H τουρκική σημαία κυματίζει δίπλα από αυτή της ΕΕ έξω από ξενοδοχείο στην Κωνσταντινούπολη | REUTERS/Murad Sezer
Επικαιρότητα

Σε συμπληγάδες η Αθήνα μετά το «nein» της Ευρώπης στον Ερντογάν

Η αυξανόμενη ένταση στις ευρωτουρκικές σχέσεις φέρνει την ελληνική εξωτερική πολιτική μπροστά σε ένα νέο δισεπίλυτο πρόβλημα. Τι στάση θα τηρήσει η κυβέρνηση μπροστά στο «γερμανικό μπλοκ» των χωρών-μελών της ΕΕ και στο αίτημα για άμεσο τερματισμό των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία;
Protagon Team

Η όξυνση της αντιπαράθεσης μεταξύ Βερολίνου – Αγκυρας και η δήλωση της καγκελαρίου Μέρκελ ότι θα φέρει το τουρκικό ζήτημα στα fora της Ευρωπαϊκής Ενωσης -με το ενδεχόμενο να κλείσει οριστικά η ευρωπαϊκή πόρτα στην Τουρκία–  φέρνει απρόβλεπτες συνέπειες στις ευρωτουρκικές σχέσεις και ειδικά σε μέτωπα όπως το Προσφυγικό. Ταυτόχρονα όμως, φέρνει και την ελληνική εξωτερική πολιτική μπροστά σε ένα νέο δίλημμα.

Η συνήθως προσεκτική καγκελάριος Μέρκελ διεμήνυσε ότι θα φέρει το θέμα προς συζήτηση με τους ευρωπαίους ηγέτες «για να δούμε αν μπορούμε να φθάσουμε σε μία κοινή θέση ώστε να τερματίσουμε τις ενταξιακές συνομιλίες» με την Τουρκία. «Θα πιέσω να τηρηθεί μια αποφασιστική στάση (…) Όμως πρέπει να συντονιστούμε και να συνεργαστούμε με τους εταίρους μας», ανέφερε η καγκελάριος σε ομιλία της την Τρίτη στην Μπούντενσταγκ, και προειδοποίησε με νόημα πως αν ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δει τις χώρες μέλη να διαφωνούν μεταξύ τους για το θέμα, «αυτό θα αποδυνάμωνε δραματικά τη θέση της Ευρώπης».

Η αντίδραση των Τούρκων ήταν άμεση και οργισμένη. Ο αρμόδιος υπουργός Ομέρ Τσελίκ κατηγόρησε τη Μέρκελ και τον αντίπαλό της στις γερμανικές εκλογές Μάρτιν Σουλτς,  για λαϊκισμό, ενώ ο εκπρόσωπος του Ερντογάν σχολίασε πως οι απόψεις του Βερολίνου αποτελούν δείγμα «συρρίκνωσης των οριζόντων» της Ευρώπης έναντι της Τουρκίας. Χαρακτηριστικά είναι τα πρωτοσέλιδα του τουρκικού Τύπου την Τρίτη, όπου η γερμανίδα καγκελάριος εμφανίζεται ως «κατάλοιπο του Χίτλερ και των ναζί».

Και παρά το γεγονός ότι η 30ετής υποψηφιότητα της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ έχει τελματώσει , η επίσημη διακοπή των διαπραγματεύσεων θα ήταν μία απόφαση δίχως προηγούμενο. Επιπλέον απαιτεί ομοφωνία και κάποιες χώρες μέλη της ΕΕ ίσως να μη δείξουν την ίδια αποφασιστικότητα με την Γερμανία ή την Αυστρία στην οριστική διάρρηξη των σχέσεων με την Αγκυρα για ποικίλους λόγους και κυρίως από τον φόβο ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η συνεργασία σε ζητήματα ασφαλείας (βλέπε τρομοκρατία, Προσφυγικό).

Η εναλλακτική είναι η αναστολή των διαπραγματεύσων με το επιχείρημα ότι η Τουρκία δεν πληροί τα κριτήρια ένταξης, απόφαση που απαιτεί διευρυμένη πλειοψηφία -και όχι ομοφωνία- και θα μπορούσε να συνοδεύεται από μία σειρά προϋποθέσεων για τη μελλοντική επανέναρξη των συνομιλιών.

Η τακτική που έχει χτίσει εδώ και μήνες η ελληνική κυβέρνηση έναντι των ευρωτουρκικών σχέσεων, επαναλαμβάνοντας σε κάθε ευκαιρία ότι η  Ελλάδα υποστηρίζει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ (υπό την προϋπόθεση της εκπλήρωσης όλων ανεξαιρέτως των προϋποθέσεων και προαπαιτουμένων) και διαδραματίζοντας ρόλο facilitator (διαμεσολαβήτη) μεταξύ Άγκυρας και ΕΕ, δείχνει πια να σκαλώνει μπροστά στην αποφασιστικότητα του Βερολίνου να βάλει ένα τέλος (σ.σ. έστω και προσωρινό) στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της γείτονος.

