Ελάχιστοι ποδοσφαιριστές έχουν κατακτήσει ένα Παγκόσμιο Κύπελλο «μόνοι τους». Στις 17 Ιουλίου 1994, ο Ρομπέρτο Μπάτζιο θα γινόταν ένας απ’ αυτούς. Η Ιταλία είχε φτάσει στον τελικό με τη Βραζιλία -ένα repeat της αναμέτρησης του 1970 στο «Αζτέκα», που θεωρήθηκε η πιο συναρπαστική μουντιαλική μάχη όλων των εποχών- χάρη στα δικά του γκολ. Ενα ολόκληρο έθνος αγωνιούσε για τον πρησμένο του αστράγαλο. Ολες οι ιταλικές εφημερίδες καλούσαν τον προπονητή του, τον Αρίγκο Σάκι, να μην ακούσει τους γιατρούς: «Ο Ρόμπι πρέπει να παίξει, έστω και με ένα πόδι». Ο ίδιος τον είχε απειλήσει πως, αν δεν τον έβαζε στον αγώνα, θα αποχωρούσε για πάντα από την εθνική.
Ακόμα και οι αμερικανοί οικοδεσπότες εκείνου του Μουντιάλ είχαν προτείνει στους Ιταλούς να τον εξετάσουν δικοί τους γιατροί. Ετρεμαν στην ιδέα της ενδεχόμενης απουσίας του. Πάνω του είχαν στήσει ολόκληρη την καμπάνια τους για να γεμίσουν τα γήπεδα. Η «αλήτικη» γοητεία του Μπάτζιο, με την κοτσίδα, τα γαλανά -σαν χάντρες- μάτια και την best-seller ιστορία που κουβαλούσε, είχε κατακτήσει τα media και τις γυναίκες, και είχε κάνει όλα τα βραδινά talk-shows των ΗΠΑ να ασχολούνται με την αφεντιά του. Επιπλέον, ήταν και τυπικά ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου, αφού την προηγούμενη χρονιά (1993) του είχε απονεμηθεί η «Χρυσή Μπάλα».
Ο τελικός στο «Ροζ Μπόουλ» της Πασαντίνα είχε φτάσει στα πέναλτι. Ο Μπαρέζι και ο Ντανιέλε Μασάρο είχαν, ήδη, αστοχήσει στις δικές τους εκτελέσεις, και ο Μπάτζιο έπρεπε να σκοράρει για να κρατήσει την Ιταλία ζωντανή στο παιχνίδι. Ηταν σπεσιαλίστας. Σε όλη του την καριέρα εκτέλεσε 91 πέναλτι και έβαλε τα 76, επίδοση – ρεκόρ όλων των εποχών στο ιταλικό πρωτάθλημα. Εκείνη την ημέρα, όμως, η Μοίρα θα του έπαιζε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι. Πήρε φόρα και, με ένα σουτ που μάλλον θύμιζε αμερικάνικο φούτμπολ, έστειλε την μπάλα πολύ ψηλά πάνω από τα δοκάρια του Ταφαρέλ. Εμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει την άσπρη βούλα, ενώ γύρω του η Βραζιλία πανηγύριζε την κατάκτηση του τροπαίου.
