Με ένα αίσθημα βαριάς ευθύνης προσέγγισε την θρυλική ηθοποιό και τραγουδίστρια, Τζούντι Γκάρλαντ η Ρενέ Ζελβέγκερ — και αυτό την οδήγησε σε έναν πρώτο θρίαμβο στις 77ες Χρυσές Σφαίρες το βράδυ της Κυριακής και την έβαλε σε τροχιά Οσκαρ.
Ηταν ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι σε αυτό που εκπροσωπούσε η σπουδαία αρτίστα και ντίβα του Χόλιγουντ: την βασανισμένη προσωπική της ζωή σε αντίθεση με αυτό που έπρεπε να δείχνει στον έξω κόσμο, σαν ταραγμένη ηρωίδα των «Παλιάτσων» του Ρουτζέρο Λεονκαβάλο.
Η ταινία «Judy» σκιαγραφεί τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής της Γκάρλαντ, όταν έφθασε στο Λονδίνο το 1968 για να τραγουδήσει, στο πλαίσιο μιας sold-out περιοδείας με στόχο να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση.
Το φιλμ δίνει έμφαση στα παρασκήνια του σόου, τις μάχες της Γκάρλαντ με τους μάνατζέρ της, τις σχέσεις της με τους μουσικούς που την πλαισίωναν, τη θερμή υποδοχή του κοινού, αλλά κυρίως τους προσωπικούς δαίμονες της μετά από μια πολύ απαιτητική καριέρα και συνεχόμενους αποτυχημένους γάμους – μια κατάσταση που είχε επιδεινωθεί λόγω της κατάθλιψης, της αγχώδους διαταραχής και του εθισμού της σε ναρκωτικά.
Το σενάριο υπογράφει ο Τομ Ετζ («The Crown»), την σκηνοθεσία ο Ρούπερτ Γκουλντ («True Story») και ειναι χαρακτηριστικό πως ενώ στην αρχή είχε εμπλακεί και η κόρη της Γκάρλαντ, η Λάιζα Μινέλι, αργότερα γνωστοποίησε πως δεν εγκρίνει την ταινία και όσα αυτή παρουσιάζει.
Η Ζελβέγκερ, μιλώντας στην ιταλική Repubblica, χαρακτήρισε τον ρόλο της ως «ένα είδος διαρκούς εξερεύνησης» ανάμεσα στο δημόσιο πρόσωπο και στις προσωπικές εμπειρίες της Τζούντι Γκάρλαντ.
«Υπάρχουν πολλές παράμετροι που είναι μη διαπραγματεύσιμες και έχουν καταγραφεί δημοσίως και μέσα από τα λόγια της ίδιας της Τζούντι. Επομένως νιώθεις κατά κάποιον τρόπο μια αίσθηση ευθύνης για να τα αναπαραστήσεις με όσο πιο αυθεντικό τρόπο μπορείς. Και έπειτα τα υπόλοιπα ήταν αρκετά δύσκολο να τα γνωρίζω γιατί μιλάμε για πολύ ιδιωτικές στιγμές που δεν έχουν γίνει γνωστές και είναι μια ερμηνεία του πώς θα μπορούσε, υπό εκείνες τις συνθήκες, να βιώνει τις εμπειρίες αυτές ο άνθρωπος που τις ζούσε», δηλώνει αρχικά η Ζελβέγκερ που στη συνέχεια έχει μόνο καλά να πει για την συνολική της εμπειρία.
«Είμαι ευχαριστημένη με τα δύο χρόνια που πέρασα υποδυόμενη αυτή την υπέροχη γυναίκα. Δύο χρόνια προκειμένου να καταλάβω καλύτερα τι είχε να αντιμετωπίσει, να αναγνωρίσει πόσο ισχυρή ήταν αλλά και να βρει τρόπους να υπενθυμίσει σε όλους πόσο σημαντική ήταν ως καλλιτεχνική φιγούρα, όχι μόνο στον κινηματογράφο αλλά γενικότερα στην ιστορία της ποπ κουλτούρας».
