Η πρώτη προσφορά που έφτασε στα γραφεία της ΠΑΕ Ολυμπιακός για τον Παναγιώτη Ρέτσο ήταν της τάξεως των εννέα εκατομμυρίων ευρώ. Στην τρίτη, το ποσό είχε ανέβει λίγο πάνω από τα 15 εκατομμύρια. Για έναν πιτσιρικά που υπέγραψε συμβόλαιο επαγγελματία μόλις πέρυσι -και παίζει στην άμυνα-, τα λεφτά ήταν πολλά. Περισσότερα από πολλά. Η άρνηση των Πρωταθλητών Ελλάδας να τον παραχωρήσουν σε οποιαδήποτε τιμή κάτω από τα 20 εκατ. ευρώ, έμοιαζε με απληστία που θα ματαίωνε τη μετεγγραφή. Ωσπου, 36 ώρες προτού σχολάσει το καλοκαιρινό παζάρι, η συμφωνία έκλεισε με τους όρους του πωλητή: 20 εκατομμύρια, συν δύο που συνδέθηκαν με την επίτευξη στόχων (μπόνους).
Το deal είναι ιστορικό. Εστω για λίγες ώρες, αυτή ήταν η πιο δαπανηρή μετακίνηση έλληνα ποδοσφαιριστή. Την ξεπέρασε χθες (31/8) η μετεγγραφή του 29χρονου Κώστα Μήτρογλου από την Μπενφίκα στη Μαρσέιγ, έναντι 27,5 εκατ. ευρώ. Παραμένει, όμως, η πιο ακριβή πώληση έλληνα από ελληνικό σύλλογο σε club του εξωτερικού. Είναι και εξωφρενικό. Ποτέ στο παρελθόν η Μπάγερ Λεβερκούζεν (διαχρονικά μία από τις τέσσερις πέντε σημαντικότερες ομάδες του γερμανικού πρωταθλήματος) δεν είχε πληρώσει τόσα χρήματα για να αποκτήσει κάποιον παίκτη. Και τα έδωσε για έναν 19χρονο που έκανε το ντεμπούτο του στο ελληνικό πρωτάθλημα πριν από 12 μήνες (11 Σεπτεμβρίου 2016, ως αλλαγή), που δεν είχε προλάβει να δείξει τα προσόντα του στο Champions League, που δεν είχε αγωνιστεί στην Εθνική Ανδρών της χώρας του (ο Ρέτσος έπαιξε για πρώτη φορά χθες, στο 0-0 με την Εσθονία).
Οσο κι αν η απόλυτη αξία της (τα 20+2 εκατομμύρια ευρώ) εντυπωσιάζει, κάποια συγκριτικά στοιχεία περιγράφουν το μέγεθος αυτής της μετεγγραφής ακόμα καλύτερα. Πρώτον, είναι η τρίτη ακριβότερη, εφέτος, στην Μπουντεσλίγκα – και μία από τις έξι πιο δαπανηρές για αμυντικό στα χρονικά του γερμανικού ποδοσφαίρου. Δεύτερον, ο Ολυμπιακός θα εισπράξει για τον φέρελπι στόπερ του τέσσερις φορές περισσότερα χρήματα από όσα καρπώθηκε ο Παναθηναϊκός από την παραχώρηση των δύο καλύτερων παικτών του (του Μπεργκ και του Ζέκα). Τρίτον, δεν υπάρχει προηγούμενο -σε ολόκληρη την Ευρώπη- πώλησης ποδοσφαιριστή σε τιμή που ξεπερνά τα 2/3 της ετήσιας αξίας των τηλεοπτικών δικαιωμάτων του πρωταθλήματος στο οποίο αγωνιζόταν. Στην Ελλάδα, για τη σεζόν 2017-2018, το ποσό αυτό είναι μόλις 30 εκατ. ευρώ.
