Πώς θα χρηματοδοτήσει ή έστω αντισταθμίσει η Ευρωπαϊκή Ενωση τα 800 δισ. ευρώ που θα χρειαστεί να δανειστεί ως το 2026 από τις αγορές για το Ταμείο Ανάκαμψης; Αυτό αναμένεται να ανακοινωθεί την προσεχή Τετάρτη, αλλά όπως αποκάλυψε το Politico, η Κομισιόν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τρία φορολογικά εργαλεία –εισφορές που είναι πιθανό να φτάσουν ως την τσέπη των Ευρωπαίων και να πλήξουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Σύμφωνα με προσχέδιο των προτάσεων που έχει στη διάθεσή του το Politico, το πρώτο εργαλείο είναι η χρήση πόρων από τον πολυσυζητημένο φόρο στις 100 μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες του κόσμου. Το δεύτερο είναι ο προαναγγελθείς περιβαλλοντικός φόρος σε εισαγωγές –το γνωστό carbon border tax, που θα βαραίνει προϊόντα προρχόμενα από χώρες με πιο χαλαρές πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης απ’ ό,τι αυτές της ΕΕ. Και το τρίτο η επέκταση του συστήματος ανωτάτων ορίων και εμπορίας εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Το προσχέδιο δεν αναφέρει το ύψος των εσόδων που εκτιμά η Επιτροπη να αποκομίσει από την κάθε φορολογική πολιτική, αλλά αξιωματούχοι ανέφεραν ότι στόχος είναι περί τα 15 δισ. ευρώ τον χρόνο. Τα τρία αυτά μέτρα αναμένεται να τεθούν σε ισχύ το 2023.
Οπως πάντως επισημαίνεται, δεν θα είναι εύκολο το σχέδιο αυτό της Κομισιόν να περάσει και από τις 27 χώρες-μέλη. Οι λεγόμενοι «φειδωλοί» του ευρωπαϊκού Βορρά εμφανίζονται απρόθυμοι στο να παραδώσουν επιπλέον φορολογικές εξουσίες στις Βρυξέλλες.
Παράλληλα υπάρχει προβληματισμός και για τη χρήση μέρους των εσόδων του φόρου των μεγάλων εταιρειών καθώς και των κολοσσών του Διαδικτύου που συμφωνήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο στη σύνοδο G20 της Ρώμης,.
Ο συγκεκριμένος φόρος έχει δύο πυλώνες. Ο Πυλώνας 1 έγκειται στο να διατεθεί ένα μέρος του φόρου επί των κερδών, που καταβάλλεται από τις πολυεθνικές, στις λεγόμενες χώρες «της αγοράς», δηλαδή τις χώρες στις οποίες οι εταιρείες αυτές πραγματοποιούν τις δραστηριότητές τους. Ο φόρος δεν θα καταβάλλεται συνεπώς πλέον αποκλειστικά εκεί όπου οι εταιρείες έχουν εγκαταστήσει τις έδρες τους. Στο στόχαστρο είναι οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν παγκόσμιο τζίρο άνω των 20 δισ. ευρώ και των οποίων η αποδοτικότητα είναι μεγαλύτερη του 10%. Πρόκειται, δηλαδή, για τις πολυεθνικές και τις γιγάντιες εταιρείες του Διαδικτύου (Google, Amazon, Facebook και Apple), οι οποίες είχαν μεγάλα κέρδη κατά την πανδημία της Covid-19 και τα lockdown, αλλά πληρώνουν φόρους το ύψος των οποίων είναι μηδαμινό έναντι των κερδών τους. Ο Πυλώνας 2 αντιστοιχεί στη θέσπιση ενός ελάχιστου ποσοστού φόρου «τουλάχιστον 15%» επί των κερδών των πολυεθνικών. Ένα κράτος θα μπορεί να φορολογεί τα κέρδη εξωτερικού μιας από τις εθνικές επιχειρήσεις του, τα οποία έχουν φορολογηθεί στο εξωτερικό με ποσοστό κατώτερο αυτού του ελάχιστου ποσοστού, ώστε να αντισταθμίσει τη διαφορά.
Ακόμα και έτσι όμως υπάρχουν σκεπτικοί απέναντι στην απόδοση του μέτρου. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι τα συνολικά έσοδα της ΕΕ από τον συγκεκριμένο φόρο θα είναι ούτως ή άλλως περιορισμένα –και αν πάρεις ένα μικρό ποσό από ένα μικρό ποσό δεν βγαίνουν και πολλά, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Ολλανδός Πάουλ Τανγκ, επικεφαλής της αρμόδιας για την ευρωπαϊκή φορολογία υποεπιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Για τις άλλες δύο εισφορές η Κομισιόν θα προτείνει ένα ποσοστό από τα έσοδα των δικαιωμάτων εκπομπών να πηγαίνουν στα ευρωπαϊκά ταμεία, αντί στα εθνικά. Με το πλαίσιο να επεκτείνεται στη ναυτιλία και στις αερομεταφορές και έπειτα στις αγορές των μεταφορών και της θέρμανσης, εκτιμάται ότι ως το 2050 τα έσοδα θα μετρώνται σε εκατοντάδες δισ. ευρώ ετησίως. Ομως και εκεί υπάρχει πρόβλημα: διοχετεύοντας κρατικούς πόρους προς τα ευρωπαϊκά ταμεία, αυτό σημαίνει πρόβλημα για τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών την ώρα που χρειάζονται δημόσιες επενδύσεις.