Ούτε μια, ούτε δυο. Τέσσερις φορές οι ποδοσφαιριστές της Λέστερ είχαν ζητήσει από τη διοίκηση του συλλόγου να τους απαλλάξει από την παρουσία του Κλάουντιο Ρανιέρι. Δημοσίως, όλοι εξέφραζαν την εμπιστοσύνη τους στον προπονητή που τον περασμένο Μάιο τους είχε οδηγήσει στο πιο απίθανο κατόρθωμα στα χρονικά των γηπέδων. Το γιατί, φάνηκε προχθές (Δευτέρα). Ο αγώνας με τη Λίβερπουλ στο «King Power», ο πρώτος στη μετά-Ρανιέρι εποχή, εξελίχθηκε σε μια εντυπωσιακή διαδήλωση ευγνωμοσύνης και λατρείας για τον άνθρωπο που έκανε τους οπαδούς των «Αλεπούδων» ευτυχισμένους. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, όμως, οι συνοδοιπόροι του σε αυτό το αλησμόνητο ταξίδι «του έσκαβαν το λάκο».
Η Sun έδωσε και ονόματα. Ο αρχηγός Γουές Μόργκαν, ο τερματοφύλακας Κάσπερ Σμάιχελ και ο αρχισκόρερ Τζέιμι Βάρντι πρωτοστάτησαν σε αυτή την «ανταρσία». Εκπροσωπούσαν κι άλλους, βεβαίως – κανείς δεν ξέρει πόσους ακριβώς. Στο τέλος, η μουρμούρα τους έπεισε τον ταϊλανδό ιδιοκτήτη ότι ο Ρανιέρι ήταν «τελειωμένος». Εφταιγε – δεν έφταιγε για τα χάλια της εφετινής Λέστερ, είχε χάσει τον σεβασμό των παικτών του. Χωρίς αυτόν, ήταν αδύνατο να σώσει την παρτίδα.
Οταν η διοίκηση τους έκανε το χατίρι και απέλυσε τον Ιταλό, εκείνοι την ευχαρίστησαν με μια «τριάρα» επί της Λίβερπουλ. Οσο κι αν η ομάδα του Κλοπ ειδικεύεται, εφέτος, στο να… ανασταίνει «πεθαμένους», αυτό που συνέβη στον συγκεκριμένο αγώνα είναι ποδοσφαιρικό παράδοξο: μια ομάδα που είχε να νικήσει (στο Πρωτάθλημα) από τις 31 Δεκεμβρίου 2016 και δεν είχε πετύχει ούτε ένα γκολ μέσα στο 2017, έβαλε τρία (3-1) σε μια άλλη, πολύ καλύτερή της. Εξηγείται μόνον από την ξαφνική αλλαγή διάθεσης των ποδοσφαιριστών της Λέστερ, που αποφάσισαν -επιτέλους- να παίξουν μπάλα σαν αυτή που, πριν από μερικούς μήνες, τους ανέδειξε σε πρωταθλητές Αγγλίας.
Μετά το τέλος της αναμέτρησης, ο Βάρντι «καρφώθηκε» με τις δηλώσεις του: «Σήμερα παίξαμε πολύ καλά. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά τον λόγο που δεν το κάναμε συχνά αυτό. Δουλεύαμε σκληρά, απλώς δεν συνέβαινε. Δεν θα έλεγα ότι είναι αποτέλεσμα μεγαλύτερης προσπάθειας. Ο Σέικς (ο υπηρεσιακός προπονητής, Γκρεγκ Σέικσπιρ) μου ζήτησε να παίξω πιο ψηλά. Το έκανα, κι έτσι κατάφερνα να βγαίνω στην πλάτη των αντιπάλων αρκετά συχνά». Για όσους δεν γνωρίζουν, ο Ρανιέρι είχε κατηγορηθεί -μεταξύ άλλων- ότι γύριζε τον Βάρντι λίγο πιο πίσω για να χωρέσει στην ενδεκάδα τον Σλιμανί, καλοκαιρινό απόκτημα της Λέστερ.
Το μόνο που μένει να εξηγηθεί, είναι το γιατί οι ποδοσφαιριστές «στράβωσαν» εφέτος με τον άνθρωπο στον οποίο, μέχρι πριν από λίγους μήνες, έδειχναν τυφλή υπακοή
Το άδοξο τέλος του Ρανιέρι είναι πανομοιότυπο με εκείνο του Ζοσέ Μουρίνιο στην Τσέλσι, πριν από 14 μήνες. Ο Ιταλός απολύθηκε εννέα μήνες μετά την κατάκτηση του Πρωταθλήματος, και έξι μήνες αφότου η Λέστερ ανανέωσε το συμβόλαιό του (έως το 2020). Ο Πορτογάλος αποπέμφθηκε επτά μήνες μετά την κατάκτηση του Πρωταθλήματος, και 132 μέρες μετά την τετραετή ανανέωση του συμβολαίου του. Ο Ρανιέρι μετρούσε 14 ήττες, έναντι δυο σε ολόκληρη την περασμένη σεζόν. Ο Μουρίνιο είχε ηττηθεί σε εννέα αγώνες, ενώ την προηγούμενη χρονιά είχε χάσει μόλις τρεις. Και οι δυο άφησαν τις ομάδες τους μόλις έναν βαθμό πάνω από τις θέσεις του υποβιβασμού. Και για τους δυο, ο λόγος της απόλυσης ήταν το έλλειμμα επικοινωνίας με τους παίκτες τους.