Αγοράζοντας ακριβά, στην αρχή, ο Ολυμπιακός του Βαγγέλη Μαρινάκη έμαθε να πουλάει πανάκριβα. Οι μετεγγραφές του Κέβιν Μιραλάς και του Αλμπερτ Ριέρα, στις αρχές της δεκαετίας, τράβηξαν την προσοχή μερικών σπουδαίων ατζέντηδων – μεταξύ των οποίων και ο Κουτσολιάκος, ο άνθρωπος πίσω από την ιστορία του Ρέτσου. Χάρη στην τεχνογνωσία που του προσέφερε ο Ερνέστο Βαλβέρδε (κυρίως), αλλά και στη «βιτρίνα» του Champions League στο οποίο πρωταγωνιστεί ανελλιπώς, ο Ολυμπιακός κατάφερε να δημιουργεί υπεραξίες. Εξελίσσοντας και διαφημίζοντας τους πιο ταλαντούχους παίκτες του (τον Μανωλά, τον Μήτρογλου, τον Μιλιβόγεβιτς, τον Ιντέγιε, τον Σάμαρη, τον Φετφατζίδη, τον Μιραλάς…), τους πουλάει σε τιμές πολλαπλάσιες του κόστους, με την πολύτιμη βοήθεια τριών τεσσάρων φημισμένων μάνατζερ, των οποίων έχει γίνει εκλεκτός πελάτης.
Με την πάροδο του χρόνου έμαθε το σπουδαιότερο: πως τα λεφτά δεν τα φέρνουν οι μεγάλες φίρμες -εκείνοι τους οποίους οι οπαδοί τρέχουν να υποδεχθούν στο αεροδρόμιο-, αλλά οι «αθόρυβες» μετεγγραφές νεαρών με καλές προοπτικές. Ετσι, άρχισε να αγοράζει φθηνότερα. Αυτό που συνέβη το 2013-2014 είναι, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μέσα σε έξι μήνες κατάφερε να πουλήσει έναντι 40 εκατ. ευρώ (συνολικά), τρεις διεθνείς ποδοσφαιριστές που του είχαν κοστίσει μόλις 600.000 ευρώ. Για τον Μήτρογλου, που του έφερε 15,1 εκατ. ευρώ, είχε δαπανήσει -το 2007- 200.000 ευρώ. Για τον Σάμαρη, για τον οποίο η Μπενφίκα πλήρωσε 10 εκατ. ευρώ, είχε δώσει (στον Πανιώνιο, το 2012) 400.000 ευρώ. Και ο Μανωλάς, που πήγε στη Ρόμα με 15 εκατ. ευρώ, είχε αποκτηθεί ως ελεύθερος (το 2012).
Σύμφωνα με το CIES (διεθνές κέντρο μελετών για τον αθλητισμό), ο Ολυμπιακός είναι ο μοναδικός ελληνικός σύλλογος στη λίστα των 100 με τα μεγαλύτερα έσοδα από παραχωρήσεις ποδοσφαιριστών σε ομάδες των πέντε κορυφαίων πρωταθλημάτων της Ευρώπης. Αλλά, το πιο εκπληκτικό στην περίπτωση του Πρωταθλητή Ελλάδας δεν είναι ο τζίρος που επιτυγχάνει (πάνω από 130 εκατ. ευρώ στα χρόνια του Μαρινάκη) – είναι το ποσοστό κέρδους που χαρακτηρίζει τις συμφωνίες του.
Το αλισβερίσι παικτών, ο Ολυμπιακός το έχει κάνει επιστήμη, εδώ και χρόνια. Στην υπόθεση του Ρέτσου, όμως, ξεπέρασε τον εαυτό του. Ο γεννημένος στο Γιοχάνεσμπουργκ (9 Αυγούστου 1998) παίκτης εντάχθηκε στις ακαδημίες του το 2008. Μόλις άρχισε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα παιδιά, μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο. Ο μικρός Παναγιώτης μπορούσε -και έπρεπε- να γίνει ένα πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο του συλλόγου. Στην ομάδα Νέων τον έκαναν αρχηγό. Δυο καλοκαίρια τον πήραν μαζί στην προετοιμασία της πρώτης ομάδας. Τον χρησιμοποίησαν σε διάφορες θέσεις της ενδεκάδας, για να αποκτήσει εμπειρίες. Αλλά, αυτό που ελάχιστοι σύλλογοι με την οικονομική άνεση του Ολυμπιακού θα έκαναν, είναι πως δεν αγόρασαν κάποιο έμπειρο παίκτη για το κέντρο της άμυνας, ώστε ο Ρέτσος να βρει χώρο για να αναπτυχθεί. Αφησαν τον Σιόβα και τον Σαλίνο να φύγουν, και αγόρασαν έναν 20χρονο, τον Βραζιλιάνο Βιάνα.
