Ολοι επί σκηνής... |
Επικαιρότητα

Σκωτσέζικο ντους στη Λυρική – Ο Χατζιδάκις, οι συριγμοί, το Πολεμικό Ναυτικό

Πήγαμε στην πρεμιέρα του Κύκλου Χατζιδάκι στη Λυρική με το «Η Εποχή της Μελισσάνθης» και κατορθώσαμε να βρούμε τη συγκίνηση (ακόμα και στους διαδρόμους), παρά τα εμπόδια που έβαζαν οι μικροφωνικοί συριγμοί
Κατερίνα I. Ανέστη

Η  συγκίνηση σε αρπάζει από τα μούτρα από τα πρώτα βήματα μέσα στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, όταν βλέπεις την τεράστια αυλαία με τα γυάλινα ποτήρια – εγκατάσταση του Γιάννη Κουνέλλη. Είναι το έργο Sipario-Uscite (Aυλαία-Εξοδοι). Λεπτοί σπάγκοι -περισσότεροι από τριάντα νομίζω- από την κορυφή ως το πάτωμα που φέρουν ποτήρια τα οποία ελαφρά κινούνται σαν να ανασαίνουν ήδη.

Για να διαλυθεί, η συγκίνηση αυτή στα πρώτα λεπτά όταν άρχισε η μουσική και ακούσαμε τον Πρόλογο, ακούσαμε την φράση που νιώθουμε ότι βγαίνει από τα ίδια μας τα σωθικά και όχι από τον λαιμό του τραγουδιστή Γιώργο Περρή επί σκηνής.

Ακούμε λοιπόν το σπαρακτικό «Πολύχρωμη απελπισία του καιρού μου, βοήθησέ με να εξαφανιστώ. Να σκεπαστώ από την ψυχρή αλήθεια που γεννάει ο χρόνος, κατευναστικά». Αλλά κυρίως ακούμε έναν μικροφωνικό συριγμό, ένα «σ» που ηλεκτρίζει και εν τέλει αποσπά από τη συγκίνηση και από το σπουδαίο γεγονός: ακούμε μια καντάτα του Χατζιδάκι, μια μουσική αυτοβιογραφία με ποίηση δική του.

Ο συριγμός πηγαινοερχόταν κάθε τόσο να διαρρήξει τη σχέση του ακροατή με την καντάτα του Χατζιδάκι, με την μπάντα όμως του Πολεμικού Ναυτικού να επελαύνει, να περπατά αναμεσά στο κοινό και να εγκαθιδρύει ξανά αυτή τη σχέση. Θριαμβικά. Ναι, ήταν μια συναυλία που έμοιαζε με σκωτζέζικο ντους.

Η Μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού διασχίζει τη σκηνή
Η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού

«Στη μητέρα μου, στην ιερή της μνήμη» σημειώνει ο Μάνος Χατζιδάκις για αυτό το έργο που έγραφε σχεδόν δέκα χρόνια εγκιβωτίζοντας σε αυτό μνήμες, εικόνες στις οποίες έγινε μάρτυρας, στην εποχή της Απελευθέρωσης γράφοντας στο εισαγωγικό σημείωμα, χωρίς αυταπάτες «“Σου σπάσανε τα κόκκαλα τ’ ασθενικά παιδιά μας” αναστροφή του Σολωμικού “Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένα των Ελλήνων τα ιερά”». Στην παραγωγή της Λυρικής για το εμβληματικό αυτό έργο υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού είδαμε την χορωδία και την παιδική χορωδία της Λυρικής και την μπάντα του πολεμικού ναυτικού, μαζί με τους σολίστ Θεοδώρα Μπάκα (μεσόφωνος), Γιώργο Περρή, Σταύρο Νιφοράτο, και τον ψάλτη Ιωάννη Τσιοτσιόπουλο.

Εξαρχής το πρόβλημα των μικροφώνων ήταν έντονο στα όρια του ενοχλητικού με το σ να κυριαρχεί πάνω από τις φράσεις και την ίδια τη μουσική και τα π συχνά να φτάνουν στην αίθουσα διογκωμένα. Κάτι που η αλήθεια είναι δεν συνέβη με την σύντομη παρέμβαση, τον ψαλμό του Ιωάννη Τσιοτσιόπουλου. Σκληρά έφτανε συχνά στην αίθουσα και ο ήχος του μπουζουκιού – συνθήκες που σε αποσύνδεαν από το έργο. Δεν ξέρω αν φταίει ο σχεδιασμός του ήχου ή αν η ίδια η σκηνή με τις σαφείς οπερατικές προδιαγραφές δεν έδωσε τη δυνατότητα να γίνει μια σωστή ένταξη των μικροφώνων στην διαδικασία.