Η ξαφνική καθίζηση της Λέστερ -όπως και της Τσέλσι, τότε- παραμένει ένα άλυτο μυστήριο. Και στις δυο περιπτώσεις, παίκτες – «κλειδιά» παρουσίασαν ένα παρατεταμένο ντεφορμάρισμα. Αλλά, όταν άλλαξε η τεχνική ηγεσία, ξαναβρήκαν τον εαυτό τους. Σε 22 εμφανίσεις του στην εφετινή Premier League, ο Βάρντι -αρχισκόρερ της Λέστερ πέρυσι- είχε πετύχει πέντε γκολ. Στο πρώτο του ματς χωρίς τον Ρανιέρι στον πάγκο (εναντίον της Λίβερπουλ) σκόραρε δυο. Στα τελευταία του Μουρίνιο, ο «κανονιέρης» της Τσέλσι, Ντιέγκο Κόστα, μετρούσε μόλις τρία γκολ και μια ασίστ σε 13 αγώνες. Στις 4 Μαρτίου 2016, δυόμισι μήνες αφότου έφυγε ο Πορτογάλος, είχε σκοράρει οκτώ γκολ και είχε σερβίρει άλλα τέσσερα, σε 10 ματς.
Χάρη (και) στον Κόστα -που λέγεται ότι μαζί με τον Αζάρ είχαν αποφασίσει να διώξουν τον Μουρίνιο από το Λονδίνο- σε αυτό το διάστημα των δυόμισι μηνών ο διάδοχος του Πορτογάλου, ο Ολλανδός Γκους Χίντινκ, έγινε ο πρώτος προπονητής από καταβολής Premier League που κατάφερε να παραμείνει αήττητος στα πρώτα του 12 ματς. Μέχρι το τελευταίο παιχνίδι του Μουρίνιο (ήττα 2-1 από τη Λέστερ στις 14 Δεκεμβρίου 2015), η Τσέλσι είχε συγκεντρώσει μόλις 15 από τους 48 διαθέσιμους βαθμούς. Ενώ με τον Χίντινκ, στις επόμενες 12 αγωνιστικές, μάζεψε 24 από τους 36. Εάν ο Ολλανδός δεν είναι απείρως καλύτερος προπονητής από τον Πορτογάλο -πράγμα που δεν προκύπτει από πουθενά αλλού- είναι προφανές ότι κάποιοι παίκτες έσπρωξαν τον «Special One» στην έξοδο.
Το ίδιο συνέβη και στον Ρανιέρι. Ακόμα και όσοι πέρυσι τον θεωρούσαν «Γκαστόνε» (η τυχερή πάπια του Ντίσνεϊ) των πάγκων, δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι η μεταμόρφωση της άσφαιρης Λέστερ σε… πολυβόλο που ρίχνει τρία γκολ στη Λίβερπουλ, οφείλεται στην προπονητική ιδιοφυία κάποιου βοηθού ονόματι Σέικσπιρ. Το μόνο που μένει να εξηγηθεί, είναι το γιατί οι ποδοσφαιριστές «στράβωσαν» εφέτος με τον άνθρωπο στον οποίο, μέχρι πριν από λίγους μήνες, έδειχναν τυφλή υπακοή.
Πολλά λέγονται -και γράφονται- γι’ αυτή τη μεταστροφή. Μεταξύ των οποίων και κάποια τερατώδη: όπως ότι εξοργίστηκαν που τους έκοψε τα ρεπό (λόγω των υποχρεώσεων της ομάδας στο Champions League). Αβυσσος η ψυχή του παίκτη. Το μόνο βέβαιο είναι πως έπαψαν να τον σέβονται και να τον εκτιμούν, διαταράχθηκε η «χημεία» της ομάδας, οι ποδοσφαιριστές της Λέστερ έπαψαν να νιώθουν τη «χαρά του παιχνιδιού». Ετσι συμβαίνει πάντα: όσο η ομάδα νικά, κανένας δεν τολμά να αμφισβητήσει την αυθεντία του προπονητή. Οταν αρχίσει να χάνει τις μάχες, ο πρώτος που φταίει είναι ο «στρατηγός».
Ο Guardian έγραφε, τις προάλλες, ότι ένας ενδεχόμενος υποβιβασμός της Λέστερ θα γιγαντώσει τον μύθο της. Δεν θα είναι, απλώς, η μικρή ομάδα που κατέκτησε το Πρωτάθλημα, αλλά η επιτομή της συναρπαστικής αβεβαιότητας που διέπει το ποδόσφαιρο. Αν πέσει κατηγορία, η ιστορία της θα είναι διπλά μοναδική. Πρωτότυπη θεωρία, όμως διόλου ελκυστική για τους ποδοσφαιριστές, που δεν είχαν καμία… όρεξη να βρεθούν στην Championship (Β’ Κατηγορία Αγγλίας) σε λίγους μήνες. Ετσι, ο Ρανιέρι έπρεπε να βρει μια λύση, ή να φύγει.
«Οι παίκτες κάνουν τον προπονητή μάγκα, οι παίκτες τον κάνουν και μ@λ@κ@», είχε πει κάποτε -κάπως ακραία- ο Γιάννης Κυράστας. Σε μια πιο… επιστημονική προσέγγιση, «οι παίκτες κάνουν τον κόουτς, κι εκείνος την ομάδα». Οπως και να το πεις, η πραγματικότητα δεν αλλάζει: κανένα συμβόλαιο δεν μπορεί να σώσει τον προπονητή που οι παίκτες του έπαψαν να πιστεύουν.