«Θεωρούμε ότι μια ενεργή και αξιόπιστη ενταξιακή διαδικασία, με ισχυρή αιρεσιμότητα, που οι αποφάσεις λαμβάνονται με ομοφωνία, συνιστά ισχυρό μοχλό πίεσης και το μοναδικό και καταλληλότερο πλαίσιο για τις μεταρρυθμίσεις, που απαιτούνται στην Τουρκία», έλεγε στην επίσημη θέση του για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας το υπουργείο Εξωτερικών. Τώρα όμως που το καθεστώς Ερντογάν δέχεται τα «πυρά» όχι μόνο του Βερολίνου αλλά και της ίδιας της Κομισιόν για την ακολουθούμενη πολιτική του, η λέξη ομοφωνία λαμβάνει μία άλλη διάσταση. Και αυτό γιατί στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής, στις Βρυξέλλες, ο έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με ένα ευρύ και συνάμα σκληρό μπλοκ χωρών που θα διάκειται αρνητικά στο ενδεχόμενο συνέχισης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας.

Τι στάση θα τηρήσει τότε ο Πρωθυπουργός; Και αν κάποιοι σπεύσουν να επισημάνουν ότι για μία τέτοια απόφαση (τον τερματισμό δηλαδή των ενταξιακών της Τουρκίας) απαιτείται ομοφωνία, το «κλειδί» της διευρυμένης πλειοψηφίας -όπως προαναφέρθηκε- βρίσκεται ήδη στα χέρια των ευρωπαίων ηγετών, γεγονός που κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη θέση της ελληνικής πλευράς.

Ενα ακόμα χαρτί που χάνει από τα δικά της χέρια η Αθήνα, είναι αυτό της σύνδεσης  των ελληνοτουρκικών με τα ευρωτουρκικά και το επιχείρημα ότι δίχως πρόοδο στα ελληνοτουρκικά, η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας τίθεται εν αμφιβόλω. Αν τελικά η πόρτα της ΕΕ κλείσει με δύναμη στο πρόσωπο του Ερντογάν, ο φόβος να το πληρώσει ακριβά η Ελλάδα είναι κάτι παραπάνω από πιθανός.

Πρώτο μέτωπο όπου η Αθήνα θα νιώσει για τα καλά τις συνέπειες της ρήξης Αγκυρας – Βρυξελλών (Βερολίνου) είναι αυτό του Προσφυγικού. Ηδη τα «προεόρτια» άρχισαν με τις αυξημένες ροές προσφύγων-μεταναστών προς τα ελληνικά νησιά.

Προφανής επίσης είναι η ανησυχία για τις πιθανότητες αύξησης και της έντασης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η περίοδος φαινομενικής ηρεμίας (λόγω και της εθνικής αργίας στην γείτονα, Κουρμπάν Μπαϊράμ) τις τελευταίες εβδομάδες μπορεί εύκολα να δώσει τη σκυτάλη σε μία έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο.

Μία ακόμη απειλή τέλος, είναι οι συνέπειες που θα μπορούσε να έχει μία ενδεχόμενη διακοπή της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας (σ.σ. η Ανγκελα Μέρκελ ήδη προανήγγειλε το γερμανικό βέτο στην αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης) για την τουρκική οικονομία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις μία τέτοια εξέλιξη θα κόστιζε στην τουρκική οικονομία περισσότερα από 50 δισ. ευρώ, με τα «απόνερα» να φθάνουν μέχρι την άλλη πλευρά του Αιγαίου (τουρισμός, διμερείς εμπορικές σχέσεις, εξαγωγές κτλ).

Ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, σε συνέντευξή του στο Εuractiv τον περασμένο Ιούλιο είχε σημειώσει πως η τελωνειακή ένωση «αποτελεί ένα καλό εργαλείο για την ανάπτυξη των σχέσεων ΕΕ και Τουρκίας». «Διακυβεύονται μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και από τις δυο πλευρές, ειδικά στην Τουρκία», είχε επισημάνει για να προσθέσει: «Υπολογίζουν ότι θα είναι περίπου 50-60 δισ. ευρώ τα κέρδη που θα αποκομίσουν…». «Για να υπάρξει πραγματική τελωνειακή ένωση και να αποκομίσει η Τουρκία τα οφέλη από αυτή, η Τουρκία πρέπει να καταλάβει ότι η ΕΕ αποτελείται από 28, και μετά το Brexit, 27 κράτη μέλη και πρέπει να τα αποδεχθεί ως τέτοια», διευκρίνιζε ο υπουργός Εξωτερικών, αφήνοντας τότε αιχμή για τη στάση της Αγκυρας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με τα σημερινά δεδομένα όμως, ο κίνδυνος για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας είναι πολύ μεγαλύτερος υπό την απειλή του  γερμανικού βέτο.