Haaretz
Οργή/ Πυροβολώντας έναν άνθρωπο χωρίς πόδια
Ο Αμπού Θουράγια ήταν 29 ετών, είχε πολλή οργή αλλά ούτε ένα πόδι: τα είχε χάσει και τα δυο από ισραηλινό βομβαρδισμό στη Λωρίδα της Γάζας το 2008. Την περασμένη Παρασκευή, οι ισραηλινοί στρατιώτες τον σκότωσαν πυροβολώντας τον στο κεφάλι, ενώ ο ίδιος βρισκόταν από την άλλη πλευρά των συνόρων, στο αναπηρικό καροτσάκι και διαδήλωνε ενάντια στην επιλογή των ΗΠΑ να μεταφέρουν την πρεσβεία τους στην Ιερουσαλήμ.
«Ηταν σαν να έκαναν απλώς μια δουλειά», γράφει στην Haaretz ο Γκίντεον Λεβί, ο πιο επικριτικός από τους ισραηλινούς δημοσιογράφους απέναντι στη δική του κυβέρνηση και την ίδια του τη χώρα. Ο Λεβί, μια κριτική συνείδηση για την Αριστερά αλλά προδότης για τη Δεξιά, αρνείται να καταλάβει αυτόν τον ανεξήγητο θάνατο. Αλλά πάνω απ ‘όλα αυτό που τον εξόργισε είναι αυτό που δεν συνέβη: «Η δολοφονία ενός νεαρού με αναπηρία αποσιωπήθηκε στο Ισραήλ. Είναι ένας από τους τρεις διαδηλωτές που έχασαν τη ζωή τους την Παρασκευή, μια μέρα σαν τις άλλες».
«Κάποιος μπορεί εύκολα να φανταστεί, συνεχίζει, τι θα συνέβαινε εάν ένας Παλαιστίνιος σκότωνε έναν Ισραηλινό σε μια αναπηρική καρέκλα. Πόσος θυμός θα είχε ξεσπάσει και πόσο μελάνι θα είχε χυθεί για την σκληρότητα και την βαρβαρότητα τους. Πόσες συλλήψεις θα ακολουθούσαν και πόσο αίμα θα χυνόταν σε αντίποινα. Αλλά όταν οι στρατιώτες συμπεριφέρονται με βάρβαρο τρόπο, το Ισραήλ είναι σιωπηλό και αδιάφορο. Κανένα σοκ, καμία ντροπή, κανένα έλεος».
Όπως και σε πολλά άλλα του άρθρα, ο δημοσιογράφος φωνάζει στους συμπατριώτες του ότι η Γάζα είναι το μεγαλύτερο κελί του κόσμου, όπου η ζωή δεν είναι ζωή, και οι νέοι που διαδήλωναν με τον Αμπού Θουράγια είχαν πόδια, αλλά ούτε λίγη ελπίδα περισσότερη από αυτόν. Ο Αμπού, λέει ο Λεβί, ενσαρκώνει όλους τους Παλαιστίνιους: είναι κι αυτοί παράλυτοι και φυλακισμένοι.
Ο λόγος στην επίσης δημοσιογράφο της Haaretz Αμίρα Χας – ή μάλλον σε μια παλαιστίνια φίλη της: «Παλαιότερα όταν ακούγαμε ότι κάποιος τραυματίστηκε στη Γάζα, ολόκληρη η Δυτική Όχθη έπαιρνε φωτιά. Τώρα όταν ακούμε ότι κάποιος πεθαίνει στη Ραμάλα ή ένας νέος χάνει το μάτι του, κουνάμε το κεφάλι μας και στη συνέχεια ξαναρχίζουμε τη ζωή μας». Αδιαφορία από τη μια πλευρά, παραίτηση από την άλλη.