Όμως τον Χατζιδάκι τον συναντήσαμε. Τον συναντήσαμε στη μουσική που ακούγαμε από τους διαδρόμους έξω από την αίθουσα, καθώς η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού έπαιζε και σιγά σιγά, αφού άνοιγαν οι πόρτες έμπαιναν στην αίθουσα, πλημμύριζαν τον χώρο, πλημμύριζαν το συναίσθημα. Για να συνεχίσουν την πορεία τους, να βγουν ξανά έξω, σε έναν χορό που θα μπορούσε να μοιάζει με την πορεία προς τα Ελευσίνια Μυστήρια. Η πορεία τούς έφερε μετά στο βάθος της σκηνής, πίσω από μουσικούς και χορωδία, πίσω από την αυλαία του Γιάννη Κουνέλλη.

Αριστουργηματική εικόνα: καθώς το φως διαπερνούσε τα ποτήρια και έπεφτε πάνω στις τρομπέτες, λαμπύριζε σαν φως από καντήλια, σαν φλόγα που τρεμοπαίζει. Ηταν οι στιγμές αυτές της μπάντας, της συνάντησης με τους μουσικούς της Λυρικής και με τις χορωδίες της (αυτό το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει αποκτήσει η Λυρική) που η θέαση ήταν απολαυστική και καθηλωτική. Για να επανέλθει μετά ο συριγμός που αδίκησε την εξαιρετική, Θεοδώρα Μπάκα, φωνή βελούδινη που δεν ξέφυγε ποτέ για χάρη των εντάσεων που έφεραν τα ποιήματα του Χατζιδάκι. Δεν επιχείρησε να παραστήσει επιστρατεύοντας τον στόμφο τον σπαρακτικό λόγο.

Και μιας και μιλάμε για τον λόγο το κείμενο του Χατζιδάκι -ξέρετε, λέξεις βελονιές που ακόμα και σήμερα αναζητούμε συχνά ως απάντηση σε ερωτήματα που τίθενται διαρκώς- η αλήθεια είναι ότι θα ήταν χρήσιμο να το διαβάζουμε. Να υπάρχει και αυτό εκεί, στις οθόνες που βρίσκονται στις πλάτες των καθισμάτων ή ίσως και στο εξαιρετικά επιμελημένο πρόγραμμα. Είναι ίσο με τη μουσική, είναι σάρκα της Μελισσάνθης.

Φεύγοντας από την κατάμεστη αίθουσα με το κοινό να έχει αποθεώσει την Μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού και τις κλωστές με τα ποτήρια του Κουνέλλη να τρεμοπαίζουν, ανασαίνοντας ακόμα, η αίσθηση ήταν πως κάτι που θα μπορούσε να είναι αριστουργηματικό με κέλυφος μύησης, μυστικής τελετής, διαρρήχθηκε από το τεχνικό ζήτημα. Κοπιάσαμε για να συνδεθούμε όπως αρμόζει στο έργο. Και ναι μεν, ήταν ένα στοίχημα η χρήση των μικροφώνων, όμως η δοκιμαστική περίοδος για τη Λυρική έχει ολοκληρωθεί και περπατάμε στην επίσημη περίοδο. Η εξαιρετική σύλληψη του κύκλου, η επιλογή της «Εποχής της Μελισσάνθης», η Μπάντα το Πολεμικού Ναυτικού, η ιδέα για τη χρήση έργου του Γιάννη Κουνέλλη (στην πρώτη του «συνάντηση» με τον Μάνο Χατζιδάκι) ήταν ιδιοφυείς. Το έργο του Χατζιδάκι, ανυπέρβλητο. Γιατί λοιπόν να υπάρχουν αυτά τα εμπόδια, σαν μικρές «ακίδες» κάτω από το δέρμα;

*«Η Εποχή της Μελισσάνθης» έκανε πρεμιέρα στις 4 Νοεμβρίου. Επαναλαμβάνεται στις 5 Νοεμβρίου, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Λυρικής στο ΚΠΙΣΝ.