Δύο πολωνοεβραίοι καλλιτέχνες, παιδικοί φίλοι μάλιστα, ο πασίγνωστος σκηνοθέτης Ρομάν Πολάσκι και ο φωτογράφος Ρίτσαρντ Χόροβιτς, 89 και 83 ετών αντιστοίχως, ανταμώθηκαν στη γενέτειρά τους Κρακοβία. Είχαν 60 χρόνια να τη δουν παρέα. Ο ένας κατέφθασε από το Παρίσι και ο άλλος από τη Νέα Υόρκη. Αφού αγκαλιάστηκαν με θέρμη στο αεροδρόμιο, πήραν τον δρόμο για τα μέρη όπου πέρασαν τα παιδικά χρόνια τους και όπου «γνώρισαν τη φρίκη», έγραψε η Repubblica. Δηλαδή, πήγαν και κινηματογραφήθηκαν «στο γκέτο και στο νεκροταφείο, στη συναγωγή, στα παλιά σπίτια των οικογενειών τους, σε μια πόλη που έχει αλλάξει τόσο πολύ, που ο Πολάνσκι την αποκαλεί Disneyland». Τους συνόδευαν οι συμπατριώτες τους κινηματογραφιστές Ματέους Κούντλα και Αννα Κοκόσκα-Ρομέρ.
Η πρώτη δήλωση του Χόροβιτς ήταν για την ουσία του ντοκιμαντέρ: «Δεν το σκεφτήκαμε ποτέ, αλλά όταν μας το πρότειναν είπα ότι ήταν καλή ιδέα να καταγράψουμε τα πάντα για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, ώστε να καταλάβουν την κατάσταση που αντιμετωπίσαμε σε τρυφερή ηλικία και μας έκανε ό,τι είμαστε σήμερα. Οταν τα παιδιά και τα εγγόνια ήταν στην ηλικία μου, τότε συνειδητοποίησα τον ακραίο κίνδυνο που είχα βιώσει εγώ. Ευτυχώς, τότε δεν το γνώριζα».
Προ του ντοκιμαντέρ, οι δύο παιδικοί φίλοι δεν είχαν μοιραστεί τις αναμνήσεις τους από εκείνη την περίοδο της ζωής τους, όπως είπε ο φωτογράφος. Για το παρόν, πάντως, του Πολάνσκι ήταν ενθουσιώδης: «Με εξέπληξε ότι κινείται και μιλάει σαν νέος, φορώντας αυτό το δερμάτινο μπουφάν. Μόνο αν τον δεις από κοντά βλέπεις την πραγματική ηλικία του».
Στα παιδικά τους χρόνια, βέβαια, ήταν αλλιώς τα πράγματα: «Ο πατέρας του έλεγε πως ήθελε ο Ρομάν να είναι σαν εμένα, και όχι ιδιότροπος, όπως ήταν. Ομως, ουδέποτε μαλώσαμε. Τον ένιωθα σαν μεγαλύτερο αδερφό. Ηταν περίεργος, έτσι μαζί ανακαλύψαμε τη ζωή, τη φωτογραφία, τη μουσική, τις ταινίες». Αφότου οι δρόμοι τους χώρισαν, ανταμώθηκαν σε διάφορα μέρη του κόσμου, όχι όμως στην Κρακοβία. «Ποτέ μας δεν μιλήσαμε για το παρελθόν».
Ο Χόροβιτς είχε να πει κακό λόγο για κάποια ταινία του φίλου του, καθώς «και ο Ρομάν προσέχει πολύ να μην κάνει κριτική στις φωτογραφίες μου», ωστόσο δήλωσε ότι του αρέσει το… σκηνικό του σατανιστικού φιλμ «Το Μωρό της Ρόζμαρι», το «Τσαϊνατάουν» και «άλλες ταινίες». Για τον εαυτό του δήλωσε τυχερός που η τέχνη του δεν επηρεάστηκε από το παρελθόν – σε αντίθεση με τον Πολάνσκι, ο οποίος κατά τον φωτογράφο «έκανε ταινίες γεμάτες από κακουχίες και ανθρώπινη φρίκη». Τέλος, η κουβέντα οδηγήθηκε στις αναμνήσεις του από τη ναζιστική περίοδο.
Ο Χόροβιτς δήλωσε ότι έζησε με τους γονείς του στο γκέτο της Κρακοβίας και ότι όλη η οικογένεια δούλευε σε ένα εργοστάσιο του Σίντλερ, προτού η επιχείρηση μετακομίσει στην Τσεχία. Οι Γερμανοί χώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες και έστειλαν τη μάνα του στο Αουσβιτς. Ο Χόροβιτς είπε ότι την είδε σε ένα τρένο «φορτωμένο γυναίκες». Και εκείνη τον είδε επίσης, για μερικά λεπτά. Από τον Σεπτέμβριο του 1944 φυλακίστηκε και αυτός στο Αουσβιτς. Στους Ιταλούς δήλωσε πως όταν τους απελευθέρωσαν οι Σοβιετικοί, εκείνος κατέληξε σε ένα ορφανοτροφείο.
«Εκεί με βρήκαν φίλοι του πατέρα μου, με πήραν και με έβαλαν σε ένα σπίτι όπου ξανασυνάντησα τον Ρομάν. Η δική του μάνα είχε σκοτωθεί στην αρχή του πολέμου. Ο Ρομάν είχε κρυφτεί σε ένα χωριό έξω από την Κρακοβία, σε μια οικογένεια αγροτών. Μήνες αργότερα, η μητέρα μου και η αδερφή μου με αναγνώρισαν σε ένα ντοκιμαντέρ και με βρήκαν. Ξανάσμιξα με τον πατέρα μου και την οικογένειά μου. Επιτέλους, ήμασταν όλοι μαζί! Μείναμε στην Πολωνία μέχρι το ’56. Ο Ρομάν έφυγε πρώτος, πήγε στο Παρίσι και μετά στο Λονδίνο. Δεν τον ξαναείδα πριν από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60, στη Νέα Υόρκη».
Κατακλείδα της συνέντευξης του Χόροβιτς, η αναφορά στην ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Η λίστα του Σίντλερ»: «Αυτή η ταινία θα μπορούσε να είχε σκηνοθετηθεί από τον Ρομάν. Ο Σπίλμπεργκ μας πήγε, εμάς τους επιζήσαντες, στην Ιερουσαλήμ, για την τελευταία, τη συναισθηματική σκηνή. Ηλπιζα να ανακαλύψω το παρελθόν μου μέσα από μαρτυρίες άλλων επιζησάντων, όμως ο καθένας είχε διαφορετικές ιστορίες. Η δική μου είναι αυτή των πολλών χαμένων ευκαιριών. Μπορώ να καταλάβω πώς ο Ρομάν κατάφερε να επιβιώσει στην ύπαιθρο, αλλά το πώς ένα πλάσμα σαν εμένα τα κατάφερε να περάσει από πέντε στρατόπεδα συγκέντρωσης και χωρίς τους γονείς του, αυτό είναι κάτι που ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω».