Με ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας γνωστοποιήθηκε ότι η Ρωσική Ομοσπονδία απάντησε δι’ απαγορεύσεως στην απαγόρευση που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ενωση σε ρωσικά media, δηλαδή μπλοκάρισε με τη σειρά της ορισμένα Δυτικά – μαζί με αυτά και κάποια ελληνόφωνα (την κρατική ραδιοτηλεόραση της Ελληνικής Δημοκρατίας ΕΡΤ, τους ιδιωτικές τηλεοπτικές επιχειρήσεις Σκάι και Mega και την κυριακάτικη εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» συν τον ομώνυμο ιστότοπο). Οι Ρώσοι συνόδευσαν την ανακοίνωσή τους με την υπόσχεση ότι θα επανεξεταστούν όλες οι απαγορεύσεις τους εφόσον αρθούν οι Δυτικοί περιορισμοί στα ρωσικά media.
Η ιταλική εφημερίδα με ιστότοπο Repubblica, όπως και η La Stampa, αμφότερες του ομίλου GEDI Gruppo Editoriale, αλλά και οι ιστότοποι της κρατικής ραδιοτηλεόρασης της Ιταλικής Δημοκρατίας RAI, περιλαμβάνονται επίσης στα ρωσικά αντίμετρα. Στο σχετικό σημείωμά του το μέσο της Ρώμης έγραψε ότι πρόκειται «για αποκλεισμό και λογοκρισία εκ μέρους της Ρωσίας, κίνηση αναμενόμενη, πάντως». Την οποία ερμήνευσε ως εξής: «Ηταν καθαρά αντίποινα ύστερα από τις απαγορεύσεις εκ μέρους της ΕΕ των ιστοσελίδων του πρακτορείου Ria Novosti και των εφημερίδων Izvestia και Rossiyskaya Gazeta ως όργανα προπαγάνδας του Κρεμλίνου».
Οι Βρυξέλλες κατηγόρησαν τα ρωσικά media ότι «υποστηρίζουν τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας» και ότι «συμβάλλουν στην αποσταθεροποίηση των γειτονικών χωρών». Μόλις απάντησαν οι Ρώσοι με το ίδιο νόμισμα, ο Υπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ δήλωσε ότι «η ΕΕ καταδικάζει την εντελώς αβάσιμη απόφαση των ρωσικών αρχών να εμποδίσουν την πρόσβαση των Ρώσων σε περισσότερα από 80 ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης». Η Repubblica συσχέτισε τα ρωσικά αντίμετρα με την εκτίμηση των Δυτικών μυστικών υπηρεσιών ότι δεν είναι απλά αντίποινα, αλλά αποτελούν μέρος ολοκλήρου σχεδίου παραπληροφόρησης.
«Οπως έχει λεχθεί πλειστάκις, οι ευρωεκλογές ήταν μια σημαντική ευκαιρία για τη Ρωσία ώστε να μεταφέρει τα προπαγανδιστικά μηνύματά της. Οτι η Ευρώπη καταπνίγει την ανάπτυξη με φόρους και κανονισμούς, ιδίως με τους ‘‘πράσινους’’ και περιβαλλοντικούς, ότι σπαταλήθηκε πακτωλός χρήματος υπέρ της Ουκρανίας και πλέον κινδυνεύει η ασφάλεια, κ.λπ. Αυτή η πολιτική απέφερε πολιτικά αποτελέσματα στις ευρωεκλογές, κυρίως στη Γερμανία, στην Αυστρία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Υπάρχει όμως και κάτι επιπλέον. Για να διαδώσει αυτό το είδος προπαγάνδας, η Ρωσία επιστράτευσε χάκερ που ασχολούνται και με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και οι οποίοι χρησιμοποίησαν εργαλεία πιο εκλεπτυσμένα σε σύγκριση με τα μηνύματα στα social media.
»Η Ρωσία έφτιαξε ακόμη και ψεύτικους ιστοτόπους ιταλικών εφημερίδων οι οποίοι προβάλλουν προπαγανδιστικά μηνύματα υπέρ της Ρωσίας. Για παράδειγμα, σε μια ψεύτικη σελίδα της Repubblica κάτω από φωτογραφία της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι υποστηρίζεται ότι ‘‘οι Δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας προκαλούν σημαντική ζημιά στην ιταλική οικονομία, για την οποία το εμπόριο με τη Μόσχα δεν είναι επιλογή, αλλά αναγκαιότητα’’. Υπάρχουν στοιχεία για να σκεφτούμε, σύμφωνα με τις μυστικές υπηρεσίες, ότι ο αποκλεισμός από τη μια και η στρατηγική παραπληροφόρησης από την άλλη συνδέονται.
»Και δεν είναι τυχαίο ότι οι σελίδες που πλήττονται περισσότερο από τα fake news είναι ακριβώς αυτές των μέσων ενημέρωσης στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις, τόσο στην Ιταλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο όμιλος GEDI Gruppo Editoriale, επιχείρηση που εκδίδει τις Repubblica και La Stampa, εξέφρασε την απογοήτευσή του. ‘‘Λυπούμαστε για ένα μέτρο που τελικά θα βλάψει μόνο τους ρώσους πολίτες’’ υποστήριξε, διαβεβαιώνοντας ότι παραμένει ‘‘προσηλωμένος στη δωρεάν και ποιοτικής πληροφόρηση’’».