«Δεν μετανιώνω για τίποτα. Δεν μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου και να σκέφτομαι διαρκώς “α, αυτό θα μπορούσα να το είχα κάνει αλλιώς”, γιατί θέλω να κοιμάμαι τα βράδια»: με αυτά τα λόγια η Σοφία Λόρεν υποδέχεται τους δημοσιογράφους στο Μπάρι, στα γυρίσματα της νέας ταινίας όπου πρωταγωνιστεί, με τίτλο «La vita davanti a sé» (Η ζωή πριν από μας).
Η 84χρονη Ναπολιτάνα πρωταγωνιστεί για δεύτερη φορά σε ταινία που σκηνοθετεί ο γιος της, Εντοάρντο Πόντι, υποδυόμενη μια ηλικιωμένη πόρνη που ξέφυγε από τα κρεματόρια των Ναζί και πλέον ζει στο Παρίσι, στη δύση της ζωής της, φροντίζοντας έναν ορφανό πρόσφυγα.
Η ταινία, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρομέν Γκαρί, εκτυλίσσεται στα παρισινά προάστια των δεκαετιών του 1960 και 1970 και αφηγείται τις παράλληλες ζωές του Μόμο, ενός δεκάχρονου ορφανού μουσουλμάνου που βρίσκεται υπό τη σκέπη και τη φροντίδα της Μαντάμ Ρόζα, μιας εβραίας που μετά το Αουσβιτς κατέληξε να εκδίδεται στους δρόμους της πόλης Μπελβίλ προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην.
Η υπόθεση εστιάζεται τόσο στη σχέση ανάμεσα τους όσο και σε ζητήματα όπως η μισαλλοδοξία, ο αντισημιτισμός και η κρατική μέριμνα στους πρόσφυγες – ένα θέμα φλέγον και στην ιταλική κοινωνία του σήμερα, ειδικά μετά την υπόθεση της Καρλότα Ρακέτε και των χιλιάδων μεταναστών που φτάνουν κάθε λίγο και λιγάκι στο νησί Λαμπεντούζα.
«Είναι μια ταινία απολύτως χρήσιμη στους καιρούς που ζούμε», σημειώνει ο Πόντι, «καιρούς όπου επικρατεί ο φόβος και πάντα αναφερόμαστε στους “άλλους”, ενώ στην ουσία “οι άλλοι” είμαστε εμείς οι ίδιοι».
Μιλώντας στη Repubblica, η Λόρεν μιλάει και αυτή ξεκάθαρα για έννοιες όπως η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση.
«Είναι ένα τεράστιο πρόβλημα (το Προσφυγικό) επειδή διακυβεύονται ζωές ανθρώπων. Και αν δεν το κάνουν τα άλλα έθνη, τότε, ναι, είναι σωστό να τους δεχτούμε στην Ιταλία, μιλάμε για παιδιά, εγκύους, μιλάμε για ανθρωπιά», λέει η ιταλίδα ντίβα των ’50s.
«Θυμάμαι τη δική μου ζωή στο Ποτσουόλι, όπου μεγάλωσα: η οικογένειά μου φιλοξενούσε στο σπίτι μας ένα αγόρι με κάποιες δυσκολίες, δεν μιλούσε πολύ και υπήρχαν στη γειτονιά κάποιοι ηλίθιοι που τον φώναζαν βλάκα και κρετίνο. Για μένα όμως αυτό το παιδί μού στάθηκε σαν αδελφός. Στη συνέχεια έφυγε με τους γονείς μου για τις ΗΠΑ και όταν, πολλά χρόνια αργότερα, πήγα να τον δω, έπεσε στην αγκαλιά μου φωνάζοντάς με Λελέτα, και με πήραν τα δάκρυα» θυμάται η Λόρεν.
Οπως επισημαίνει, χρωστάει πολλά τόσο στον σύζυγό της, παραγωγό Κάρλο Πόντι, όσο και στον σκηνοθέτη Βιτόριο Ντε Σίκα, που ήταν ο πρώτος που την πρόσεξε και την έβγαλε από την αφάνεια, όταν μετακόμισε από τη Νάπολη στη Ρώμη.
Εκεί γνώρισε τον Πόντι, εκεί και τον Ντε Σίκα, έναν άνθρωπο «λατρεμένο, εγκάρδιο, μοναδικό, που πίστεψε σε μένα» και μάλιστα προσπέρασε το γεγονός πως δεν είχε πάει, όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί της, σε σχολή υποκριτικής, επειδή «εμένα η ζωή μού δίδαξε τα πάντα. Είχα την ικανότητα να μεταφέρω στην υποκριτική τέχνη όλα τα συναισθήματα που έκρυβα μέσα μου».
Οσον αφορά την απίστευτη αγάπη που παίρνει μέχρι σήμερα από τους συμπατριώτες της, η Λόρεν παραδέχεται πως «ακόμη δεν έχω καταλάβει το γιατί. Απλώς αισθάνομαι ότι (στη σχέση μου με το κοινό) υπάρχει μεγάλη τρυφερότητα, αγάπη και σεβασμός».
Κάνοντας και έναν απολογισμό της καριέρας της στο σινεμά, η 84χρονη ηθοποιός ξεκαθαρίζει: «Ανακάλυψα ποια είμαι χάρη στη δουλειά μου και στον έρωτα. Και ήμουν τυχερή που γνώρισα τον σύζυγό μου»…