. | CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Πυξ Λαξ 30 χρόνια μετά: να έχουμε να θυμόμαστε…

Ένα θανατερό demo, μερικοί «μπαμπούλες που τραγουδάνε τις νύχτες» και το μνημειώδες ερώτημα αν «υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ» έγραψαν μία από τις πιο επιδραστικές και ενδιαφέρουσες μουσικές ιστορίες του ελληνικού ροκ. Οσοι πιστοί, στο Ολυμπιακό Στάδιο...
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

Ένας μύθος λέει ότι το 1998, σε ένα πάρκο των Αγίων Αναργύρων, στη γειτονιά όπου έμενε ο Μάνος Ξυδούς, δίπλα σε μια μικρή ημιαποξηραμένη λιμνούλα, ένα παιδί τον τράβηξε από το μανίκι και τον ρώτησε το απίθανο: «Κύριε, υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ;» Κάπως έτσι, λέει ο ίδιος μύθος, γεννήθηκε ένα άλμπουμ που θα έγραφε ιστορία στην ελληνική μουσική, με την υπογραφή της «ψυχής» των Πυξ Λαξ: «Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ;» Ένα από τα αρκετά και παράξενα που άφησαν το στίγμα τους, κυρίως χάρη στον (αείμνηστο) Μάνο Ξυδού.

Απλές ή λιγότερο απλές φράσεις έπλασαν, σε στίχους και ελληνικό ροκ, την ιστορία ενός συγκροτήματος που από την αρχή του, τριάντα χρόνια πριν, έδωσε το στίγμα καταρχάς της καταγωγής του. «Για τους πρίγκιπες της δυτικής όχθης» (με τη συμμετοχή των Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα και του Νίκου Πιπινέλη του «Με μια βάρκα στον Κηφισό») ήταν ο τίτλος του άλμπουμ τους που έβαλε το μακρινό 1994 την «Δυτική όχθη» στα στόματα πολλών από τους μετέπειτα θαυμαστές τους και στον χάρτη της δισκογραφίας.

Τα παιδιά της δυτικής όχθης. Δυτικά του Κηφισού; Στα δυτικά της Αθήνας; Όλα αυτά μαζί.

Ποιος να ήξερε τότε ότι αυτοί οι «πρίγκιπες» από τα δυτικά θα δημιουργούσαν ρεύμα και σχολή. Με στίχους απρόσμενους, από το εργαστήρι σκέψης του Μάνου Ξυδού κυρίως, όπως (στα «Χρυσόψαρα») «Εσύ δεν ήσουνα που μίλαγες για ιπτάμενες στιγμές; / Εσύ δεν ήσουνα που έκλαιγες γι’ αγάπη; / Εσύ δεν έλεγες: Οι άνθρωποι δε θέλουν διαταγές / από ανθρώπους μηχανές στο ρόλο του προστάτη;»

Ή το πολύ απλό αλλά αιχμηρό, με το οποίο δεν μπορείς παρά να ταυτιστείς, ουρλιάζοντας το, σε συναυλίες ή εκτός: «Δεν θα δακρύσω πια για σένα / και μην ρωτάς για μένα». Και «Με στέλνεις, με στέλνεις, με παρασέρνεις» και «Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα» και «Γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις».

Αν με ρωτούσατε, θα επέλεγα τους «Πρίγκιπες» ως ένα από τα πιο σημαντικά άλμπουμ που μας έχει φέρει το νέο κύμα της ελληνικής τραγουδοποιΐας, όχι μόνον τα τελευταία τριάντα χρόνια. Δεκαπέντε κομμάτια, δέκα μεγάλες επιτυχίες που τραγουδήθηκαν, φωνάχτηκαν, έγιναν συνθήματα, αγαπήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμα. Όμως ήταν κι εκείνο το απρόσμενο, που ακόμη και από τους κόλπους της στυλιζαρισμένης δισκογραφίας των σουξέ και των play list, έφερναν πάντα οι Πυξ Λαξ. Που τους κάνει τόσο διαφορετικούς. Και χάρη στον στίχο και την έμπνευση κυρίως του Μάνου Ξυδού πρωτοπόρους σε ένα είδος, που ουδείς αμφισβήτησε. «Ο μπαμπούλας τραγουδάει μόνος του τις νύχτες». Και πώς τραγουδάει…

