργεντίνικης καρδιάς. Στα πρόσωπα αυτών των παιδιών ,η μητέρα Αργεντινή, έβλεπε την ενσάρκωση ονείρων και προσδοκιών. Για τον Αργεντίνο, κάθε ποδοσφαιριστής του Καίσαρα ήταν το δικό του παιδί.
Στα χρόνια που άφησα πίσω μου, δεν ξέχασα ποτέ τους “Gauchitos Orgullosos”, αυτούς, που είχαν εικοσιπέντε μέρες στη διάθεση τους για να σώσουν την ίδια τους τη ζωή. Αυτούς που στέρησαν από την αγαπημένη μου Ολλανδία το Παγκόσμιο Κύπελλο. Υπήρξα ανέκαθεν αθεράπευτα ερωτευμένος με τον Νουρέγιεφ των γηπέδων, τον άνθρωπο με το μαγικό νούμερο 14 στη πλάτη. Έμαθα όμως, πως στη ζωή, η αξία του ηττημένου, δίνει δόξα στο νικητή. Όπως έμαθα, πως η ψυχή του ανθρώπου, δεν είναι κέντρο διερχομένων, ώστε να περνάει ο πάσα ένας και να τη ξεφτιλίζει, προς όφελος του. Λατρεύω στη κυριολεξία το θεσμό του Mundial, γιατί κάθε τέσσερα χρόνια, επαναφέρω στη μνήμη μου, τους Ubaldo Fillol, Rene Houseman, Alberto Tarantini, Daniel Passarella, Daniel Bertoni, Luis Galvan, Osvalido Ardiles, Ricardo Villa, Leopoldo Luque, Mario Kempes, Oscar Ortiz και Jorge Olguin. Μα πιο πολύ, για τους δύο πλέον αγαπημένους μου ποδοσφαιριστές του Cesar Luis Menotti. Το νούμερο 12, Omar Larrosa και το νούμερο 6, τον Americo Gallego.
Ξημερώματα 25ης Ιουνίου 2010 και στα χέρια μου κρατάω τη φωτογραφία που έγινε πιο γνωστή με το τίτλο, “The hug of the soul”. Η φωτογραφία τραβηγμένη μετά τη λήξη του τελικού, δείχνει ένα δεκαεξάχρονο αγόρι χωρίς χέρια να αγκαλιάζει τους Ubaldo Fillol και Alberto Tarantini. Για τους Gauchos, η Αργεντινή του 78, ένωσε ψυχές, χορεύοντας ταγκό. Με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου, τα μάτια μου να κλείνουν, ακούω το Μορφέα να με νανουρίζει…Vamos Argentina, Vamos a ganar, que esta barra quilombera, no te deja, NO TE DEJA de alentar!