Αυτό το πιο διάσημο πέναλτι στην ιστορία του ποδοσφαίρου, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη γνωστή διαφήμιση του «Johnnie Walker», τον στοίχειωσε για πάντα: «Είχα ένα όνειρο, σαν παιδί, να παίξω σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου κόντρα στη Βραζιλία. Ημουν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που είχαν την τύχη να ζήσουν το όνειρό τους. Αλλά, ήμουν εγώ που έστειλα το χαρούμενο τέλος του ονείρου μου στις εξέδρες. Ακόμα και σήμερα, δεν έχω αποδεχτεί πραγματικά αυτό που συνέβη». Το εξομολογήθηκε πολλά χρόνια μετά, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Στην πραγματικότητα, αυτή η φάση χώρισε τη ζωή του στα δυο. Τίποτε, πλέον, δεν θα ήταν όπως πριν. Οχι πως, πριν, ήταν όλα ρόδινα. Γεννημένος στις 18 Φεβρουαρίου 1967, άρχισε να μαγεύει τους ποδοσφαιρόφιλους από τα 16 του. Πρώτα στο χωριό του, των δέκα χιλιάδων ψυχών. Ολοι μιλούσαν για τον γιο του ξυλουργού που «θα ξεπεράσει τον Riva». Υστερα στη Βιτσέντζα, στη Γ’ Κατηγορία. Απέναντι σε αντιπάλους που είχαν έως και τα διπλάσια χρόνια -και πολύ πιο γεροδεμένα κορμιά- ο πιτσιρικάς κολλούσε την μπάλα στο πόδι και τους ντρίμπλαρε κατά βούληση. Με μια σπάνια ομορφιά στην κίνηση, και μια απίστευτη ικανότητα να κάνει τα πιο δύσκολα να φαίνονται απλά. Ξεχώριζε σαν διαμάντι μέσα στη λάσπη.
Κάποιοι δεν άντεχαν να τους εξευτελίζει. Η κλωτσιά πήγαινε σύννεφο. Σε ένα παιχνίδι κόντρα στη Ρίμινι -ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει στη μεγάλη Φιορεντίνα εκείνης της εποχής αντί τριών δισεκατομμυρίων λιρετών- του έκαναν το γόνατο σμπαράλια: ρήξη πρόσθιου χιαστού, συνδέσμων και μηνίσκου. Ακόμα και σήμερα, ένας τέτοιος τραυματισμός μπορεί να σημάνει το τέλος μιας ποδοσφαιρικής καριέρας. Οι γιατροί κουνούσαν το κεφάλι τους, όμως η Φιορεντίνα αποφάσισε να το ρισκάρει. Πλήρωσε τη Βιτσέντζα και τον έστειλε στη Γαλλία, σε μια εξειδικευμένη κλινική. Στα 18 του, ο Μπάτζιο γνώρισε την κακή του τύχη, η οποία έμελλε να τον καταδιώκει μέχρι το τέλος της καριέρας του.
Εξι μήνες αργότερα, στην έναρξη της σεζόν 1986-1987, έκανε το ντεμπούτο του κόντρα στη Σαμπντόρια. Σε ένα από τα μαγικά του κόλπα, το ανατριχιαστικό «κρακ» ακούστηκε μέχρι τις εξέδρες. Ηταν, πάλι, το γόνατό του. Σχεδόν αποφάσισε να τα παρατήσει, όταν οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι θα χάσει όλη τη χρονιά. Επεσε σε κατάθληψη. Δεν έβγαινε από το σπίτι, δεν σήκωνε τα τηλέφωνα, και -για έναν περίεργο λόγο- έβλεπε μόνον έναν φίλο του, τον Μαουρίτσιο Μπολντρίνι, ο οποίος ήταν μέλος της Soka Gakkai, της ιταλικής σχολής λατρείας του ιαπωνικού βουδισμού. Ο Ρόμπι άκουγε τον Μπολντρίνι να μιλάει για τη θρησκεία του, και ένιωθε να φουντώνει μέσα του η αισιοδοξία που τον είχε εγκαταλείψει. Επειτα από μια σύντομη μαθητεία, ασπάστηκε τον Βουδισμό.
Ο «Μικρός Βούδας» -έτσι τον έλεγαν πια- επέστρεψε την προτελευταία αγωνιστική του Πρωταθλήματος, στο «Σαν Πάολο» της Νάπολι. Εκεί που μεσουρανούσε ο ήλιος του Ντιέγκο Μαραντόνα. Η Φιορεντίνα έχανε 1-0, όταν κέρδισε ένα φάουλ έξω από την περιοχή. Το εκτέλεσε ο Μπάτζιο – α λα Μαραντόνα- και ισοφάρισε. Εκείνη την ημέρα, ο Μισέλ Πλατινί δήλωσε στην κάμερα της RAI ότι ο πιτσιρικάς είναι το πρώτο… «εννιάμισι» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Ο μοναδικός παίκτης που συνδυάζει τις αρετές του δημιουργού με εκείνες του εκτελεστή.