Το ταλέντο και η επιδραστικότητα δεν κρύβονταν στην περίπτωση του Μάνου Ξυδού. Ακόμη και όταν διασκεύαζε στα ελληνικά το «Drunken Boat» των Pogues, ως «Μεθυσμένη βάρκα» (προσωπικά, την θεωρώ από τα καλύτερα σήματα που πέρασαν στα ερτζιανά), εκείνοι του διαμήνυαν ότι η εκδοχή του ήταν καλύτερη από το πρωτότυπο. «Είμαστε όλοι εδώ, στην τρελή βραδιά / και η βάρκα μας σκίζει τα νερά / μα το μόνο που θέλω και ζητώ να δω / τα χαμόγελα του ήλιου και της χώρας μου το φως». Και τι ενορχήστρωση… Οι Pogues είχαν τόσο δίκιο.

Κι αργότερα, το 1991, όταν έβγαιναν με τη βούλα των Πυξ Λαξ οι «Ζόρικοι καιροί», με τη Λία Βίσση στα φωνητικά, τον εξαίρετο Λάζαρο Κουλαξίζη στο ακορντεόν και τον… μυστηριώδη Σεκόντο Μπουχάγιερ στην παραγωγή, τα τραγούδια συνθήματα δεν έλειπαν: «Πούλα με λοιπόν στο ξαναλέω. Πούλα με για λίγη σιγουριά. / Πούλα με πολύ φτηνά δεν ξέρω, ίσως αύριο να `ναι αργά». Ακόμη κι αν οι παλιοί «Πρίγκιπες» είχαν μετακομίσει στα σαλόνια της δισκογραφίες και στις βαριές συναυλιακές παραγωγές.

Πάμε όμως στην αρχή των… μύθων. Πριν από το άλμπουμ «Ο ήλιος του χειμώνα με μελαγχολεί», του 1993. Στις μέρες του 1988, που δύο παιδιά με τα ονόματα Μπάμπης Στόκας και Φίλιππος Πλιάτσικας γυρνούσαν στις πανίσχυρες τότε δισκογραφικές εταιρείες με ένα demo του… θανατερού τραγουδιού τους «Πεθαίνω ξανά» στα χέρια και ζητούσαν να τους το εκδώσουν. Πού τέτοια τύχη. Και όμως. Σε μία από αυτές τις επισκέψεις, στην θρυλική Columbia, έπεσαν πάνω στον δεινό μουσικό (με καταπληκτικό αυτί, όπως πιστοποιούν οι γνωρίζοντες) Μάνο Ξυδού, μέλος τότε της μπάντας Dreamer Αnd Τhe Full Moon, που είχε την επιτυχία «Sandrina». Και ο Ξυδούς όχι απλώς τους βοήθησε (το 1990 υπέγραψαν συμβόλαιο και έβγαλαν το άλμπουμ «Τι άλλο να πεις πιο απλά»), αλλά έγινε και μέλος της μπάντας τους που έμελλε να μην φύγει από τα γραφεία της δισκογραφικής… Πυξ Λαξ.

