Λίγες ημέρες αφότου το υπουργείο Πολιτισμού της Ρωσίας ζήτησε από τη Ζελφίρα Τρεγκούλοβα να αποδείξει ότι η συλλογές του μουσείου της ήταν «σύμφωνες με τις πνευματικές και ηθικές αξίες της χώρας», ανακοινώθηκε η απόλυσή της και η αντικατάστασή της από τη Γελένα Προνίχεβα, κόρη ενός ανώτατου αξιωματούχου της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της χώρας (FSB).
Η Προνίχεβα έχει μικρή εμπειρία στις Καλές Τέχνες και ο διορισμός της φαίνεται ότι αποσκοπεί αποκλειστικά στο να στείλει ένα μήνυμα: Οποιος δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του υπουργείου και με το ολοένα συντηρητικότερο όραμα του Κρεμλίνου για τη χώρα, απλώς αντικαθίσταται με συνοπτικές διαδικασίες.
Η 39χρονη Προνίχεβα έχει γεννηθεί στη Μελιτούπολη, στη Ζαπορίζια της Ουκρανίας, μία από τις περιοχές που ο Πούτιν επιθυμεί να ενώσει με τη Ρωσία. Ο πατέρας της, Βλαντίμιρ Προνίχεφ, μετά από μακρά καριέρα στην FSB, έγινε αναπληρωτής διευθυντής της υπηρεσίας και, ακολούθως, επικεφαλής των συνοριακών υπηρεσιών.
Σε αντίθεση με την 67χρονη Τρεγκούλοβα, η οποία είναι πτυχιούχος Ιστορίας της Τέχνης, εργάστηκε σε ολόκληρη την επαγγελματική πορεία της σε μουσεία και βοήθησε στην επιμέλεια εκθέσεων σε όλον τον κόσμο, η Προνίχεβα σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Στη συνέχεια εργάστηκε για την κυβέρνηση, στην Επιτροπή Προϋπολογισμού και Φόρων της Κρατικής Δούμας, της Κάτω Βουλής της Ρωσίας, και στο τμήμα εξωτερικής οικονομικής δραστηριότητας της Gazprombank, η οποία συνδέεται με τον υπό κρατικό έλεγχο ενεργειακό κολοσσό Gazprom.
Από το 2013 έως το 2015 η Προνίχεβα ήταν εκτελεστική διευθύντρια του Εβραϊκού Μουσείου και Κέντρου Ανοχής, στη Μόσχα. Πιο πρόσφατα, υπήρξε επικεφαλής του Μουσείου του Πολυτεχνείου της Μόσχας, το οποίο ήταν κλειστό λόγω ανακαίνισης από το 2013.
Στη δήλωση με την οποία ανακοινώνει τον διορισμό της Προνίχεβα, το ρωσικό υπουργείο Πολιτισμού ανέφερε ότι το συμβόλαιο της Τρεγκούλοβα είχε λήξει. Η αλήθεια είναι ότι τους τελευταίους μήνες η Τρεγκούλοβα είχε υποστεί σφοδρή κριτική από κυβερνητικά στελέχη επειδή το μουσείο της «αντιστεκόταν στον πατριωτικό πυρετό της χώρας».
Τον Νοέμβριο του 2022, ο κόσμος της Τέχνης στη Ρωσία έμεινε άναυδος με την ξαφνική ακύρωση της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της Μόσχας, που θα γινόταν στη Γκαλερί Τρετιακόφ. Η επίσημη εξήγηση του υπουργείου Πολιτισμού ήταν ότι υπήρχαν εκκρεμότητες διαδικαστικού χαρακτήρα.
Ωστόσο, η εφημερίδα Komsomolskaya Pravda έγραψε ότι η ηγεσία της Τρετιακόφ, η Τρεγκούλοβα δηλαδή, είχε αρνηθεί να συμπεριλάβει στην έκθεση προπαγανδιστικά έργα καλλιτεχνών από τις κατεχόμενες ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας.
Τρεις μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο, η Τρεγκούλοβα έλαβε μια επιστολή από το υπουργείο Πολιτισμού, με την οποία την καλούσαν άμεσα να αναφέρει το έργο της πάνω στο θέμα της «εναρμόνισης των μόνιμων και προσωρινών εκθέσεων των μουσείων με τις ηθικές και πνευματικές αρχές της Ρωσίας». Την επιστολή είχαν φέρει στο φως οι Moscow Times. Η επιστολή υποτίθεται ότι εστάλη μετά από διαμαρτυρία προς το υπουργείο ενός επισκέπτη του μουσείου.
«Είναι σαφές ότι η Τρεγκούλοβα, η οποία υποστήριζε την ανάπτυξη της συνεργασίας με μουσεία σε όλον τον κόσμο, σήμερα δεν ταιριάζει στην τρέχουσα πολιτική γραμμή του Κρεμλίνου», έγραψε ο Αλεξέι Βενεντίκτοφ, επικεφαλής του απαγορευμένου φιλελεύθερου ραδιοφωνικού σταθμού Echo Moscow, στην πλατφόρμα ανταλλαγής μηνυμάτων Telegram.
Τα γεγονότα στην Γκαλερί Τρετιακόφ θυμίζουν, όπως αναφέρει η Whashington Post, τη σταυροφορία του ηγέτη της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουτσόφ ενάντια στην αντικομφορμιστική Τέχνη, που άνθισε στη χώρα μετά τον θάνατο του Στάλιν.
«Ολα οδηγούσαν σε αυτό που συνέβη, ειδικά αφότου άρχισε αυτός ο έλεγχος “συμμόρφωσης με πνευματικές και ηθικές αξίες”», έγραψε η Λαρίσα Μαλιούκοβα, πολιτιστική συντάκτης της ανεξάρτητης εφημερίδας Novaya Gazeta. «Τώρα, προφανώς, δεν θα υπάρξουν άλλα επεισόδια με επισκέπτες στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ».