Το μετάνιωσαν οι ψηφοφόροι των Τόρις που ήθελαν να φύγει ο Μπόρις Τζόνσον, τον Ιούλιο: σύμφωνα με δημοσκόπηση και έρευνα των Times, το 49% των πολιτών που δηλώνουν ότι ψηφίζουν τους Συντηρητικούς, προτιμούν να ξαναδούν τον πρώην πρωθυπουργό στην Ντάουνινγκ Στριτ.
Το ποσοστό είναι μεγαλύτερο από αυτό που συγκεντρώνουν και οι δύο υποψήφιοι διάδοχοι του Τζόνσον.
Οι ψηφοφόροι των Τόρις δεν δείχνουν κανέναν ενθουσιασμό ούτε για τον Ρίσι Σούνακ ούτε για την Λιζ Τρας, η οποία προηγείται στην κούρσα της διαδοχής, και ας ζητούσαν να φύγει ο Τζόνσον από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο, όταν και αναγκάστηκε να παραιτηθεί αφού είχαν αποχωρήσει από την κυβέρνησή του δεκάδες στελέχη της.
Στις 5 Ιουλίου, δύο ημέρες πριν παραιτηθεί ο Τζόνσον, το 69% της χώρας και το 54% όσων τον είχαν ψηφίσει το 2019, δήλωνε υπέρ της παραίτησης,
Ομως, σήμερα, η έρευνα των Times φανερώνει ότι οι ψηφοφόροι θεωρούν ότι κανείς από τους υποψήφιους για την αρχηγία του κόμματος δεν θα κάνει καλύτερη δουλειά.
Οι ερωτηθέντες από τους Times μάλιστα, εξήγησαν ότι ο Τζόνσον είχε να αντιμετωπίσει πολύ δύσκολες καταστάσεις, όπως το Brexit, η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία και ότι δεν πρ’ολαβε να αποδείξει την αξία του ούτε να ολοκληρώσει το έργο του.
Κάποιοι βέβαια δεν ξεχνούν τα λάθη του, όμως θεωρούν ότι τα ΜΜΕ «τον κυνήγησαν» για ασήμαντα πράγματα, όπως «η ταπετσαρία και τα έπιπλα στο σπίτι του». «Τα ΜΜΕ έστρεψαν τον κόσμο εναντίον του», είπε χαρακτηριστικά ένας ψηφοφόρος στους Times.
Η βρετανική εφημερίδα οργάνωση πανεθνική δημοσκόπηση και παράλληλα συζήτηση με ομάδες ψηφοφόρων σε τρεις περιοχές όπου ο Τζόνσον είχε θριαμβεύσει το 2019.
Το 42% των ψηφοφόρων των Τόρις το 2019, είπαν ότι η κούρσα της διαδοχής τούς είχε απογοητεύσει για το μέλλον του κόμματος, ενώ κάτω του 25% έχουν πειστεί ότι οι δύο τελικοί υποψήφιοι μπορούν να αντιμετωπίσουν την κρίση ακρίβειας.
«Και οι δύο τα λένε όλα αυτά γιατί είναι σαν να πηγαίνουν σε συνέντευξη για νέα δουλειά. Λες ότι είσαι σπουδαίος αλλά όταν έρθει η ώρα για δουλειά, θα κάνεις όσα υποσχέθηκες; Γιατί κάποιος πρέπει να κάνει κάτι άμεσα. Ολος ο πλανήτης έχει τρελαθεί και πολλοί άνθρωποι χρειάζονται βοήθεια τώρα», είπε μία ψηφοφόρος των Συντηρητικών.
«Ενας από τους δύο θα βγει αρχηγός και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ελπίζουμε», συνέχισε.
Οι συμμετέχοντες στην ομάδα συζήτησης περιέγραψαν τους δύο υποψηφίους με καθόλου κολακευτικούς χαρακτηρισμούς: «Γλοιώδης, ανατριχιαστικός και ένας που μαχαιρώνει πισώπλατα» ήταν οι λέξεις που διάλεξαν για τον Σούνακ, ενώ για την Τρας, είπαν ότι «περίεργη, ασταθής και δεν μας πείθει».
Μόνο το 20% είπε ότι ο Σούνακ θα ήταν ο καλύτερος πρωθυπουργός, η Τρας το 18%, ενώ το 49% θα προτιμούσε τον Τζόνσον, και το 12% δήλωσε αναποφάσιστοι.
Γιατί θεωρούνται τόσο σημαντικές οι ομάδες συζήτησης
Στη Βρετανία, οι ομάδες συζήτησης (focus groups), που συνήθως αποτελούνται από 7-8 άτομα, χρησιμοποιούνται κατά κόρον από πολιτικούς αναλυτές, δημοσκόπους και τα κόμματα για να μάθουν τις προθέσεις και αντιδράσεις των ψηφοφόρων.
Ο Ντόμινικ Κάμινγκς, ένας από τους πρώην στενούς συνεργάτες του Μπόρις Τζόνσον που στράφηκαν εναντίον του, είναι αυτός που τις έκανε «μόδα» επιμένοντας ότι δεν είναι απλά λίγοι πολίτες που λένε τη γνώμη τους για ένα νομοσχέδιο ή την εικόνα ενός πολιτικού, αλλά μία ομάδα που αν τα μέλη της επιλεχθούν με βάση τα σωστά δημογραφικά κριτήρια, αντιπροσωπεύουν την κοινή γνώμη.
Οι Times αναφέρουν τους τρεις λόγους για τους οποίους οι εστιασμένες αυτές ομάδες είναι ιδιαίτερα χρήσιμες:
Πρώτον, σε αντίθεση με μία αριστοτεχνικά δομημένη δημοσκόπηση, οι απαντήσεις τους δεν επηρεάζονται από τις απαντήσεις. Στις δημοσκοπήσεις, η παραμικρή λέξη στην ερώτηση ή ο τόνος της φωνής αυτού που την ρωτάει στο τηλέφωνο μπορεί να κατευθύνει την απάντηση.
Στις ομάδες όμως, γίνεται συζήτηση και οι συμμετέχοντες έχουν το ελεύθερο να πουν ό,τι θέλουν με δικά τους λόγια. Πολλές φορές, ρίχνουν στο τραπέζι ιδέες ή πληροφορίες, που κανείς πολιτικός αναλυτής δεν είχε σκεφτεί.
Δεύτερον, στις ομάδες γίνεται διάλογος ανάμεσα σε πολίτες και σε ικανούς γνώστες της πολιτικής κατάστασης.
Τρίτον, οι μεσολαβητές μπορούν να τεστάρουν λέξεις και εκφράσεις που θέλουν να χρησιμοποιήσουν οι πολιτικοί σε συνεντεύξεις, ομιλίες και άρθρα τους. Σε πολλές περιπτώσεις, σημειώνουν οι Times, οι πολίτες καταφέρνουν να συνοψίσουν σε μια φράση, κατάλληλη για σύνθημα, ένα πολιτικό επιχείρημα καλύτερα από κάθε πολιτικό και τους συνεργάτες τους.
Στη συγκεκριμένη έρευνα, οι Times συγκέντρωσαν ψηφοφόρους από εκλογικές περιφέρειες «κλειδιά» και ανέλυσαν τις απαντήσεις τους τόσο σε γενικές όσο και σε πιο στοχευμένες ερωτήσεις, οι οποίες τους έδωσαν την ευκαιρία να που αυτά που πιστεύουν.
Η γενικότερη διαπίστωση πάντως των Times από τις συζητήσεις είναι η γνωστή: οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους πολιτικούς.