Φωτό: Κι έπειτα ήρθαν οι σφαίρες. Πηγή: Reuters/Mohammed Salem
The Guardian
Ηγέτες/ Βρέθηκε ο άνθρωπος που θα σώσει τη Νότια Αφρική;
Από τη μία πλευρά ήταν η πρώην σύζυγος του Ζούμα, η οποία εγγυήθηκε την ατιμωρησία στον πρώην σύζυγο (που έχει 783 κατηγορίες για διαφθορά) και τη συνέχεια μιας αρπακτικής κλεπτοκρατίας. Από την άλλη, ο παρ’ολίγο δελφίνος του Νέλσον Μαντέλα, ο συνδικαλιστής που έγινε δισεκατομμυριούχος αφού έφυγε από την πολιτική και έγινε «το εμβληματικό πρόσωπο του καπιταλισμού της Νότιας Αφρικής». Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο Guardian δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την ανάληψη της ηγεσίας του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου από τον Σίριλ Ραμαφόσα – κατά πάσα πιθανότητα και της χώρας το 2019 – ως μια «χάρη που έκανε στον κόσμο» το κόμμα που κυβερνά τη Νότια Αφρική από το τέλος του Απαρτχάιντ.
Γιατί; Επειδή μιλάμε για μια χώρα όπου από το 1994 η ανισότητα έχει αυξηθεί και το 60% του εθνικού πλούτου βρίσκεται στα χέρια του 10% του πληθυσμού, σχεδόν όλοι λευκοί. Ο Ραμαφόσα, πλούσιος αλλά χωρίς να έχει κλέψει, θα πρέπει να δώσει μια προοπτική στο υπόλοιπο 90%, σχεδόν όλοι μαύροι, μιας χώρας που υποφέρει από την ανεργία και το έγκλημα. Ο Guardian — όπως και ο Economist – κάνει μια θετική εκτίμηση: για τη Νότια Αφρική, αυτός ο άνθρωπος «αντιπροσωπεύει την καλύτερη ελπίδα από τότε που ο μέντορας του έφυγε από την πολιτική».
Φωτό: Ε, μια προσευχή χρειάζεται. Πηγή: Reuters/Siphiwe Sibeco
BBC
Πρόσωπα/ Από την αγάπη για τα κόμικς σε ένα παγκόσμιο brand
Η Ιλσε Βάλφρε ήταν 22 ετών όταν δημιούργησε ένα blog που θα την μετέτρεπε από δασκάλα νηπιαγωγείου σε ιδιοκτήτρια ενός οίκου μόδας και αξεσουάρ, που αγαπήθηκε από αστέρια όπως η Τζέσικα Αλμπα. «Μου αρέσουν τα παιδιά, αλλά αυτό δεν ήταν ο δικός μου προορισμός. Η νέα περιπέτεια ξεκίνησε όταν δημοσίευσα κάποια σχέδια στο blog μου ως χόμπι» διηγείται στο BBC. Σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτοί οι «γυναικείοι χαρακτήρες, επηρεασμένοι από το πάθος για τα manga, προσέλκυσαν την προσοχή πολλών. Ανακάλυψα ότι είχαν αντιγραφεί και χρησιμοποιηθεί για να δημιουργήσουν ρούχα που πωλούνται ηλεκτρονικά στην Κίνα. Η ύπαρξη μιας αγοράς βασισμένης στην εργασία μου με ώθησε να δημιουργήσω ένα προϊόν».
Το πρώτο βήμα ήταν να εγκαταλείψει το Σαν Ντιέγκο και να περάσει με τους γονείς της «στην Τιχουάνα, μόλις πάνω από τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, για να εξοικονομήσουμε χρήματα». Το εμπορικό σήμα Valfre ξεκίνησε το 2013 και σήμερα η εταιρεία που εδρεύει στο Λος Άντζελες έχει πωλήσεις σε 28 χώρες. Η Ιλσε, 30 ετών σήμερα, πιστεύει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιδιαίτερα το Instagram, έχουν διαδραματίσει θεμελιώδη ρόλο στην εδραίωση της μάρκας: «Το κλειδί είναι να ξεχωρίζεις από το πλήθος με ένα συγκεκριμένο προϊόν».
