Ιούνιος 1978. Ο Μενότι πολιορκούμενος από δημοσιογράφους στο Μουντιάλ. Εζησε και πέθανε με τις ιδέες του | Mirrorpix/Getty Images
Επικαιρότητα

Σέζαρ Λουίς Μενότι: Ο φιλόσοφος του «ωραίου παιχνιδιού»

Ο Σέζαρ Λουίς Μενότι, ο οποίος «έφυγε» την Κυριακή του Πάσχα σε ηλικία 85 ετών, ήταν άνθρωπος των αντιθέσεων και των προκλήσεων. Αργεντινός, που αγαπούσε το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο και τον Πελέ. Περονιστής, που χάρισε στη χούντα του Βιντέλα έναν διεθνή θρίαμβο. Πάνω απ’ όλα, ιεραπόστολος του επιθετικού, θεαματικού φούτμπολ
Sportscaster

Οι Αργεντίνοι τον λάτρευαν. Αν για όλο τον υπόλοιπο Κόσμο το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 –το πρώτο από τα τρία που έχουν κατακτήσει– ήταν του δικτάτορα Βιντέλα, στα δικά τους μάτια πρωταγωνιστής του θριάμβου υπήρξε ο Σέζαρ Λουίς Μενότι. Οπως ο Ντιέγκο Μαραντόνα το 1986, και ο Λιονέλ Μέσι το 2022.

Ο,τι κι αν πιστεύει κανείς για εκείνο το Μουντιάλ που διοργάνωσε η χούντα της Αργεντινής, ένα είναι βέβαιο: η ομάδα του Μενότι, ο οποίος «έφυγε» την Κυριακή του Πάσχα σε ηλικία 85 ετών, έπαιξε… βραζιλιάνικη μπάλα. Αυτός ο ψηλόλιγνος, μακρυμάλλης, μποέμ τύπος, που τον έβλεπες πάντα με το τσιγάρο στο χέρι, πήγε κόντρα στην παράδοση του δυναμικού αλλά άτεχνου αργεντίνικου στιλ ποδοσφαίρου με τα… φονικά μαρκαρίσματα, και παρουσίασε μια φουλ επιθετική και θεαματική «Αλμπισελέστε».

Παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς και την ιταλική του καταγωγή. Φαίνεται πως το σύντομο πέρασμά του από τη Σάντος στο λυκόφως της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής (1968) τον επηρέασε σημαντικά. Επαιξε δίπλα στον Πελέ, με τον οποίο έγινε φίλος. Οταν, ένα χρόνο αργότερα, αποσύρθηκε από τη δράση και αποφάσισε να γίνει προπονητής, θέλησε να παντρέψει το «Jogo Bonito» των Βραζιλιάνων, αλλά και το «totaalvoetbal» (ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο) των Ολλανδών, με τις αρετές του αργεντίνικου ποδοσφαίρου.

Εφάρμοσε την τακτική του πρώτα στην Ουρακάν, έναν σύλλογο του Μπουένος Αϊρες, στις αρχές της δεκαετίας των ‘70s. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: η ομάδα του υποχρέωσε τους αντιπάλους της να τη χειροκροτούν, κάτι αδιανόητο -μέχρι τότε- για τα αθλητικά ήθη και έθιμα της Αργεντινής. Η επιτυχία του αυτή, του χάρισε τη θέση του ομοσπονδιακού τεχνικού μόλις στα 36 του χρόνια. Αν και φανατικός περονιστής, δεν εγκατέλειψε το πόστο του όταν οι στρατηγοί έσβησαν το φως της δημοκρατίας στη χώρα. «Είναι καλύτερα να παλεύεις εκ των έσω», δικαιολογήθηκε σε συνέντευξή του το 2018, όταν ρωτήθηκε πώς ένας δεδηλωμένος αριστερός δέχτηκε να υπηρετήσει το καθεστώς Βιντέλα.

Ο θρίαμβος του 1978 ήταν η «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», στην οποία ο Μενότι ξέπλυνε το μέγα του αμάρτημα. Μετά το 1930, που έπαιξε στον τελικό του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου, η εθνική Αργεντινής μετρούσε μόνο παταγώδεις αποτυχίες. Το 1934 αγωνίστηκε μόλις σε έναν αγώνα και αποκλείστηκε. Το 1938 δεν πήρε μέρος, ούτε το 1950 και το 1954. Το 1958, το 1970 και το 1974, ήταν κομπάρσος. Μόνο το 1966 έκανε αισθητή την παρουσία της – έφτασε μέχρι τα προημιτελικά, όπου αποκλείστηκε από τη διοργανώτρια, Αγγλία. Αυτό που συνέβη το ‘78, οι Αργεντινοί το ονειρεύονταν επί σχεδόν μισό αιώνα. Και το πιστώθηκε εξ ολοκλήρου ο Μενότι. Οι φήμες για ύποπτα παιχνίδια δεν τους απασχολούσαν.

Για όλο τον υπόλοιπο Κόσμο, ο Μενότι θα μείνει στην Ιστορία ως «ο φιλόσοφος του ωραίου παιχνιδιού». Δίδασκε το «αριστερό» ποδόσφαιρο, όπως το χαρακτήριζε. Το 2006 είχε εξηγήσει στο Kicker: «Το αριστερό ποδόσφαιρο είναι γενναιόδωρο, αφοσιωμένο μόνο στο κοινό. Είναι ειλικρινές, και δεν βάζει το αποτέλεσμα πάνω από όλα. Σηµασία έχει ο τρόπος µε τον οποίο επιτυγχάνεται η νίκη, επειδή ο ποδοσφαιριστής είναι ο προνοµιούχος εκφραστής των ονείρων εκατοµµυρίων φιλάθλων. Υπάρχει ομορφιά σε αυτό το σπορ, την οποία δεν πρέπει να θυσιάζουμε στο βωμό του αποτελέσματος».

Είχε πει και άλλα, πολλά:

–«Το ποδόσφαιρο έχει γίνει μια τεράστια επιχείρηση, γι’αυτό αρκετοί προπονητές προσπαθούν να αποφύγουν το ρίσκο. Αυτό, όμως, δεν έχει λογική. Τα ρίσκα είναι παντού στη ζωή μας. Αν κάποιος θέλει να τα αποφύγει, δεν πρέπει να ερωτεύεται, για να μην πληγωθεί, ούτε να κάνει φίλους, για να μην τον απογοητεύσουν κάποια στιγμή».

–«Για μένα, η Μπαρτσελόνα είναι ο Ινιέστα και δέκα ακόμα».

–«Μουρίνιο υπάρχουν πολλοί, Γκουαρντιόλα ένας».

–«Οταν ο κόσμος πηγαίνει σε μια συναυλία, ζητάει κι άλλο τραγούδι. Οταν πηγαίνει στο γήπεδο και κερδίζει, ζητάει… τη λήξη του αγώνα».

Η Αργεντινή στέφθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια για δεύτερη φορά (1986) με προπονητή τον Κάρλος Μπιλάρδο, ο οποίος πίστευε ότι μια ομάδα πρέπει να κάνει το αναγκαίο, όχι το όμορφο. Η νίκη, έστω με… μισό – μηδέν, ήταν για εκείνον ο ένας και μοναδικός σκοπός. Εκτοτε, οι φίλαθλοι στη χώρα διχάστηκαν: «Menottistas» εναντίον «Billardistas». Η κόντρα τους έγινε και προσωπική, με μια σειρά καυστικών δηλώσεων εκατέρωθεν, που κράτησε για πολλά χρόνια. Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι το 2006, που οι δυο προπονητές συναντήθηκαν στις τουαλέτες του κέντρου Τύπου του Μουντιάλ της Γερμανίας, λίγο έλειψε να… πέσει ξύλο.

Ο Μενότι ήταν άνθρωπος των αντιθέσεων και των προκλήσεων. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 άφησε εκτός ομάδας τον Μαραντόνα, έναν παίκτη που (υποτίθεται ότι) ταίριαζε γάντι με τη φιλοσοφία του προπονητή. «Ηταν μόλις 17 ετών, ήθελα να τον προστατεύσω», είχε πει αργότερα. Το 2020 είχε χαρακτηρίσει τον Μέσι «αγόρι με αδύναμο χαρακτήρα». Και το 2022 σε ραδιοφωνική του συνέντευξη «τόλμησε» να χαρακτηρίσει τον Πελέ, της μισητής αντιπάλου, ως τον καλύτερο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών.

Εργάστηκε σε 15 συλλόγους, ανάμεσά τους στην Μπαρτσελόνα και την Ατλέτικο Μαδρίτης. Πέτυχε και απέτυχε, έζησε και πέθανε με τις ιδέες του.