Ο σερ Σέσιλ Μπίτον δεν ήταν απλά ένας φωτογράφος ούτε είχε σκεφτεί ποτέ έτσι τον εαυτό του: «Ήταν ένα σύνολο ιδιοτήτων. Δημοσιογράφος, καλλιτέχνης, σκηνογράφος και ενδυματολόγος, ιστορικός και ηθοποιός. Και όλες αυτές τις ιδιότητες, τις έβαλε στα πορτρέτα του. Πώς μπορεί κάποιος να μην εντυπωσιαστεί με αυτά που έκανε;
Έμεινε στο παιχνίδι για έξι δεκαετίες. Ήξερε τι έκανε. Είχε την αίσθηση της ιστορίας μέσα από τη δημιουργία. Ήταν μια δύναμη» γράφει η αμερικανίδα πορτρετίστρια Άνι Λίμποβιτς στον πρόλογο του «Beaton: Photographs», του λευκώματος με τις 100.000 φωτογραφίες του διάσημου βρετανού φωτογράφου που κυκλοφόρησε το 2015 από τον εκδοτικό οίκο Jonathan Cape.
Και τώρα, για πρώτη φορά φέτος μέρος του έργου του που περιλαμβάνει περισσότερα από 100 πορτρέτα παρουσιάζεται στην Ισπανία. Το αφιέρωμα στον Σέσιλ Μπίτον γίνεται στο πλαίσιο του διεθνούς φωτογραφικού και εικαστικού φεστιβάλ Photo España που πραγματοποιείται σε συνεργασία με το στη Μαδρίτη, στο Fundación Canal, και θα διαρκέσει μέχρι τις 19 Αυγούστου. Όλες οι φωτογραφίες ανήκουν στη συλλογή The Cecil Beaton Studio Archive των Sotheby’s.
Ηταν μόλις 11 ετών όταν ξεκίνησε η σχέση του με τη φωτογραφία με πρώτα μοντέλα του τη μητέρα του και τις δύο αδελφές του και δασκάλα του τη νταντά του που του έμαθε πώς να καδράρει και να εμφανίζει τα φιλμ του.
Πολύ αργότερα και όταν ήταν ήδη αναγνωρισμένος φωτογράφος ένα συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο Condé Nast τον έκανε συνεργάτη της «Vogue» και του «Vanity Fair» για τις σελίδες των οποίων φωτογράφισε μέλη της βρετανικής αριστοκρατίας, του πολιτικού και του καλλιτεχνικού κόσμου, διασημότητες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ και γενικά μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα από τον Πάμπλο Πικάσο και τον Μάρλον Μπράντο μέχρι τη Βίβιαν Λι και τον Μικ Τζάγκερ.
Η ικανότητά του να προτείνει περίπλοκους και αισθησιακούς κόσμους, αποκαλύπτοντας την πιο εύθραυστη και ανθρώπινη φύση των ανθρώπων που συνέλαβε με τον φακό του, τον έκανε σε ηλικία 30 ετών, τον αγαπημένο πορτρετίστα στον κόσμο της μόδας και της τέχνης, καθώς και τον επίσημο φωτογράφο της βασιλικής οικογένειας της Βρετανίας.
Λάτρης της κομψότητας και της ομορφιάς, εργάστηκε για το περιοδικό Vogue από το 1928 έως το 1954 και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου φωτογράφισε τα μοντέλα μεγάλων σχεδιαστών μόδας της εποχής του, συμπεριλαμβανομένων των Chanel, Vreeland, Dior και Balenciaga.
Ο Μπίτον ασχολήθηκε επίσης με τον σχεδιασμό κοστουμιών και σκηνικών για το θέατρο και τον κινηματογράφο, διαπρέποντας με δύο ταινίες που αποτελούν σταθμό στην καριέρα του. Κέρδισε δύο βραβεία Οσκαρ για τα κοστούμια του φιλμ «Ζιζί» (1958) και έξι χρόνια αργότερα για τα κοστούμια και τα σκηνικά της ταινίας «Ωραία μου κυρία» (1964) ενώ το βιογραφικό του περιλαμβάνει και τέσσερα θεατρικά βραβεία Τόνι.
Ανήσυχος επαγγελματικά αλλά και ερωτικά, ο Μπίτον ένιωθε έλξη και για τα δύο φύλα και βίωνε την αμφισεξουαλικότητά του χωρίς ενοχές και ταμπού. Η Γκρέτα Γκάρμπο ήταν μια από τις γυναίκες που τον σφράγισαν, η εμμονή του για τη θεά του Χόλιγουντ απεικονίζεται στα πορτρέτα που της έκανε, ενώ μεγάλος του έρωτας υπήρξε επίσης ο συλλέκτης Πίτερ Γουότσον.
Αφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 76 ετών, στις 18 Ιανουαρίου 1980, τέσσερις ημέρες μετά τα γενέθλιά του, στο Reddish House του Γουίλτσιρ – μία από τις κατοικίες του που παρουσιάζεται στο βιβλίο «Cecil Beaton at Home: An Interior Life» (2016).