Ο παράφορος έρωτας της Φιορεντίνα για τον Μπάτζιο έγινε μίσος, όταν ο Καλιέντο -ο πρώτος ατζέντης στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου- ανακοίνωσε ότι ο παίκτης πήρε μετεγγραφή στη Γιουβέντους αντί 18 δισεκατομμυρίων λιρετών (τότε, ο πιο ακριβοπληρωμένος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών). Στην παρουσίασή του από τη νέα του ομάδα, ο Μπάτζιο αρνήθηκε ακόμα και να φορέσει το κασκόλ της. Σεβάστηκε την ομάδα που του έσωσε την καριέρα, μέχρι παρεξηγήσεως. Οι φλορεντίνοι, όμως, δεν έπαψαν να τον θεωρούν «προδότη». Προτού φύγει από τη Φλωρεντία, ο Μπάτζιο αντίκρυσε γραμμένο με μπογιά στον τοίχο του σπιτιού του, ένα σύνθημα που ποτέ δεν θα ξεχάσει: «Νεκρός για πάντα».
Το ντεμπούτο του με την Εθνική Ιταλίας το έκανε το 1988. Στο «Ολίμπικο» της Ρώμης, 50.000 Ιταλοί μαζεύτηκαν για να απολαύσουν την πρωταθλήτρια Ευρώπης, Ολλανδίας, του βαν Μπάστεν, του Γκούλιτ και του Ράικαρντ. Σύντομα, όμως, το ενδιαφέρον τους στράφηκε σε έναν νεαρό που θύμιζε βετεράνο: χέρια στη μέση, φανέλα έξω από το σορτσάκι, κάλτσες κατεβασμένες, κινήσεις ράθυμες χωρίς άσκοπο τρέξιμο. Φορούσε το Νο11. Κάθε φορά που ακουμπούσε την μπάλα, ένα ομαδικό επιφώνημα θαυμασμού ακουγόταν στην εξέδρα. Την επομένη, η Repubblica κυκλοφόρησε με τον τίτλο: «Γεννήθηκε η ιδιοφυΐα που θα κάνει την Ιταλία ευτυχισμένη». Ολη η χώρα ερωτεύτηκε το μελαγχολικό παιδί με το πικρό χαμόγελο. Κι άρχισε να τον συγκρίνει με τα «ιερά τέρατα» του παρελθόντος.
Το 1993 έζησε την κορυφαία του στιγμή: κατέκτησε το Κύπελλο UEFA με τη Γιουβέντους και το «όσκαρ» του ποδοσφαίρου, τη «Χρυσή Μπάλα». Το 1994 ήρθε το «μετά». Η επιστροφή από το Μουντιάλ των ΗΠΑ ήταν οδυνηρή. Οι Ιταλοί θυμήθηκαν ακόμα και ότι δεν είναι Καθολικός. Η Γιουβέντους του Μαρσέλο Λίπι του έδειξε την πόρτα της εξόδου. Οταν τον απέκτησε η Μίλαν του Μπερλουσκόνι, ήταν 29 και έδειχνε 39. Οι αντίπαλοι τον χλεύαζαν, για το χαμένο πέναλτι της Πασαντίνα. Αυτός που θα γινόταν «βασιλιάς του Κόσμου», δυο χρόνια αργότερα δεν κλήθηκε στο Euro της Αγγλίας.