Οι δυσκολίες δεν έλειψαν: «Στην αρχή αναγκάστηκα να ταξιδεύω με τα ρούχα μου, δύο ημέρες την εβδομάδα, από το Μεξικό στις ΗΠΑ. Για λίγο καιρό έπρεπε να κρατήσω όλα τα αποθέματα στο διαμέρισμά μου, ακόμα και μετά τη γέννηση του γιου μου. Δεν είχαμε αρκετά χρήματα για ένα γραφείο». Το αντικείμενο που της χάρισε την επιτυχία ήταν «μια θήκη κινητού τηλεφώνου σιλικόνης, παρόμοια με ένα χαρτοκιβώτιο γάλακτος, το οποίο έγινε viral μεταξύ των νέων».
Αυτό κι αν είναι success story.
Φωτό: Ολος ο κόσμος είναι δικός της. Πηγή: ΒΒC
The Guardian
Κόντρες/ Αρχαιολόγοι εναντίον ανιχνευτών
Στην αρχαιολογία, ο ανιχνευτής μετάλλων είναι ένα από τα τελευταία βοηθήματα που εισήχθησαν για την ανακάλυψη ευρημάτων, σε συνδυασμό με την παραδοσιακή στρωματογραφική έρευνα. Όμως, δεν τον υποδέχθηκαν θετικά όλοι οι αρχαιολόγοι: αν αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν ακόμα μερικοί στην αγορά – προέρχονταν από τους ναρκαλιευτές του στρατού – στη δεκαετία του 1960, εμφανίστηκαν φθηνότερα μοντέλα στην αγορά.
«Οι ανιχνευτές μετάλλων χρησιμοποιούνται συχνά σε αρχαιολογικούς χώρους από άσχετους, οι οποίοι λεηλάτησαν αρκετά αντικείμενα για να εμπλουτίσουν τα μουσεία του εξωτερικού ή κρυφά, ιδιωτικές συλλογές» καταγγέλλει στον Guardian η αρχαιολόγος Μαρία Σέπερσον. Ενώ οι μελετητές επικρίνουν «όσους αναζητούν το ιδιωτικό όφελος», εκείνοι που χρησιμοποιούν τους ανιχνευτές παρουσιάζουν την αρχαιολογική κοινότητα ως «ελιτίστικη που αποφάσισε να περιορίσει τη μελέτη του παρελθόντος στους γυάλινους πύργους της».
Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αντιλήψεων κορυφώθηκε με την εκστρατεία «Σταματήστε το παρελθόν!», που εγκαινιάστηκε το 1979 από το Συμβούλιο Βρετανικής Αρχαιολογίας, για να αυξήσει «την ευαισθητοποίηση για τις ζημιές που προκαλούνται από την ανεξέλεγκτη έρευνα» και «να απαγορεύσει τον ανιχνευτή μετάλλων στο Ηνωμένο Βασίλειο». Η απάντηση ήταν η δημιουργία του Dig – Detector Information Group – που υποστηρίζεται από τους κατασκευαστές του εξοπλισμού, η οποία προσπάθησε να «αντιμετωπίσει την εισαγωγή των περιορισμών». Τελικά, η Dig έχει επικρατήσει και η κληρονομιά αυτής της νίκης είναι ακόμα εμφανής: η Αγγλία είναι σήμερα η χώρα στην Ευρώπη με «τους λιγότερο αυστηρούς νόμους για την ανίχνευση».
Αυτή η συνεργασία είναι πλέον αποδεκτή, αλλά θα ήταν «λάθος να μιλάμε για αρμονία»: οι περισσότεροι από τους αρχαιολόγους πιστεύουν ότι ακόμη και οι αξιόπιστοι ανιχνευτές κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό», καταλήγει η Σέπερσον. «Ενθαρρύνεται ο πλουτισμός από τα αρχαιολογικά αντικείμενα».