Η ταινία υπονοεί πως το Χόλιγουντ υπήρξε ένα εξαιρετικά σκληρό μέρος, ειδικά για τις γυναίκες της εποχής εκείνης. Έχει ζήσει και η ίδια τέτοιες ιστορίες;
«Μόνο εν μέρει, και αυστηρά λόγω του ότι είμαι μια γυναίκα που ζει στις ΗΠΑ. Αλλά στο Χόλιγουντ η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, καθώς υπάρχει πάντα κάποιος που προσπαθεί να ελέγξει εσένα την ίδια ή την καριέρα σου. Σήμερα όμως, οι γυναίκες έχουν διαφορετικά και καλύτερα όπλα στη διάθεσή τους», τονίζει η 49χρονη, προσθέτοντας πως «η συνειδητοποίηση του ρόλου μας ως γυναίκα έχει αλλάξει και πλέον είμαστε σε θέση να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας και να επανακτήσουμε την αυτονομία μας. Την εποχή της Γκάρλαντ όμως οι γυναίκες ήταν πολύ πιο ανυπεράσπιστες. Το ίδιο συνέβη με την Μέριλιν Μονρόε και με πολλές άλλες μεγάλες γυναίκες που βρέθηκαν εκείνη την εποχή εμπλεκόμενες στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Γυναίκες γεμάτες ταλέντο, αλλά εξαιρετικά εύθραυστες και ευάλωτες».
Όπως παραδέχεται, ήταν δύσκολο να γίνει «Τζούντι».
«Πριν ξεκινήσει η λήψη, περνούσα πάνω από δύο ώρες στο μακιγιάζ. Έπρεπε να φορώ σκοτεινούς φακούς επαφής, χρησιμοποίησα ειδικά προσθετικά για τη μύτη και θήκες για τα δόντια. Ήταν λίγο σκληρό, πρέπει να το παραδεχτώ. Αλλά αυτή είναι η δουλειά μας».
Στην τελική σκηνή, η Γκάρλαντ τραγουδάει και απευθύνεται στο ακροατήριο ρωτώντας το: «Δεν θα με ξεχάσετε, έτσι;»
«Αυτή η στιγμή ήταν ανατριχιαστική. Απλά σκεφτείτε το τραγούδι “Over the Rainbow” από τον “Μάγο του Οζ”: όλοι μας έχουμε μια μνήμη που να συνδέεται με αυτή την ταινία, με αυτό το τραγούδι. Είναι δύσκολο να μην αισθανθούμε νοσταλγία για την παιδική μας ηλικία, ακούγοντας αυτό το τραγούδι. Η Γκάρλαντ φοβόταν τη λήθη περισσότερο και από το θάνατο τον ίδιο», επισημαίνει με νόημα με την τελευταία ερώτηση να αφορά στην ίδια και αν φοβάται το γεγονός ότι μεγαλώνει, κλείνοντας φέτος τα πενήντα της χρόνια.
«Και είμαι χαρούμενη γι’ αυτό. Εγώ συνεχίζω να αισθάνομαι σαν παιδί, είναι σαν να κλείνω τα 50 και να έχω αποκτήσει μια νέα ματιά στη ζωή ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται. Δεν ξέρω πώς να περιγράψω αυτό το συναίσθημα. Το να είσαι πενήντα είναι σαν να ξαναγεννιέσαι. Είναι ένα νέο κεφάλαιο που ανοίγει, μια νέα φάση της ζωής που περιλαμβάνει την ανακάλυψη άλλων πραγμάτων, την εξερεύνηση, την περιέργεια. Αυτά είναι πράγματα που ξεπερνούν τον αριθμό που αναγράφεται στην ταυτότητά σου. Αισθάνομαι σήμερα καλύτερα από τότε που ήμουν 25 ετών. Τότε δεν ήξερα ποια ήμουν και τι θα κάνω στη ζωή μου», καταλήγει.