Στη Μίλαν έμεινε λίγο. Προσπάθησε να πάει στην Πάρμα, όμως ο Κάρλο Αντσελότι του έκλεισε την πόρτα. Οπως ομολογεί σήμερα, είναι η μοναδική απόφαση στην καριέρα του που τον καταδιώκει στον ύπνο του. Τελικώς, ο Μπάτζιο βρήκε στέγη στην Μπολόνια. Εκεί, στα 30 του, παραλίγο να στεφθεί πρώτος σκόρερ. Εκοψε την κοτσίδα και επικεντρώθηκε στον επόμενο στόχο: να πάει στο Μουντιάλ της Γαλλίας – κάτι που, εκείνη την εποχή, φάνταζε απίθανο. Κι όμως, ο Τσέζαρε Μαλντίνι τον κάλεσε, κι εκείνος του το ανταπέδωσε με «κατάθεση ψυχής». Σε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο (1998) είχε την ευκαιρία να ξορκίσει τον δαίμονά του. Στο ματς με τη Χιλή, η Ιταλία κέρδισε πέναλτι. Ολοι έστρεψαν το βλέμμα τους στον «Ρόμπι». Εκείνος πήρε την μπάλα, την έστρωσε στην άσπρη βούλα, και ευστόχησε.
Ηταν τόσο καλός σ’ εκείνο το τουρνουά, που ο Μοράτι τον πήρε στην Ιντερ. Ο προπονητής του, όμως, ο Μαρτσέλο Λίπι, είχε αντίθετη γνώμη. Η κόντρα τους απασχόλησε τα media επί μήνες, ώσπου ο Μπάτζιο τα μάζεψε και έφυγε από το Μιλάνο. Επέστρεψε στο χωριό του και έκανε προπονήσεις στο γήπεδο όπου πρωτόπαιξε πιτσιρικάς. Πάλι δεν το έβαλε κάτω. Στον επόμενο σταθμό του, στην Μπρέσια, με γκρίζους κροτάφους πια, σκόραρε 45 φορές, ανάμεσα σε αλλεπάλληλους τραυματισμούς. Τον βολιδοσκόπησαν κάποια μεγάλα κλαμπ, όμως – στα 37 του- δεν άντεχε άλλο τους πόνους.
Στην τελευταία του ποδοσφαιρική παράσταση (Μίλαν – Μπρέσια), στις 16 Μαΐου 2004, βγήκε από το παιχνίδι στο 88′. Ογδόντα χιλιάδες θεατές τον αποχαιρέτισαν με ένα ανεπανάληπτο standing ovation. Με αργά βήματα, βλέμμα μελαγχολικό, τη φανέλα έξω από το σορτσάκι και τις κάλτσες κατεβασμένες, χάθηκε στα αποδυτήρια. Ακριβώς όπως είχε εμφανιστεί 21 χρόνια πριν.
«Οταν έληξε το τελευταίο μου ματς, ένιωσα απελευθερωμένος. Ο πόνος με συνόδευε σε όλη μου την ποδοσφαιρική ζωή, όμως τα τελευταία χρόνια ήταν μεγαλύτερος απ’ όσον μπορούσα να αντέξω. Στην Μπρέσια δυσκολευόμουν να περπατήσω για δύο ημέρες έπειτα από κάθε παιχνίδι. Οταν πήγαινα σπίτι, δεν μπορούσα να βγω από το αυτοκίνητο. Πατούσα με το ένα πόδι και κρατιόμουν από την πόρτα για να σηκωθώ. Είχα φτάσει να λέω στη μητέρα μου, «εάν μ’ αγαπάς, σκότωσέ με». Δεν θα μπορούσα να έχω κάνει περισσότερα στην καριέρα μου». Επειτα από αυτή τη συνέντευξη, στην Corriere dello Sport, η Ιταλία ένιωσε πολύ άσχημα που, κάποτε, τον μίσησε για ‘κείνο το μοιραίο πέναλτι.
Σήμερα, η χώρα του τον θυμάται και τον τιμά όσο λίγους. Οχι μόνο για την ποδοσφαιρική του αξία, αλλά -κυρίως- για τη δύναμη που έβρισκε ώστε να ξανασηκωθεί, κάθε φορά που «έπεφτε». Αντίπαλός του, «μια ζωή», ήταν η κακή του τύχη. Τη νίκησε. Αυτό είναι το πιο μεγάλο του τρόπαιο.