Πέντε ολόκληρα χρόνια είχε η Ρεάλ να ακούσει το σφύριγμα της λήξης σε νοκ-άουτ αγώνα της στο Τσάμπιονς Λιγκ χωρίς να έχει πετύχει (τουλάχιστον) ένα γκολ: από εκείνο το 0-0 με τη Μάντσεστερ Σίτι στον πρώτο ημιτελικό, στις 26 Απριλίου 2016 στη Μαδρίτη. Επειτα από 23 διαδοχικά ματς, στα οποία σκόραρε ανελλιπώς, το χθεσινό (Τετάρτη) 0-0 στο «Ανφιλντ» απέναντι στη Λίβερπουλ διέκοψε αυτό το εντυπωσιακό σερί, όμως η «Βασίλισσα» πήρε αυτό που ήθελε. Χάρη στο 3-1 του «Μπερναμπέου» προκρίθηκε στους «4» της εφετινής διοργάνωσης, όπου θα συναντήσει την Τσέλσι.
Η Λίβερπουλ ήταν ανώτερη, έχασε… ένα τσουβάλι ευκαιρίες για γκολ, αλλά η Ρεάλ με το γεμάτο ουσία παιχνίδι της εξασφάλισε την παρουσία της σε ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς Λιγκ για 30η φορά. Είναι απίστευτο το πώς αυτή η ομάδα καταφέρνει να ξεπερνά τον εαυτό της όταν μπροστά της βλέπει το «Αγιο Δισκοπότηρο» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Η Ρεάλ είναι ο περιούσιος σύλλογος της διοργάνωσης. Το αποδεικνύουν οι 13 Κούπες που αστράφτουν στην τροπαιοθήκη του, οι επτά κατακτήσεις στις δύο τελευταίες δεκαετίες (1998-2018) και οι τρεις διαδοχικές (2016, 2017, 2018) – επίτευγμα μοναδικό στα χρονικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Και το επιβεβαιώνει το γεγονός οτι οι «μερένχες» στέφθηκαν πρωταθλητές Ευρώπης ακόμη και σε περιόδους που στην Ισπανία παρέπαιαν. Οπως το 2018, που στη La Liga τερμάτισαν τρίτοι, 17 βαθμούς μακριά από την πρώτη θέση.
Η Ρεάλ δείχνει να μεταμορφώνεται -προς το καλύτερο- όταν παίζει στην αγαπημένη της διοργάνωση. Ιδίως από το 2016, που ο Ζινεντίν Ζιντάν ανέλαβε την τεχνική της ηγεσία για πρώτη φορά. Εφέτος, στο τρίμηνο Νοεμβρίου 2020 – Ιανουαρίου 2021, ήταν… για λύπηση. Τον Δεκέμβριο κινδύνευσε σοβαρά με αποκλεισμό από τη φάση των νοκ-άουτ, ενώ τον Ιανουάριο έχασε δύο τίτλους μέσα σε μια εβδομάδα: πρώτα το Σούπερ Καπ Ισπανίας και, στη συνέχεια, το Κύπελλο Ισπανίας, όπου υπέστη ταπεινωτικό αποκλεισμό από «κάποια» Αλκογιάνο. Αλλά στο Τσάμπιονς Λιγκ, αρνήθηκε να παραδοθεί. Αφού τερμάτισε πρώτη στον όμιλό της, ξεπέρασε το εμπόδιο της εκπληκτικής Αταλάντα στη φάση των «16» και, ύστερα, ήρθε η σειρά της Λίβερπουλ.
Την αντιμετώπισε χωρίς τον αρχηγό της και ηγέτη στην άμυνα, Σέρχιο Ράμος, χωρίς τον έτερο βασικό της στόπερ (Ραφαέλ Βαράν), χωρίς τον ανατικατάστατο δεξιό της μπακ (Ντάνι Καρβαχάλ) και χωρίς την πιο ακριβή της μεταγραφή ever (Εντέν Αζάρ). Οχι πως η Λίβερπουλ δεν έχει προβλήματα τραυματισμών -κάθε άλλο-, όμως εδώ μιλάμε για τα 3/4 της άμυνάς της, για τους παίκτες που (μαζί με τον Καρίμ Μπενζεμά) εμπιστεύεται περισσότερο ο Ζιντάν. Κι όμως, η αποδεκατισμένη Ρεάλ κατάφερε να φτάσει στους ημιτελικούς. Ο «Ζιζού» δεν ντράπηκε να παίξει φουλ αμυντικά, με δέκα από τους 11 ποδοσφαιριστές του πίσω από την μπάλα, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά πόσο ρεαλιστής είναι. Αν και επιθετικός ως παίκτης, και μάλιστα αρτίστας, η θητεία του δίπλα στον Κάρλο Αντσελότι τον έμαθε πως ο καλός προπονητής πρέπει, όταν χρειάζεται, να θυσιάζει το θέαμα στο βωμό της νίκης.
Πάνω απ’ όλα, ο Ζιντάν ξέρει πότε… να πατήσει το γκάζι. Δεν είναι τυχαίο οτι, πάντοτε, η δική του Ρεάλ εμφανίζει τον καλύτερό της εαυτό όταν η σεζόν μπαίνει στην τελική της ευθεία. Κι έχει τον τρόπο να κάνει τους παίκτες του να «θεριεύουν» την κατάλληλη στιγμή. Στα τέσσερα πρώτα ματς του 2020 η Ρεάλ μετρούσε μια νίκη, μια ισοπαλία και δύο ήττες. Στα τελευταία 16 έχει 12 νίκες (ανάμεσά τους και το 3-1 επί της Μπαρτσελόνα στο Clasico), τρεις ισοπαλίες και, μόλις, μια ήττα. Στις αρχές Φεβρουαρίου τα media τον απαξίωναν, και ο πρόεδρος Πέρεθ τον καλούσε να παραιτηθεί. Σήμερα, η ομάδα του βρίσκεται στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ και ένα βαθμό κάτω από την κορυφή της βαθμολογίας στη La Liga.
Ο Ζιντάν είναι, ίσως, ο πιο αδικημένος προπονητής στην Ευρώπη. Οταν η Ρεάλ δεν πάει καλά, όλοι ξεχνούν τα τρία τρόπαια Τσάμπιονς Λιγκ και τα δύο πρωταθλήματα Ισπανίας που έχει σαρώσει μέσα σε πέντε χρόνια. Κανείς δεν του αναγνωρίζει οτι το περασμένο καλοκαίρι, που για πρώτη φορά στα χρονικά του συλλόγου δεν πραγματοποιήθηκε ούτε μια μεταγραφή νέου παίκτη, δεν το ‘βαλε στα πόδια. Εμεινε για να «παλέψει» με ό,τι απέμεινε από το ρόστερ της «χρυσής» τριετίας, συν κάποιους «πιτσιρικάδες» που προσπαθούν να αποδείξουν το ταλέντο τους.
Με αυτό το κράμα γερασμένων και άγουρων ποδοσφαιριστών διεκδικεί δύο σπουδαία τρόπαια. Αν τα καταφέρει, πάλι, το νέο του «θαύμα» θα είναι μεγαλύτερο από όλα τα προηγούμενα.