Ενα εκατομμύριο είδη ζώων και φυτών απειλούνται με εξαφάνιση, λόγω ανθρώπινης δραστηριότητας, σύμφωνα με το πόρισμα επιστημονικής έκθεσης που ανακοίνωσε την Δευτέρα, ο ΟΗΕ.
Πρόκειται για το 25% του συνόλου της χλωρίδας και της πανίδας στη Γη.
Ενδεικτικά, περίπου το 40% των αμφίβιων ειδών απειλείται με εξαφάνιση, το 33% των κοραλιών, των καρχαριών και των συγγενών τους, και περισσότερο από το 33% των θαλάσσιων θηλαστικών.
Η έρευνα επισημαίνει ότι θα πρέπει να αλλάξει ριζικά η αλληλεπίδραση των ανθρώπων με το φυσικό περιβάλλον, τόσο σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας όσο και στο επίπεδο του κάθε ατόμου προσωπικά.
Τη Δευτέρα, δημοσιεύθηκε ένα κείμενο 40 σελίδων, το οποίο τιτλοφορείται «περίληψη για τους πολιτικούς», και το οποίο αποτελεί μόλις ένα πολύ μικρό μέρος της ογκώδους έκθεσης, μεγέθους 1.800 σελίδων, η οποία χρειάστηκε τρία ολόκληρα χρόνια, για να ολοκληρωθεί και η οποία αποτελεί την πιο πλήρη έρευνα πάνω στη χρόνια επίδραση του ανθρώπινου πολιτισμού στη φύση.
Η έρευνα έγινε από την Διακυβερνητική Πλατφόρμα Επιστημονικής Πολιτικής για τη Βιοποικιλότητα και τα Οικοσυστήματα.
Σύμφωνα με το BBC, αυτό είναι το πιο ισχυρό «κατηγορητήριο» προς το ανθρώπινο είδος, αναφορικά με το πώς και πόσο έχει κακομεταχειριστεί το μοναδικό του σπίτι.
Σύμφωνα με το κείμενο, παρότι η Γη υπέφερε σχεδόν ανέκαθεν από τον άνθρωπο, τα τελευταία 50 χρόνια οι «γρατζουνιές» του παρελθόντος στο «σώμα» της Γης έχουν μετατραπεί σε «βαθιά σημάδια», με κίνδυνο να έχουν καταστροφικές συνέπειες και για τον ίδιο τον άνθρωπο στο μέλλον. Αυτό γιατί ο πληθυσμός του πλανήτη έχει διπλασιαστεί από το 1970, η παγκόσμια οικονομία έχει τετραπλασιαστεί, και οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές έχουν δεκαπλασιαστεί, με αποτέλεσμα η ευρεία εκκαθάριση δασικών περιοχών, κυρίως τροπικών, να είναι αναγκαία για τη χορήγηση τροφής, ένδυσης και ενέργειας στον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό του πλανήτη.
Πιο συγκεκριμένα, από το 1980 έως το 2000, περίπου 100 εκατ. εκτάρια τροπικών δασών χάθηκαν οριστικά, με κυριότερους «ενόχους» τους κτηνοτρόφους της Νότιας Αμερικής και τους πετρελαιοπαραγωγούς της νοτιοανατολικής Ασίας, καθώς και τις ανεξέλεγκτες γεωργικές εργασίες σε όλο τον κόσμο.
Ακόμη χειρότερη είναι η τύχη των υγρότοπων, με μόλις το 13% όσων υπήρχαν στον πλανήτη το 1700, να παραμένει στην αυγή του 21ου αιώνα. Στο μεταξύ, οι αστικές περιοχές αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς, όντας σήμερα διπλάσιες απ’ ό,τι ήταν το 1992.
Παράλληλα, σύμφωνα με την έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, σημαντική είναι και η αύξηση της παγκόσμιας μόλυνσης, με την πλαστική ρύπανση να έχει δεκαπλασιαστεί από το 1980. Ακόμη, ετησίως περίπου 300 με 400 τόνοι βαρέων μετάλλων, διαλυτικών και τοξικών αποβλήτων καταλήγουν στη θάλασσα.
Παρότι η έρευνα δεν λέει ακριβώς στις κυβερνήσεις και τους πολίτες τι να κάνουνε, τους εφοδιάζει με σημαντικές συμβουλές. Στη βάση αυτής της αναγκαίας «μεταμόρφωσης» της σχέσης τους με το φυσικό περιβάλλον, είναι μία αλλαγή προσέγγισης στον τρόπο μέτρησης του εθνικού πλούτου, με την έκθεση να προτείνει απομάκρυνση από τη μέτρηση του ΑΕΠ και υιοθέτηση μίας πιο ολιστικής προσέγγισης, η οποία θα περιλαμβάνει στις μετρήσεις της την ποιότητα ζωής των ανθρώπων και τις χρόνιες επιπτώσεις της οικονομίας.
Η παραδοσιακή έννοια της «καλής ποιότητας ζωής», η οποία περιλαμβάνει αυξημένη κατανάλωση σε όλα τα επίπεδα από τους ανθρώπους, πρέπει να αλλάξει, σημειώνει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Επίσης, πρέπει να υπάρξει αλλαγή στο ζήτημα των οικονομικών δράσεων που βλάπτουν την βιοποικιλότητα, όπως για παράδειγμα να δοθεί τέλος σε ορισμένες καταστροφικές επιδοτήσεις που αφορούν την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων και τη βιομηχανική αλιεία και γεωργία. «Αυτές κινούν τη λεηλασία της γης και των ωκεανών σε βάρος ενός καθαρού και υγιούς περιβάλλοντος με ποικιλία, στο οποίο βασίζουν το παρόν και το μέλλον τους δισεκατομμύρια γυναίκες, άνδρες και παιδιά», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Αντριου Νόρτον, επικεφαλής του Διεθνούς Ινστιτούτου για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη.