Τουλάχιστον στη Γερμανία τα σούπερ μάρκετ προσπαθούν να ρίξουν τον πληθωρισμό των τροφίμων. Μακάρι να το βλέπαμε και στη χώρα μας, όπου συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Politico, oι γερμανικές αλυσίδες, που δίνουν έμφαση στις προσιτές τιμές, «συνθλίβουν τις τιμές των φρέσκων προϊόντων και τους προμηθευτές τους».
Αυτό έχει –μεταξύ άλλων– ως αποτέλεσμα οι εξαγωγείς μπανάνας από τον Ισημερινό να περιγράφουν μια πρόσφατη προσφορά της Lidl ως τη «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι».
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Ο ιστότοπος σημειώνει πως οι Γερμανοί αγαπούν τις αλυσίδες σουπερμάρκετ που προφέρουν χαμηλές τιμές. Παράλληλα, η Lidl λειτουργεί σχεδόν 9.000 καταστήματα εκτός της χώρας, ενώ η Aldi Süd και η Aldi Nord έχουν ανοίξει περίπου 7.600 καταστήματα στο εξωτερικό. Τα δύο γερμανικά εκπτωτικά σούπερ μάρκετ έχουν επεκταθεί σε 62 χώρες.
Για να διατηρήσουν όμως τον τίτλο του εκπτωτικού σούπερ μάρκετ, πρέπει να συγκρατούν και τις τιμές, κάτι που γίνεται απείρως δυσκολότερο όταν επικρατούν διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις. Πώς το πετυχαίνουν;
♦ Εφαρμόζοντας πολύ επιθετική τιμολόγηση (επιθετική προς τα κάτω, όχι προς τα πάνω, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στη χώρα μας). Αναλυτές της λιανεμπορικής αγοράς στη Γερμανία σημειώνουν ότι οι αλυσίδες αυτές έχουν την ισχύ ώστε να μειώσουν το επίπεδο των τιμών σε κάθε χώρα στην οποία δραστηριοποιούνται.
Αυτό, σύμφωνα με το Politico, οφείλεται στην επιτυχία του επιχειρηματικού μοντέλου τους, το οποίο βασίζεται στη λειτουργία οικονομικά αποδοτικών καταστημάτων σε συνδυασμό με την εστίαση, σε σκληρές διαπραγματεύσεις με τους προμηθευτές. «Ετσι, μέσω της πίεσης των τιμών και της ισχύος στην αγορά, μπορούν να καθορίσουν ποιος μπαίνει στην αγορά και ποιος όχι» δήλωσε στο Politico ο Στέφεν Βόγκελ, ειδικός της οργάνωσης Oxfam για την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι οι τέσσερις μεγάλοι λιανοπωλητές της Γερμανίας έχουν εδραιώσει μια συγκέντρωση αγοράς σε ποσοστό 87% στο εσωτερικό της χώρας, και έτσι ουσιαστικά ελέγχουν τις πύλες για το ποιος μπαίνει στην αγορά. Αυτοί που τελικά παίρνουν το «εισιτήριο» εισόδου είναι όσοι διατίθενται να αποδεχτούν χαμηλές τιμές.
Αντιδράσεις υπάρχουν; Βεβαίως. Για παράδειγμα, ο διευθυντής του Συνδέσμου Εξαγωγέων Μπανάνας του Ισημερινού, Χοσέ Αντόνιο Ιντάλγο, περιέγραψε (σύμφωνα πάντα με το Politico) την πρόσφατη προσπάθεια της Lidl να αγοράσει μπανάνες για λιγότερο από 0,89 ευρώ το κιλό ως τη «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι».
«Γιατί τέτοια επιμονή με τις μπανάνες;» θα αναρωτηθεί κανείς. Ο ιστότοπος εξηγεί πως μαζί με προϊόντα όπως η Nutella και το βούτυρο, οι μπανάνες θεωρούνται στρατηγικό προϊόν, που προσελκύει πελάτες, αλλά μπορεί και να τους απομακρύνει προς τον ανταγωνισμό αν οι τιμές πάνε στα ύψη. Βεβαίως, στην Ελλάδα, όπου ο ανταγωνισμούς ουσιαστικά δεν λειτουργεί στον κλάδο του λιανεμπορίου, τέτοιες ανησυχίες δεν φαίνεται να υπάρχουν.
Σύμφωνα με το Politico, οι αγοραστές που πηγαίνουν στα εκπτωτικά καταστήματα λιανεμπορίου συνήθως κατευθύνονται κατευθείαν στο τμήμα των φρέσκων προϊόντων, όπου θα βρουν δύο ποικιλίες μπανάνας στοιβαγμένες στα ράφια: μια φθηνότερη επιλογή σε κοντινή απόσταση με τις πιο ακριβές, βιώσιμες/βιολογικές εναλλακτικές λύσεις.
Στον τομέα των φρούτων και λαχανικών οι μπανάνες είναι το πιο σημαντικό είδος συμφώνα με τους αναλυτές του κλάδου, καθώς αποτελεί το προϊόν με τον υψηλότερο κύκλο εργασιών. Ενώ και οι γερμανοί καταναλωτές είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι απέναντι στην άνοδο των τιμών.
Κάπως έτσι, λοιπόν, λειτουργεί μια αγορά με πραγματικό ανταγωνισμό και όχι «για τα μάτια του κόσμου». Στη Γερμανία, όπου οι μισθοί είναι (υπερ)διπλάσιοι σε σύγκριση με την Ελλάδα, αλλά οι τιμές στα σούπερ μάρκετ είναι πιο χαμηλές… Διότι σε όποιον είναι «ακριβός» οι Γερμανοί λιανέμποροι λένε «δεν μπαίνεις στην αγορά». Ενώ στην Ελλάδα πολλοί λιανέμποροι μοιάζει να στρώνουν κόκκινο χαλί σε όσους κερδοσκοπούν και στη συνέχεια να προσθέτουν και το δικό τους λιθαράκι στο γαϊτανάκι των ανατιμήσεων…