Ο Διονύσης Σαββόπουλος επέστρεψε στη σκηνή μετά το ξέσπασμα της πανδημίας με δύο μεγάλες συναυλίες, την Παρασκευή και την Κυριακή στη γενέτειρά του τη Θεσσαλονίκη. Το κλίμα ήταν συγκινητικό το βράδυ της Κυριακής στο Γεντί Κουλέ, στο θεατράκι που δημιουργήθηκε μέσα στον φρούριο για το νέο «Φεστιβάλ Επταπυργίου» που διοργανώνει η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.
Στη μουσική παράσταση με τίτλο «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», τα τραγούδια του Σαββόπουλου ακούστηκαν ξανά, 22 χρόνια μετά το «Σαββόραμα» στο Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας, με τους ήχους μιας συμφωνικής ορχήστρας, αυτής του Δήμου Θεσσαλονίκης, υπό τη διεύθυνση του σπουδαίου αρχιμουσικού Μίλτου Λογιάδη. Στη σκηνή μαζί με τον τραγουδοποιό, τραγούδησαν ο Φώτης Σιώτας και η Κατερίνα Πολέμη, ενώ πίσω από την ορχήστρα βρισκόταν η Μικτή Χορωδία Θεσσαλονίκης.
Ο Σαββόπουλος αφηγήθηκε στο κοινό, με τόνο ιδιαίτερα προσωπικό, στιγμές από τη Θεσσαλονίκη των παιδικών του χρόνων, μίλησε για τη διαδρομή του με ωτοστόπ προς την Αθήνα (πριν από εξήντα χρόνια) και το πώς έλαβε, όταν βγήκε από τη φυλακή, όπου τον είχε κλείσει η χούντα, τις δύο μεγάλες αποφάσεις της ζωής του.
Πλάι του, η ορχήστρα, ο αρχιμουσικός και οι τραγουδιστές γέμιζαν με μελωδίες τον ουρανό της Θεσσαλονίκης μέσα από τραγούδια που ο τραγουδοποιός τα λέει σπάνια σε ζωντανές του εμφανίσεις, όπως το σπαρακτικό «Είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη» που κυκλοφόρησε το 1994 και ήταν αφιερωμένο στη μνήμη της Σούλας Αλεξανδροπούλου και του Μίμη Δεσποτίδη.
Οι ενορχηστρώσεις του Αντώνη Σουσάμογλου και του Λάζαρου Τσαβδαρίδη έφεραν μια νέα ματιά στο έργο του τραγουδοποιού που εδώ και σχεδόν 60 χρόνια έχει γίνει κάτι σαν «σάουντρακ της ζωής» όσων ακούν φανατικά τα τραγούδια του.
«Εγώ μαέστρος ήθελα να γίνω, διευθυντής συμφωνικής ορχήστρας. Εγραφα βέβαια τραγούδια, είχα βγάλει και δίσκο, το Φορτηγό αν θυμάστε, αλλά δεν σκεπτόμουν να κάνω αυτό το πράγμα σε όλη μου τη ζωή» είπε την Κυριακή στο Επταπύργιο ο Σαββόπουλος, επιστρέφοντας στα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα και στον πρώτο του δίσκο. Ο τίτλος «Φορτηγό» παραπέμπει σε πραγματικό φορτηγό που είχε σταματήσει ο ίδιος με ωτοστόπ στην εθνική οδό για να κατέβει από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα.
Τα σχέδιά του άλλαξαν δραματικά μετά το 1967 όταν συνελήφθη, ανακρίθηκε και βασανίστηκε από τη χούντα και έγραψε «σε ένα κελί απομόνωσης» κάποια από τα ωραιότερα τραγούδια του. «Δεν περνούσε η ώρα. Χωρίς να το καταλάβω άρχισα κι έφτιαχνα τραγούδια με το μυαλό μου» θυμήθηκε και έπιασε στη σκηνή του Επταπυργίου την ιστορία για το πώς πήρε τις δύο μεγάλες αποφάσεις της ζωής του.
«Οταν με συλλάβανε, όλοι μου οι φίλοι εξαφανίστηκαν, δικαιολογημένα, φοβήθηκαν οι άνθρωποι. Και είχα κι εγώ σαν νέος δυο τρεις φιλεναδούλες, οι οποίες εξαφανίστηκαν κι αυτές» ανέφερε αρχικά. «Ομως ένα κορίτσι, μια φίλη, που τελείωνε το εξατάξιο γυμνάσιο, έφερε τον κόσμο άνω-κάτω και ήρθε εκεί και στεκόταν στην ουρά, κάθε μεσημέρι με τους άλλους συγγενείς των κρατουμένων για να μου φέρνει φαγητό».
Η στιγμή της απόφασης ήρθε όταν βγήκε από τη φυλακή, σε ένα παγκάκι μπροστά στο «Μαγεμένο Αυλό» στο Παγκράτι, που ήταν το στέκι του Μάνου Χατζιδάκι. «Όταν βγήκα πήγα στα στέκια μας να βρω κανέναν γνωστό, αλλά δεν υπήρχε ψυχή» θυμήθηκε. Οντως εκείνη την εποχή ο Μάνος Λοΐζος ήταν στο Λονδίνο, ο Μανώλης Ρασούλης και ο Φώντας Λάδης είχαν φύγει για τη Ρώμη, ο Θεοδωράκης είχε ήδη συλληφθεί, ο Χατζιδάκις ήταν από καιρό έξω, πριν από την επιβολή της δικτατορίας.
«Κι ένα βράδυ εκεί που πέρασα από τον “Μαγεμένο Αυλό” και δεν ήταν κανένας, κάθισα σε ένα παγκάκι και δεν ξέρω -θα έχει συμβεί και σε εσάς- μπορεί μέσα σε μια νύχτα να πάρεις αποφάσεις μιας ζωής -για πράγματα που τα κλωθογυρίζεις καιρό και για το καθένα, υπάρχει ένα επιχείρημα αλλά και ένα αντεπιχείρημα» είπε ο Σαββόπουλος συνεχίζοντας την ιστορία.
Και έφτασε στη στιγμή της απόφασης:
«Ξαφνικά, έτσι, μέσα σε μια νύχτα, το τι θα κάνεις βγαίνει από μέσα σου. Σαν να βρήκε το δρόμο της καρδιάς και να έρχεται στην επιφάνεια. Και πήρα δύο αποφάσεις:
Η πρώτη. Δεν είναι για σένα σοβαρός μαέστρος συμφωνικής μουσικής. Διότι αφού μέσα στην κόλαση μπορείς και γράφεις τραγούδια για να σε παρηγορούν, ε αυτή τη δουλειά θα κάνεις. Αυτό είσαι. Ένας άνθρωπος που γράφει και λέει ιστορίες. Αυτό θα γίνεις. Ένας τραγουδοποιός. Και θα το υπερασπιστείς.
Και δεύτερον. Αυτό το κοριτσάκι θα το παντρευτείς γιατί το αγάπησες»…
Το κοριτσάκι που του πήγαινε φαγητό στα κρατητήρια ήταν η Ασπα Σαββοπούλου, η σύζυγός του Διονύση Σαββόπουλου, εδώ και 55 χρόνια. Και πριν από το τέλος της παράστασης στο Επταπύργιο, ο τραγουδοποιός έπαιξε για πρώτη φορά ζωντανά σε συναυλία του το τραγούδι «Ασπα», που είναι γραμμένο για την ίδια και κυκλοφόρησε το 1979 στο άλμπουμ «Η Ρεζέρβα».