Από την πρώτη στιγμή τον αντιμετώπισαν ως επαγγελματία ποδοσφαιριστή, κι όχι σαν ένα «αιώνιο» ταλέντο. Πήραν το ρίσκο να τον ρίξουν κατευθείαν στα βαθιά. Τον περασμένο Φεβρουάριο, του φόρεσαν και το περιβραχιόνιο του αρχηγού: για να καταλάβει τι θα πει ευθύνη, αλλά και για να του δείξουν πόσο πολύ τον πιστεύουν. Σε ηλικία 18 ετών, 5 μηνών και 20 ημερών έγινε ο νεώτερος αρχηγός, όχι μόνον του Ολυμπιακού αλλά και στην ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος.
Ηταν θέμα χρόνου, ένας 18χρονος ο οποίος καθιερώθηκε στη… μόνιμη πρωταθλήτρια της χώρας του, να τραβήξει την προσοχή ευρωπαϊκών συλλόγων. Αλλωστε, η Ελλάδα φημίζεται για τους κεντρικούς αμυντικούς της, όπως για το λάδι της. Η ίδια η Λεβερκούζεν ήταν από τις πρώτες που γεύτηκαν τους ποδοσφαιρικούς μας καρπούς (Κυριάκος Παπαδόπουλος). Τώρα, στο πρόσωπο του Ρέτσου βλέπει τον επόμενο Παπασταθόπουλο (Βέρντερ και Μπορούσια Ντόρτμουντ), αλλά και τον επόμενο Μανωλά (Ρόμα).
Είναι κι αυτή η πολυτέλεια του «ακατέβατου», που έχει ο Ολυμπιακός. Με την ίδια αταλάντευτη στάση (σε ό,τι αφορά την τιμή) είχε πουλήσει -τον περασμένο Ιανουάριο- τον Ιντέγιε και τον Μιλιβόγιεβιτς. Ακριβώς στα ποσά που εξ’ αρχής ζητούσε. Οταν ο αγοραστής επείγεται περισσότερο από τον πωλητή, η αξία της αγοραπωλησίας ανεβαίνει. Το ίδιο συνέβη και με τον Ρέτσο. Ο Ολυμπιακός έδειξε στους Γερμανούς ότι δεν σηκώνει παζάρια, όταν απέρριψε την προηγούμενη πρότασή τους, και έβαλε τον παίκτη βασικό και στα τέσσερα ματς των ευρωπαϊκών προκριματικών. Τότε η Λεβερκούζεν επέστρεψε με τα 20+ εκατομμύρια. Τα έσοδα από το Champions League, αλλά και από τις προηγούμενες πωλήσεις τους, έχουν δώσει στους «ερυθρόλευκους» μία ευχέρεια που κανένας άλλος ελληνικός σύλλογος δεν διαθέτει: να πουλάει τους παίκτες του χωρίς να τους ξεπουλάει.
Πίσω από τον ιστορικό σύλλογο και την πιο επιτυχημένη ελληνική ομάδα της τελευταίας εικοσαετίας λειτουργεί -στα χρόνια του Μαρινάκη- μία υπερσύγχρονη ποδοσφαιρική επιχείρηση. Πλέον, ακόμη και η εξέδρα στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης», που κάποτε αντιμετώπιζε με οργή τις αποχωρήσεις αγαπημένων της παικτών, αντιλαμβάνεται πως ο Ολυμπιακός έφτασε στο σημερινό του ευρωπαϊκό μέγεθος χάρη σε αυτό το αέναο πάρε – δώσε.