Την πληροφορία ότι τίθεται εκ των πραγμάτων ζήτημα περιορισμού του κόστους που συνεπάγεται η χρήση 24 γλωσσών στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης έδωσε εμμέσως η Corriere della Sera. Και πώς περιορίζεται αυτό το κόστος; Μα, με μείωση του αριθμού των επισήμων γλωσσών σε έξι. Σε αυτές δεν θα περιλαμβάνεται η ελληνική, φυσικά, αν και ομιλείται σε δύο μέλη της ΕΕ.
Βέβαια, ο συντάκτης του μακροσκελέστατου άρθρου (Μάσιμο Νάβα) απέδωσε τη φαεινή ιδέα «σε ορισμένους ερευνητές», ανακουφισμένος που στην τυχερή εξάδα του συγκεκριμένου γλωσσικού Λόττο θα περιλαμβάνονται και τα ιταλικά (οι άλλες πέντε γλώσσες θα είναι, λέει, τα αγγλικά [παρά το Brexit], τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά και τα… πολωνικά).
Παραδέχτηκε, ωστόσο, ότι «τέτοια μεταρρύθμιση απαιτεί ομοφωνία των κρατών-μελών», συνεπώς «οικειοθελώς καμία χώρα δεν θα εγκαταλείψει τη γλώσσα της, οπότε η ΕΕ βρίσκεται σε αδιέξοδο». Ωστόσο στη ζωή, και μάλιστα συνηθέστατα, λειτουργεί αποτελεσματικά ο κανόνας της μη οικειοθελούς συμμορφώσεως (του αδυνάτου, δηλαδή)… Το μέλλον, οπωσδήποτε, θα δείξει τι ακριβώς παίζεται.
Η ΕΕ διατυμπανίζει μεν ότι η πολυγλωσσία στην επικράτειά της είναι κορώνα στο κεφάλι της, «θεμελιώδης αρχή» της και «προστατευμένη», όμως η διατήρηση αυτού του γλωσσικού status quo σημαίνει ότι τεράστια ποσά θα δαπανώνται εσαεί σε μεταφράσεις και διερμηνείες και ότι τα έξοδα των μεταφράσεων αυτών θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο μόλις το κλαμπ των Βρυξελλών αποκτήσει νέα μέλη (Τουρκία, βαλκανικές χώρες, Ουκρανία κ.ά.).
Η σχετική έρευνα της Neue Zürcher Zeitung (η οποία τυγχάνει γερμανόφωνη ελβετική εφημερίδα, δηλαδή χώρας εκτός ΕΕ) έδειξε με αριθμούς το οικονομικό μέγεθος του προβλήματος «η Βαβέλ της Ευρώπης». Προς το παρόν ο λογαριασμός ανέρχεται σε ένα δισ. ευρώ. Οι διάφοροι φορείς απασχολούν περισσότερους από 5.000 μεταφραστές γραπτού λόγου και διερμηνείς προφορικού λόγου. Αυτοί οι εργαζόμενοι προς εξυπηρέτηση ευρωβουλευτών και λοιπών μισθωτοί αντιπροσωπεύουν το 8% του συνολικού προσωπικού της ΕΕ, ενώ υπάρχουν και συνεργαζόμενοι ελεύθεροι επαγγελματίες. Η σχετική δαπάνη ισούται με το 13% των διοικητικών δαπανών της ΕΕ.
Εγραψε η Corriere: «Κάποια στιγμή, κάποιος θα σκεφτεί να χρησιμοποιήσει μοντέλα Τεχνητής Νοημοσύνης [για τις μεταφράσεις], αφού τα επίπεδα αξιοπιστίας τους είναι ολοένα και πιο υψηλά. Φυσικά, η ταυτόχρονη μετάφραση πολιτικών και διοικητικών συναντήσεων δεν απαιτεί μόνο άριστη γνώση των γλωσσών, αλλά και εξαιρετικό επίπεδο συγκέντρωσης, όπως και επιστημονικές δεξιότητες. Στα υψηλά κλιμάκια, δε, όροι απαράβατοι [για την απασχόληση των μεταφραστών και των διερμηνέων] είναι η απόλυτη διακριτικότητα και αξιοπιστία».
Παρέθεσε τη γνώμη του γερμανού γλωσσολόγου Φλόριαν Κούλμας, ότι «αν επικρατούσε ο νόμος της αποτελεσματικότητας, θα μιλούσαμε μόνο μία γλώσσα», σχολιάζοντας συγχρόνως πως «για τους Γερμανούς η αποτελεσματικότητα είναι το παν». Συνέχισε, δε, προσδιορίζοντας το πρόβλημα όσον αφορά τα γλωσσικά, ας πούμε, έξοδα της ΕΕ: «Το πρόβλημα είναι ότι η ΕΕ οδεύει προς μεγαλύτερη πολυγλωσσία – και όχι προς την κατεύθυνση του περιορισμού της». Θύμισε ότι και ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, όταν επισκέφθηκε την έδρα της ΕΕ, τον περασμένο Φεβρουάριο, είπε υπερηφάνως ότι και η δική του γλώσσα θα ακούγεται οσονούπω στο κλαμπ των Βρυξελλών.
Η Corriere περιέγραψε και τι συμβαίνει σήμερα στις Βρυξέλλες: «Η καθημερινή συνέντευξη Τύπου της Κομισιόν γίνεται στα γαλλικά και στα αγγλικά, καθώς τα αγγλικά παραμένουν η δεύτερη γλώσσα εργασίας. Τα γερμανικά είναι επίσης ένα είδος γλώσσας εργασίας».
Στο σημείο αυτό, με τη σκόπιμη αοριστία της φράσης «γλώσσα εργασίας» όσον αφορά τα γερμανικά, έριξε τη «βόμβα» για τις έξι γλώσσες για τις οποίες γράψαμε στην αρχή του κειμένου μας, και εξ αυτής της παραγράφου μπορεί να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα, λιγότερο ή περισσότερο παρακινδυνευμένο, ότι πίσω από την ιδέα των έξι επισήμων γλωσσών ενδέχεται να κρύβεται η στερημένη από επισημότητες Γερμανία: ναι μεν έχει δική της πρόεδρο στην Κομισιόν, όμως η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν μπορεί να απευθυνθεί urbi et orbi στη μητρική γλώσσα της.