Αποτελεί σίγουρα μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες φιγούρες του παγκόσμιου σινεμά: ο μικροκαμωμένος άνδρας με το μουστάκι, το καπέλο και το μπαστούνι και την σωματική κινησιολογία που συνδυάζουν το κωμικό με το δραματικό.
Ο Σαρλό, ο «μεταφυσικός μίμος», όπως τον έχουν αποκαλέσει, γιορτάζει καθώς συμπληρώθηκαν εφέτος 130 χρόνια από την γέννηση του «πατέρα» του, του Τσάρλι Τσάπλιν (στις 16 Απριλίου 1889).
Για το λόγο αυτόν και σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο διοργανώνονται εκθέσεις, εκδηλώσεις, αλλά και προβολές ταινιών με επίκεντρο τόσο τον πλέον γνωστό χαρακτήρα που ενσάρκωσε ο Τσάπλιν, όσο και τις άλλες, εξίσου σημαντικές του ταινίες.
Ήδη έχουν διοργανωθεί μια σειρά από εκδηλώσεις στο επίσημο μουσείο που φέρει το όνομα του, το Chaplin’s World, στην Ελβετία, στην πόλη Μανουάρ ντε Μπαν όπου έζησε τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του.
Μια έκθεση στο Παρίσι, ένα μπαλέτο με θέμα τις ταινίες του στη Μπρατισλάβα αλλά και το Progetto Chaplin, μια αναδρομική έκθεση από την Ταινιοθήκη της Μπολόνια με 150.000 έγγραφα που ανήκαν στον Τσάπλιν, ανάμεσα τους σενάρια, φωτογραφίες, χειρόγραφα, επιστολές, ακόμη και σκηνικά που έφτιαχνε στο χέρι ο μεγάλος καλλιτέχνης.
Στις ΗΠΑ, το τηλεοπτικό δίκτυο Showtime θα προβάλει το ντοκιμαντέρ «Chasing Chaplin» των Πίτερ Μίντλετον και Τζέιμς Σπίνεϊ που αφηγείται τη ζωή και το έργο του «Σαρλό», από τα πρώτα του βήματα ως παιδί έως το ταξίδι του στο Χόλιγουντ και την εκούσια απομάκρυνσή του από τα φώτα της δημοσιότητας.
Αυτό που είναι σημαντικό να θυμόμαστε είναι πως ο Τσάπλιν υπήρξε μάλλον ο πρώτος auteur στην ιστορία του σινεμά: ένας αυθεντικός και ολοκληρωμένος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, μουσικός και ηθοποιός, έως και σκηνογράφος ενίοτε.
Ένα πραγματικό χαμίνι του Λονδίνου που ξεκίνησε από την απόλυτη ένδεια, για να φτάσει στην κορυφή του Χόλιγουντ.
Μέχρι να τα καταφέρει όμως, έπρεπε να περάσει πολλά: ο πατέρας του, που ήταν αλκοολικός, ένα χρόνο μετά τον ερχομό του Τσάρλι στη ζωή, εγκατέλειψε τη σύζυγό του και τα δυο τους παιδιά.
Η μητέρα του, με προβλήματα υγείας, εγκατέλειψε με τη σειρά της τον χώρο του θεάματος και άρχισε να δουλεύει ως ράφτρα.
Η φτώχεια την οδήγησε μαζί με τα δυο παιδιά της σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ενώ το 1895 μπήκε στο φτωχοκομείο και στη συνέχεια σε άσυλο φρενοβλαβών. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Τσάπλιν ανέλαβε την επιμέλεια του αδελφού του Σίντνεϊ μένοντας σε ένα άθλιο διαμέρισμα και κάνοντας δουλειές του ποδαριού πριν καλά καλά ενηλικιωθεί.
Στα 14 χρόνια του, ο Τσάρλι έγινε μέλος ενός θιάσου και έπαιξε στην παράσταση «Τζιμ», στην οποία υποδυόταν ένα χαμίνι στους δρόμους του Λονδίνου.
Στη συνέχεια συμμετείχε σε διάφορες παραστάσεις και με αφορμή μία περιοδεία ενός θιάσου, όπου δούλευε, στην Αμερική, του μπήκε η ιδέα να μεταναστεύσει εκεί. Όπερ και εγένετο.
Το Αμερικανικό Όνειρο
Η πορεία του στην κορυφή ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1910, με την υπογραφή συμβολαίου με την εταιρία Keystone του Μακ Σένετ. Γύρισε συνολικά 35 ταινίες μικρού μήκους, έχοντας ήδη αρχίσει να διαμορφώνει το χαρακτήρα του «Σαρλό», με το στενό σακάκι, το μικρό καπέλο, τα μεγάλα παπούτσια, το χαρακτηριστικό μουστάκι και το βάδισμα του πιγκουίνου.
Το 1916, θα υπογράψει συμβόλαιο με την εταιρία Mutual, για 12 ταινίες και μέσα σε ένα χρόνο θα γυρίσει, μεταξύ άλλων, τα φιλμ «Ο μετανάστης», «Ο ενεχυροδανειστής», «Η θεραπεία», «Ήσυχος δρόμος». Με τις ταινίες αυτές τελειοποιεί την τεχνική της παντομίμας, ενώ στην προβληματική του βάζει και άλλα κοινωνικά προβλήματα όπως αυτά που αντιμετώπιζαν οι μετανάστες και οι άθλιες συνθήκες που βίωναν.
Το 1920, θα γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το περίφημο «Χαμίνι», η οποία παρότι δεν προσέλκυσε αρχικά το ενδιαφέρον των διανομέων στην Αμερική, είχε τεράστια επιτυχία σε όλο τον κόσμο.
Θα ακολουθήσουν οι τεράστιες επιτυχίες «Ο Χρυσοθήρας» και «Το Τσίρκο», το οποίο συνέπεσε με την εποχή της εισόδου του κινηματογράφου στον ήχο, κάτι που δεν άρεσε στον Τσάπλιν, ο οποίος προτιμούσε την γοητεία της σιωπής. Πάντως, θα κάνει μια υποχώρηση και θα «ντύσει» την ταινία με μουσική, που μάλιστα συνέθεσε ο ίδιος!
Το 1931, μεσούσης της Μεγάλης Ύφεσης, θα γυρίσει το αριστουργηματικό «Τα Φώτα της Πόλης». Η υπόθεση είναι απλή: ο άνεργος Σαρλό ερωτεύεται μια τυφλή κοπέλα που πουλάει λουλούδια, η οποία πιστεύει ότι είναι πλούσιος, σε μια ταινία που πολλοί κριτικοί σινεμά θεωρούν πως διαθέτει ίσως το ωραιότερο φινάλε σε όλη την ιστορία του κινηματογράφου.
Το 1936 θα γυρίσει το φιλμ «Μοντέρνοι Καιροί», το οποίο πραγματεύεται τους αγχωτικούς και απάνθρωπους ρυθμούς εργασίας σε ένα μεγάλο αυτοματοποιημένο εργοστάσιο -ένα πρώτο σχόλιο στον καπιταλισμό made in the USA.
Το πέρασμα στον ομιλoύντα κινηματογράφο
Η πρώτη καθαρά μη βουβή ταινία του, «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» (1940), δεν είναι απλώς μία αντιναζιστική ταινία, είναι μια γελοιοποίηση της ιδεολογίας του μίσους, μια λοιδορία για τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο της εποχής εκείνης. Ο Τσάπλιν υποδύεται τον δικτάτορα της Τομανίας (αντίγραφο του Χίτλερ), ενώ ο Τζακ Όουκι, ερμηνεύει κι αυτός έξοχα τον δικτάτορα της Βακτηρίας, σατιρίζοντας τον Μουσολίνι.
Πώς του ήρθε η ιδέα για τον «Μεγάλο Δικτάτορα»;
Όλα ξεκίνησαν όταν είδε στη Νέα Υόρκη τη δοξαστική για τον Χίτλερ ταινία της Λένι Ρίφενσταλ «Η Δύναμη της Θελήσεως», μαζί με τον Μπουνιουέλ και κάποιους άλλους. Ο Τσάπλιν γελούσε συνεχώς με τους κομπασμούς και τις πόζες του γερμανού δικτάτορα, ενώ οι άλλοι ήταν τρομοκρατημένοι. Όταν έγιναν γνωστά τα γεγονότα της «Νύχτας των Κρυστάλλων», τον Νοέμβριο του 1938, ωρίμασε η ιδέα του και έβαλε μπροστά την ταινία.
Το 1947, θα γυρίσει το καυστικό για την αμερικανική κοινωνία «Ο Κύριος Βερντού», που ο Τσάπλιν εμπνεύστηκε από τον Λαντρί, ένα γάλλο δολοφόνο πλουσίων κυριών.
Ο Τσάπλιν δέχτηκε επιθέσεις από υπερσυντηρητικούς κύκλους, που τον χαρακτηρίζαν «κομμουνιστή», ενώ ζητούσαν και την απέλασή του. Ιδιοκτήτες κινηματογράφων δέχθηκαν πιέσεις για να μην προβάλουν την ταινία του κάτι που έγινε και στην Ευρώπη, στην οποία, ωστόσο, σημείωσε επιτυχία.
Μετά την (σχεδόν αναμενόμενη…) άρση της βίζας του από το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Τσάπλιν εγκατέλειψε τις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελβετία.
Στην ευρωπαϊκή του πορεία θα γυρίσει την αντιμακαρθική σάτιρα «Ένας Βασιλιάς στη Νέα Υόρκη» το 1957 και δέκα χρόνια αργότερα την «Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ», με την απαστράπτουσα Σοφία Λόρεν και τον Μάρλον Μπράντο.
Απομακρυσμένος πλέον από τον κινηματογράφο, ο Τσάπλιν έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήσυχα και μακριά από την Αμερική, για την οποία είχε πει ότι δεν θα γυρνούσε πίσω «ακόμη και αν ο Ιησούς Χριστός γινόταν πρόεδρος».
Πήγε μόνο για λίγο το 1972, προκειμένου να παραλάβει το τιμητικό Όσκαρ, για την «ανυπολόγιστη συμβολή του στην εξέλιξη του κινηματογράφου», όταν είχαν αλλάξει οι εποχές και μια νέα γενιά κινηματογραφιστών, που είχαν γαλουχηθεί από αυτόν, τον αποθέωσε ανυπόκριτα.
Πέθανε ήσυχα τα Χριστούγεννα του 1977 στην Ελβετία, σε ηλικία 88 ετών.