Συναυλιακή ήταν η αρχή τους. Επιτυχημένη. Ένας ακόμη μύθος λέει ότι στην Λιβαδιά έκαναν τη μεγάλη έκπληξη, αλλά και οι ίδιοι δεν πίστευαν ότι το κοινό είχε έρθει για να τους ακούσει. Πίστευαν, όπως έχουν πει σε συνεντεύξεις τους, ότι ο κόσμος ήταν για τον λαϊκό Γιώργο Μαργαρίτη που τραγουδούσε σε διπλανό κέντρο. Λαϊκή ήταν και η συνέχεια. Γιατί ως ρόκερ μπορούσαν να γράφουν πολύ καλά λαϊκά ή έστω λαϊκότροπα τραγούδια. Όπως οι χαρντ ροκ μπάντες γράφουν τις καλύτερες μπαλάντες. Ψάχνοντας λοιπόν μια λαϊκή φωνή να ερμηνεύσει το «Άστην να λέει, εκείνη μόνο ξέρει και μέσα της θα κλαίει» έπεσαν – χάρη στη δισκογραφική, βέβαια – πάνω στο Βασίλη Καρρά. Αν και ο Μάνος Ξυδούς είχε ομολογήσει ότι το προόριζε για τον Στράτο Διονυσίου. Και κάπως έτσι άνοιξε η πόρτα του ελληνικού ροκ στο λαϊκό. Ο μύθος λέει ότι το «Άστην να λέει» ηχογραφήθηκε με τον Καρρά ξενυχτισμένο, ίσως και λίγο πιωμένο, στο στούντιο μέσα σε έξι λεπτά!

Ιστορίες υπάρχουν ακόμη πολλές. Και μύθοι επίσης. Και τραγούδια τόσα πολλά. Από το «Μέλυδρον», μπαράκι της Κεφαλονιάς όπου σύχναζαν οι Πυξ Λαξ και στο οποίο ο Μάνος Ξυδούς… έβαλε ακόμη και την συνήθειά του να φοράει ανάποδα τα τισερτ του («Τι σε πειράζει αν σε δείχνουνε στο σπίτι σου, / αφού εφόρεσες ανάποδα τα ρούχα», 1999) ως το «Ποδήλατα δίχως φρένα», από τον «Μπαμπούλα» του 1996, για μια καλλίπυγο ξεναγό στο Άμστερνταμ που δεν άντεξε τα εγκωμιαστικά σχόλια για κάποια πρώην του Μάνου Ξυδού.

Και συνεργασίες υπήρξαν πολλές και δίχως σύνορα: από τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τον Ψαραντώνη μέχρι τους Κορσικάνους I Muvrini (του «Corsica»), τον Μαρκ Άλμοντ, τον Έρικ Μπάρντον (των Animals), τον Στινγκ και τον Στιβ Γουίν. Μετά δε την αποδημία του Μάνου Ξυδού, στις 13 Απριλίου 2010, επτά χρόνια μετά τη διάλυσή τους, οι Πυξ Λαξ συναντήθηκαν ξανά στις 13 Ιουλίου 2011 και στις 7 Σεπτεμβρίου σε δύο ογκώδεις συναυλίες (75.000 και 50.000 κοινό αντίστοιχα) στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας και στο Καυτανζόγλειο Στάδιο της Θεσσαλονίκης, στη μνήμη του.

Τα τραγούδια έγραψαν ιστορία και η ιστορία των Πυξ Λαξ τραγούδια. Το ερώτημα όμως παραμένει και σήμερα. Τώρα, που οι εναπομείναντες – Φίλιππος Πλιάτσικας και Μπάμπης Στόκας – επανενώνονται ύστερα από 13 χρόνια χωριστής, επιτυχημένης συναυλιακής καριέρας για να γιορτάσουν, λέει, τα 30 χρόνια των Πυξ Λαξ στο Ολυμπιακό Στάδιο. Σαν ερώτημα πολιτικό και πέρα από τα τραγούδια τους: «Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ; απάντησε μου  / Μέσα στη γυάλα τελειώνει το νερό / Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ; απάντησε μου / Ή παραμένει πάντα μαύρος ο βυθός;» Υπάρχουν; Έλα ντε…

Info

Πυξ Λαξ, Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018, 21.30, στο Ολυμπιακό Στάδιο και σε περιοδεία (που ήδη ξεκίνησε) σε πέντε πόλεις, με κατάληξη στις 7 και 8 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, στην PAOK Sports Arena. Μαζί με τους Φίλιππο Πλιάτσικα και Μπάμπη Στόκα, θα ακούσουμε τον Παναγιώτη Σπυρόπουλο (ηλεκτρική κιθάρα), τη Δήμητρα Καραμπεροπούλου (ακορντεόν), τον Γιώργο Γιαννόπουλο (τύμπανα) και τον Νίκο Γιαννάτο (μπάσο).