Δεν είναι εύκολο να δει κανένας κάτι θετικό στην είδηση ότι ο αριθμός των δημοσιογράφων που δολοφονήθηκαν το 2019 μειώθηκε σχεδόν στο μισό, γιατί αν μη τι άλλο εξακολουθεί να αποδεικνύει ότι η παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνη ενασχόληση.
Στην καταμέτρηση που έδωσε στη δημοσιότητα την Τρίτη η διεθνής οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF), επισημαίνεται πως τη χρονιά που τελειώνει λιγότεροι λειτουργοί των μέσων ενημέρωσης έχασαν τη ζωή τους σε εμπόλεμες ζώνες.
Συνολικά, 49 δημοσιογράφοι δολοφονήθηκαν ενώ ασκούσαν το επάγγελμά τους σε όλο τον κόσμο το 2019 — 46 άνδρες και τρεις γυναίκες. Ο αντίστοιχος αριθμός το 2018 ήταν 86.
Ανάμεσα στα θύματα φέτος συγκαταλέγονται 36 επαγγελματίες δημοσιογράφοι, 10 μη επαγγελματίες και 3 συνεργάτες ΜΜΕ.
Από τα θύματα, 29 δολοφονήθηκαν σε χώρες όπου επικρατεί ειρήνη και πάνω από το 60% έγιναν στόχος ηθελημένα. «Ο αριθμός των θανάτων στις λεγόμενες ειρηνικές χώρες παραμένει εξίσου αυξημένος από τη μια χρονιά στην άλλη: το Μεξικό μετράει τον ίδιο αριθμό δολοφονημένων με την προηγούμενη χρονιά, δηλαδή 10», σύμφωνα με τους RSF.
Κανένας δημοσιογράφος δεν έχασε τη ζωή του κάνοντας ρεπορτάζ στο εξωτερικό· αντίθετα όλοι οι άνθρωποι που δολοφονήθηκαν έπεσαν θύματα επιθέσεων στις ίδιες τις χώρες τους.
Ο αριθμός των λειτουργών του Τύπου που δολοφονήθηκαν το 2019 ήταν ο χαμηλότερος από το 2003, σύμφωνα με την RSF, η οποία δίνει στη δημοσιότητα τον απολογισμό αυτόν κάθε χρόνο από το 1995.
Οι χώρες όπου σκοτώθηκαν οι περισσότεροι δημοσιογράφοι παγκοσμίως φέτος είναι η Συρία (10), το Μεξικό (10), το Αφγανιστάν (5), το Πακιστάν (4) και η Σομαλία (3). Συνολικά στη Λατινική Αμερική, δολοφονήθηκαν 14 λειτουργοί των ΜΜΕ, περισσότεροι από ό,τι στη Μέση Ανατολή. Οι RSF σημειώνουν εξάλλου ότι οι συρράξεις στη Συρία, στο Ιράκ, στην Υεμένη και το Αφγανιστάν ήταν συγκριτικά λιγότερο φονικές για τους δημοσιογράφους φέτος σε σύγκριση με την περασμένη χρονιά.
Στο «βαρόμετρο» της οργάνωσης αναφέρεται επίσης ο αριθμός των δημοσιογράφων που έχουν φυλακιστεί σε διεθνές επίπεδο επειδή απλούστατα έκαναν τη δουλειά τους: ανήλθε σε 389 φέτος, αυξημένος κατά 12% σε σύγκριση με το 2018. Το ποσοστό των γυναικών επί του συνόλου των φυλακισθέντων εργαζομένων σε μέσα ενημέρωσης παρέμεινε αμετάβλητο σε σύγκριση με το 2018, στο 8%.
Η αύξηση του αριθμού αυτού είναι ακόμη περισσότερο «ανησυχητική» διότι «δεν συμπεριλαμβάνει τους δημοσιογράφους που προσήχθησαν αυθαίρετα και κρατήθηκαν για μερικές ώρες, μερικές ημέρες, ως και μερικές εβδομάδες».
Η RSF καταγράφει «τον πολλαπλασιασμό αυτού του τύπου προσαγωγών» τη χρονιά που πλησιάζει στο τέλος της, εξαιτίας «των διαδηλώσεων και των κινημάτων αμφισβήτησης που ξέσπασαν λίγο ως πολύ παντού στον κόσμο, ιδίως στην Αλγερία και στο Χονγκ Κονγκ, όπου οι επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων πολλαπλασιάζονται, όπως και στη Χιλή και στη Βολιβία».
Σχεδόν οι μισοί φυλακισθέντες δημοσιογράφοι (186 στους 389) είναι έγκλειστοι σε μόνο τρεις χώρες: στην Κίνα (120, σχεδόν το ένα τρίτο), στην Αίγυπτο (34) και στη Σαουδική Αραβία (32), αναφέρεται στην έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα. Στις περιπτώσεις της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, στους περισσότερους φυλακισθέντες δεν έχουν απαγγελθεί καν κατηγορίες. Στην Κίνα, πολλοί κρατούμενοι είναι μειονοτικοί Ουιγούροι, ενώ μεγάλο μέρος τους είναι πολίτες-δημοσιογράφοι που προσπάθησαν να σπάσουν τη λογοκρισία μέσω του Διαδικτύου. Στην Τουρκία, πολλοί φυλακισμένοι δημοσιογράφοι αφέθηκαν ελεύθεροι, όμως αρκετοί εξ αυτών συνελήφθησαν ξανά λίγο καιρό αργότερα.
Ακόμη, αναφέρει το κείμενο, τουλάχιστον 57 δημοσιογράφοι κρατούνται όμηροι σε διεθνές επίπεδο, αριθμός σχεδόν αμετάβλητος σε σύγκριση με το 2018. Οι όμηροι είναι συγκεντρωμένοι και φέτος στις ίδιες τέσσερις χώρες: τη Συρία (30), την Υεμένη (15), το Ιράκ (11) και την Ουκρανία (1).
Κανένας δημοσιογράφος δεν κηρύχθηκε αγνοούμενος κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με την έκθεση της RSF. Το 2018 είχαν καταγραφεί 3 τέτοιες υποθέσεις σε διεθνές επίπεδο.