Από την 1η Φεβρουαρίου, όταν σημειώθηκε το πραξικόπημα στη Μιανμάρ, δεν έχουν σταματήσει οι συγκρούσεις των δυνάμεων ασφαλείας με τους διαδηλωτές, ενώ τις τελευταίες ημέρες, ο αριθμός των θυμάτων έχει αυξηθεί κατακόρυφα.
Συνολικά, 510 πολίτες, ανάμεσά τους πολλοί φοιτητές και έφηβοι, έχουν σκοτωθεί, σύμφωνα με την Ενωση Βοήθειας στους Πολιτικούς Κρατούμενους.
«Εχουμε επιβεβαιώσει 510 θανάτους», ανέφερε η οργάνωση, τονίζοντας ότι ο απολογισμός πιθανότατα είναι πολύ πιο υψηλός, καθώς αγνοούνται εκατοντάδες άνθρωποι που συνελήφθησαν τους τελευταίους δύο μήνες.
Ο απολογισμός ήταν εξαιρετικά βαρύς το Σάββατο, που ήταν μάλιστα «η ημέρα των βιρμανικών ενόπλων δυνάμεων», όταν σκοτώθηκαν πάνω από 110 άνθρωποι, ανάμεσά τους επτά ανήλικοι.
Κίνδυνος εμφυλίου πολέμου
Μπροστά σε αυτό το λουτρό αίματος πολλές ένοπλες οργανώσεις ανταρτών απείλησαν να πολεμήσουν τη χούντα.
Αν οι δυνάμεις ασφαλείας «συνεχίσουν να σκοτώνουν αμάχους, θα συνεργαστούμε με τους διαδηλωτές και θα απαντήσουμε», έγραψαν σε κοινή ανακοίνωση, την οποία υπέγραψε μεταξύ άλλων ο Στρατός του Αρακάν (ΑΑ), μια ένοπλη οργάνωση που μετρά πολλές χιλιάδες άνδρες με σημαντικό εξοπλισμό.
«Η κατάσταση κινδυνεύει να εξελιχθεί σε πλήρη εμφύλιο πόλεμο», σχολίασε η Ντέμπι Στόταρντ της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (FIDH). «Η χούντα δεν θέλει να κάνει καμία υποχώρηση και οι αντίπαλοί της, κυρίως ειρηνικοί μέχρι τώρα, μπαίνουν στον πειρασμό να ζητήσουν τη βοήθεια ένοπλων οργανώσεων για να τους προστατεύσουν».
Μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Μιανμάρ, το 1948, διάφορες εθνοτικές ομάδες εξακολουθούν να βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την κεντρική κυβέρνηση ζητώντας μεγαλύτερη αυτονομία, πρόσβαση στον φυσικό πλούτο της χώρας ή ένα μέρος του κερδοφόρου λαθρεμπορίου ναρκωτικών.
Ο βιρμανικός στρατός είχε συνάψει συμφωνίες εκεχειρίας με κάποιες από αυτές, μάλιστα στα μέσα Μαρτίου απέσυρε τον Στρατό του Αρακάν (ΑΑ) από τον κατάλογό της με τις τρομοκρατικές οργανώσεις.
Ομως, στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, η χούντα εξαπέλυσε αεροπορικές επιδρομές στη νοτιοανατολική Μιανμάρ, με στόχο μία από τις πιο μεγάλες ένοπλες οργανώσεις, την Εθνική Ενωση Κάρεν (KNU), αφού οι αντάρτες της κατέλαβαν στρατιωτική βάση και σκότωσαν πολλούς στρατιώτες.
Πρόκειται για τα πρώτα αεροπορικά πλήγματα στην περιοχή αυτή εδώ και 20 χρόνια.
Πρόσφυγες σπεύδουν στην Ταϊλάνδη
Περίπου 3.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να φύγουν για να γλιτώσουν, αναζητώντας καταφύγιο στην Ταϊλάνδη, σύμφωνα με τοπικές οργανώσεις.
Ομως οι ταϊλανδεζικές αρχές τούς έστειλαν πίσω, όπως δήλωσε η Χσα Μου, ακτιβίστρια που ανήκει στη μειονότητα Κάρεν. «Τους είπαν ότι θα πρέπει να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ότι έχουν σταματήσει οι μάχες». Ομως, νέες αεροπορικές επιδρομές πραγματοποιήθηκαν το βράδυ της Δευτέρας.
Σύμφωνα με την ίδια, η Ταϊλάνδη εμποδίζει τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, ανάμεσά τους και την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, που επιθυμούν να συναντήσουν τους πρόσφυγες.
Ο Τάνε Σανγκράτ, εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Ταϊλάνδης, διέψευσε τις καταγγελίες. Συνεχίζουμε «να φροντίζουμε όσους βρίσκονται στην ταϊλανδική πλευρά των συνόρων, ενώ παράλληλα εξετάζουμε την εξέλιξη της κατάστασης και τις ανάγκες στο πεδίο», δήλωσε.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι περισσότεροι 12 τραυματίες πέρασαν στην Ταϊλάνδη για να λάβουν ιατρική βοήθεια, ενώ εξήγησε ότι μερικές φορές οι πρόσφυγες επιστρέφουν μόνοι τους στη Μιανμάρ.
Η ταϊλανδική αστυνομία ανακοίνωσε ότι κατέσχεσε 10 δέματα που περιείχαν περίπου 100 χειροβομβίδες και 6.000 σφαίρες και είχαν προορισμό το μεθοριακό χωριό Τατσιλέικ.
Αξιωματούχος στο χωριό Μάε Σαμ Λάεπ δήλωσε ότι οι πρόσφυγες που φτάνουν μέσω του ποταμού Σαλουίν ανήκουν στη μειονότητα των Κάρεν.
Στο μεταξύ οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται στη Μιανμάρ, με τους διαδηλωτές να εφευρίσκουν νέους τρόπους διαμαρτυρίας και αντίστασης στη χούντα.
Την Τρίτη, οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων ξεκίνησαν «απεργία σκουπιδιών» πετώντας τα σκουπίδια τους στους δρόμους και να κλείνουν τις μεγάλες διασταυρώσεις.
Στη Ρανγκούν, οικονομική πρωτεύουσα της Μιανμάρ, κάποιοι οδικοί άξονες ήταν γεμάτοι σκουπίδια, αλλά και πανό που έγραφαν «Χρειαζόμαστε δημοκρατία».