To 1977 η NASA εκτόξευσε δύο δίδυμα διαστημικά σκάφη με διαφορά λίγων εβδομάδων το ένα από το άλλο. Τα σκάφη ονομάστηκαν Voyager 1 και Voyager 2 και αποτελούν ορόσημο όχι μόνο για την διαστημική εξερεύνηση αλλά για τον ανθρώπινο πολιτισμό γενικότερα. Μετά από ένα επικό ταξίδι τα δύο σκάφη διέσχισαν το ηλιακό μας σύστημα αποστέλλοντας ένα πλήθος στοιχείων για τους πλανήτες, τους δορυφόρους και γενικότερα το περιβάλλον της διαστημικής μας γειτονιάς. Τα στοιχεία αυτά άνοιξαν νέους ορίζοντες στην διαστημική έρευνα και αποτέλεσαν την βάση για να οργανωθούν πολλές από τις επόμενες αποστολές εξερεύνησης του Διαστήματος.
Τα δύο Voyager είναι τα ανθρώπινα αντικείμενα που βρίσκονται πιο μακριά από οποιαδήποτε άλλο στο Σύμπαν. Το Voyager 1 βγήκε από το ηλιακό μας σύστημα το 2012 και συνεχίζει το ταξίδι του στο αποκαλούμενο μεσοαστρικό Διάστημα. Το Voyager 2 που ακολουθούσε διαφορετική πορεία έκανε το ίδιο πριν από ένα χρόνο αν και οι επιστήμονες δεν ήταν απόλυτα βέβαιοι ότι πράγματι το σκάφος έχει βγει από τα σύνορα του ηλιακού συστήματος.
Στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Astronomy παρουσιάζονται ταυτόχρονα πέντε διαφορετικές μελέτες από ερευνητικές ομάδες σε όλο τον κόσμο. Οι ερευνητικές ομάδες μελέτησαν τα δεδομένα που συνεχίζει να στέλνει το Voyager 2 και με βάση αυτά πρέπει να θεωρούμε πλέον δεδομένο ότι το σκάφος εγκατέλειψε το ηλιακό μας σύστημα και συνεχίζει το ταξίδι του στον Γαλαξία.
Το (πλασματικό) σύνορο
Όπως ανέφερε ο Guardian, όλες οι ερευνητικές ομάδες επικέντρωσαν την προσοχή τους στα δεδομένα που έστειλε το Voyager 2 από το πλάσμα με το οποίο έχει έρθει σε επαφή. Πλάσμα είναι η κατάσταση της ύλης στην οποία αυτή δεν λαμβάνει συγκεκριμένο όγκο και σχήμα που να οφείλεται στην ίδια όπως συμβαίνει στα αέρια. Υπάρχει το ηλιακό πλάσμα που βρίσκεται εντός του ηλιακού μας συστήματος και το μεσοαστρικό που βρίσκεται έξω από αυτό.
Τα δύο είδη πλάσματος έχουν διαφορετικές συνθέσεις, πυκνότητες, θερμοκρασίες και μαγνητικά πεδία διαφορετικής προέλευσης, συνεπώς δεν αλληλεπιδρούν ελεύθερα, αλλά διαχωρίζονται από ένα σύνορο το οποίο λογίζεται και ως το σύνορο που χωρίζει το ηλιακό μας σύστημα από το μεσοαστρικό Διάστημα. Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι στην άκρη του ηλιακού συστήματος βρίσκεται μια περιοχή σε σχήμα φυσαλίδας η οποία ονομάζεται ηλιόσφαιρα και είναι το τελευταίο σημείο που έχει εντοπισθεί να φθάνουν τα σωματίδια που μεταφέρει ο ηλιακός άνεμος. Αυτή η περιοχή έχει οριστεί ως το κοσμικό σύνορο του ηλιακού μας συστήματος και μετά από αυτή ξεκινά το μεσοαστρικό Διάστημα.
Τα ευρήματα
Οι ερευνητές διαπίστωσαν αύξηση στην πυκνότητα του πλάσματος με την οποία έρχεται σε επαφή το Voyager 2 κάτι που σημαίνει ότι το σκάφος βγήκε από το καυτό και χαμηλότερης πυκνότητας πλάσμα του ηλιακού ανέμου και εισήλθε στο ψυχρό και μεγαλύτερης πυκνότητας πλάσμα του μεσοαστρικού χώρου. Τα στοιχεία ανατρέπουν επίσης την εικόνα που είχαν μέχρι τώρα οι ειδικοί ότι η μετάβαση από την ηλιόσφαιρα στο μεσοαστρικό κενό γίνεται σταδιακά αφού φαίνεται ότι υπάρχει ένα διακριτό σημείο το οποίο χωρίζει τις δύο περιοχές. Δυστυχώς τα όργανα που έκαναν καταγραφές πλάσματος στο Voyager 1 είχαν καταστραφεί στα πρώτα κιόλας χρόνια της αποστολής και έτσι οι επιστήμονες έπρεπε να περιμένουν τα στοιχεία από το Voyager 2 για να κάνουν τις απαραίτητες συγκρίσεις και μελέτες. Είναι εντυπωσιακό ότι το Voyager 2 εξακολουθεί να στέλνει δεδομένα στην Γη και οι επιστήμονες αναμένουν τώρα στοιχεία για τις αχαρτογράφητες περιοχές του μεσοαστρικού Διαστήματος. Τα δεδομένα φτάνουν στην Γη με καθυστέρηση περίπου 17 ωρών και οι επιτελείς της αποστολής εκτιμούν ότι το Voyager 2 δεν θα έχει πλέον άλλη ισχύ και δυνατότητα αποστολής δεδομένων μετά από περίπου έξι μήνες. Σύμφωνα με την NASA μπορεί τα δύο σκάφη να μην έχουν σύντομα καμία πλέον επικοινωνία με την Γη αλλά θα συνεχίσουν το απίστευτο ταξίδι τους στον Γαλαξία για τουλάχιστον πέντε δισ. έτη μπορεί δηλαδή να εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και όταν η Γη θα έχει καταστραφεί από την διαδικασία αυτοκαταστροφής του Ηλιου.
Να σημειωθεί ότι επικεφαλής της μίας από τις μελέτες ήταν ο διακεκριμένος καθηγητής Σταμάτης Κριμιζής, επικεφαλής του Γραφείου Διαστημικής Έρευνας και Τεχνολογίας της Ακαδημίας Αθηνών και εδώ και πολλά χρόνια συνεργάτης του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Φυσικής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς των ΗΠΑ, o οποίος ανήκει στα αρχικά μέλη της αποστολής Voyager. Στην μελέτη συμμετείχε και ο Κωνσταντίνος Διαλυνάς ερευνητικός συνεργάτης στο Γραφείο Διαστημικής Έρευνας και Τεχνολογίας της Ακαδημίας Αθηνών.