Δύο χιλιετίες και πέντε αιώνες έχουν περάσει από τότε που οι «Πέρσες» του Αισχύλου ανέβηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή, στα Μεγάλα Διονύσια του 472 π.Χ. Πλέον, στις περισσότερες παραγωγές συμμετέχουν περισσότεροι από τρεις ηθοποιοί, που δεν φορούν προσωπεία και δεν ανήκουν αποκλειστικά στο ανδρικό φύλο.
Κι όμως, τόσα χρόνια μετά, οι «Πέρσες» του Αισχύλου συνεχίζουν να μαγνητίζουν ανθρώπους από κάθε γωνιά του κόσμου, κάτι που φέτος έγινε ακόμη πιο εύκολο, μιας και η παράσταση προβλήθηκε σε ζωντανή μετάδοση από το θέατρο της Επιδαύρου στην πλατφόρμα του YouTube.
Η σύγχρονη τεχνολογία του Live Streaming συνδυάστηκε με το αρχαιότερο διασωθέν θεατρικό έργο στην ιστορία της ανθρωπότητας, κεντρίζοντας την προσοχή, μεταξύ άλλων, και της συγγραφέως και αρθρογράφου των New York Times, Ελίζαμπεθ Βινσεντελί, η οποία ειδικεύεται στο θέατρο.
Οπως έγραψε η δημοσιογράφος στην κριτική της, η παράσταση δεν είναι γεμάτη δράση, ούτε έχει κάποια ιδιαίτερα περίπλοκη δομή, μα η κορύφωσή της, η βαρύτητα της οποίας επηρεάζεται ελάχιστα από την online παρακολούθηση, «σου κόβει την ανάσα και σε χτυπά σαν γροθιά στο στομάχι».
Ιδιαίτερη εντύπωση στη Βινσεντέλι έκανε η ερμηνεία της Λυδίας Κονιόρδου, στον ρόλο της μητέρας του Ξέρξη, βασίλισσας Ατοσσας, η οποία, φορώντας ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό κατάμαυρο φόρεμα, «καταφέρνει να δείχνει ευάλωτη και παράλληλα επιβλητική».
Βέβαια, η Κονιόρδου, που το 2006 είχε σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστήσει σε μια προηγούμενη παραγωγή του ίδιου έργου που ανέβηκε στη Νέα Υόρκη, έχει κάνει δικό της τον ρόλο και φαίνεται να κατευθύνει τη δράση με έναν τρόπο που φαντάζει άνετος και φυσικός: «Στέκεται στο κέντρο της κυκλικής σκηνής και εκφράζει την οργή που σιγοκαίει μέσα της και την τρομερή οδύνη που τη διακατέχει», όσο τα νέα για τη μοίρα των περσών πολεμιστών φτάνουν στα αυτιά αγαπημένων τους.
Σε μια εκπληκτική, σύμφωνα με τη γεννημένη στη Γαλλία αρθρογράφο, σκηνή, ο Αγγελιαφόρος (Αργύρης Πανταζάρας) αρχίζει να εξιστορεί τι συνέβη στη μάχη, με τη διήγησή του προοδευτικά να αρχίζει να μοιάζει περισσότερο με παραλήρημα, όσο τα μέλη του Χορού τον περικυκλώνουν και με τη μουσική υπόκρουση του Γιώργου Πούλιου να φτάνει σε «εκκωφαντικά επίπεδα».
Απαρατήρητα δεν πέρασαν ούτε τα κοστούμια της σκηνογράφου και ενδυματολόγου Εύας Νάθενα, τα οποία η Βινσεντελί χαρακτήρισε «θεσπέσια».
Τέλος, η δημοσιογράφος παρατηρεί τις διαφορές που παρουσιάζουν οι μεταφορές κλασικών έργων στις ΗΠΑ, όπου συνήθως οι παραγωγοί κάνουν έμπρακτη προσπάθεια ώστε το τελικό προϊόν να είναι πιο εύπεπτο και οικείο για τα μοντέρνα γούστα μας.
Αντιθέτως, ο Λιγνάδης και οι ηθοποιοί του δίνουν ερμηνείες που μάλλον θα φάνταζαν αλλόκοτες στα μάτια ενός ανυποψίαστου θεατή, όμως είναι αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα που δίνει στην παράσταση «την αίσθηση του εξωπραγματικού», όπως γράφει στο άρθρο της για τους NY Times η Βινσεντελί, για να συμπληρώσει πιο κάτω:
«Ποτέ, όμως, δεν ξεχνάμε ότι το έργο θέτει τις βάσεις του στα πιο ανθρώπινα συναισθήματα».