Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Αλφόνσο Κουαρόν θριαμβεύει στα Οσκαρ. Ο 58χρονος σήμερα μεξικανός σκηνοθέτης, που έφυγε από το Dolby Theater με τρία χρυσά αγαλματάκια για το «Roma», είχε πανηγυρίσει και το 2014 όταν είχε γίνει ο πρώτος λατινοαμερικανός κινηματογραφιστής που τιμάται με Οσκαρ Σκηνοθεσίας, τότε για το «Gravity».
Οπως δεν είναι και η πρώτη φορά που ένας Μεξικανός θριαμβεύει στα Οσκαρ. Για την ακρίβεια, είναι πλέον τόσο σύνηθες που αποκτά χαρακτηριστικά φαινομένου. Πέρυσι ήταν ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο που έφυγε με δύο χρυσά αγαλματάκια, αυτά της Σκηνοθεσίας και της Καλύτερης Ταινίας για τη «Μορφή του νερού». To 2016 το είχε πάρει ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινάριτου για το «The Revenant» και έναν χρόνο νωρίτερα είχε πάλι φύγει με το χρυσό αγαλματάκι για το «Birdman», ακολουθώντας τον Κουαρόν που την προηγούμενη χρονιά είχε πάρει το Οσκαρ για το «Gravity».
Την τελευταία εξαετία, τρεις μεξικανοί κινηματογραφιστές έχουν φύγει τις πέντε φορές με τα Οσκαρ Σκηνοθεσίας, μόνο ο Ντάμιεν Σαζέλ, το νέο «τρομερό παιδί» της βιομηχανίας του θεάματος κατάφερε να τους μπει σφήνα το 2017 με το «La La Land».
Ινάριτου, Ντελ Τόρο και Κουαρόν αποκαλούνται στο Χόλιγουντ «the three amigos» και έχουν καταφέρει να γίνουν οι μεξικανοί βασιλιάδες των Οσκαρ.
Πώς τα κατάφεραν; Μπορεί αυτή η επιτυχία, αυτό το μοτίβο, να οφείλεται μόνο στην αυξημένη διείσδυση της λατινοαμερικανικής κουλτούρας στις ΗΠΑ καθώς οι Ισπανόφωνοι πληθαίνουν; Μπορεί αλλά δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας.
Το Slate αναζήτησε τις κοινές ρίζες αλλά και τα κοινά «χολιγουντιανά» στοιχεία των τριών σκηνοθετών σε μια προσπάθεια να εξηγήσει το φαινόμενο.
Η διάσημη στο Μεξικό κινηματογραφική κριτικός Φερνάντα Σολορζάνο εξήγησε ότι η επιτυχία της τριάδας ξεκινά από την απόφαση του καθενός να φύγει από το Μεξικό. «Αντιλήφθηκαν νωρίς ότι η βιομηχανία στο Μεξικό δεν θα τους προσέφερε ούτε τις συνθήκες ούτε τους πόρους που είχαν ανάγκη για να συνεχίσουν την καριέρα τους. Θα συμβιβάζονταν με τις επιτυχίες τους, αλλά αντ’ αυτού επέλεξαν να πάρουν το ρίσκο. Και οι τρεις επέδειξαν θάρρος», είπε.
Η αλήθεια είναι ότι στο Μεξικό δεν ήταν άσχημα για τους τρεις τους. Ξεκίνησαν την καριέρα τους στη μεξικανική τηλεόραση, όπου μπορούσες να κάνεις περιουσία απλώς επαναλαμβάνοντας τα κλισέ της telenovela, της πιο διάσημης φόρμας τηλεοπτικού προϊόντος στη χώρα. Και οι τρεις όμως ήθελαν να κάνουν σινεμά. Ο Κουαρόν και ο Ντελ Τόρο έκαναν τις πρώτες τους ταινίες στα 30 τους. Το «Sólo con Tu Pareja» του Κουαρόν, μια κωμωδία που έγραψε μαζί με τον αδελφό του, τον Κάρλο, υπήρξε τεράστια επιτυχία. Δυο χρόνια αργότερα ήρθε η επιτυχία για τον Ντελ Τόρο με το ερεβώδες «Cronos». Το 2000 ο Ινάριτου παρουσίασε το «Amores Perros», μία ακόμη επιτυχία.
«Αμέσως έψαξαν τη μεγαλύτερη πρόκληση» είπε στο Slate ο Ντιέγκο Λούνα, ηθοποιός που είχε συνεργαστεί με τον Κουαρόν στο «Y Tu Mamá También» («Με τη μαμά μαζί», 2001).
Η Σολορζάνο εξήγησε ότι η καινοτομίες που μετέφεραν στα έργα τους στο Χόλιγουντ, οφείλονταν στην μεξικανική τους εμπειρία. «Στο Μεξικό παντού υπάρχουν εμπόδια, πρέπει να σκέφτεσαι “εκτός κουτιού”» είπε, παραπέμποντας στις ιδιαίτερες μεταγενέστερες δουλειές του Κουαρόν στο «Gravity» και του Ινάριτου στο «Birdman».
Ωστόσο υπάρχει ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία των τριών Μεξικανών στο Χόλιγουντ. Οπως σημειώνει το Slate έχει να κάνει με την προσέγγισή τους ως προς την αμερικανική βιομηχανία του θεάματος: αντί να προσπαθήσουν να αλλάξουν την αγορά σύμφωνα με τα δικά τους γούστα, επέλεξαν να “παίξουν το παιχνίδι της βιομηχανίας”, να κερδίσουν τα παράσημά τους ως εμπορικοί σκηνοθέτες του Χόλιγουντ ενώ παράλληλα θα αναζητούσαν πιο σύνθετα έργα.
Ο Λέον Κράουζε, συντάκτης της ανάλυσης για το Slate, επικαλείται τη μαρτυρία του Ντιέγκο Λούνα: «Ο Λούνα μου είπε ότι κανένας από τους τρεις αυτούς σκηνοθέτες δεν αντέδρασε σε αυτό που η βιομηχανία απαιτούσε, το οποίο σε γενικές γραμμές είναι μια επανάληψη του ίδιου θέματος. Ωστόσο έψαχναν συνεχώς να βρουν πρωτότυπους τρόπους να πουν την ιστορία, καινοτομώντας και εκπλήσσοντας τη βιομηχανία».
Κοντολογίς και οι τρεις δημιουργοί, μολονότι ακριβοθώρητοι πια auters, δέχτηκαν με ευχαρίστηση να ριχτούν στον… βούρκο του «εμπορικού» σινεμά και να τον υπηρετήσουν με τον καλύτερο τρόπο που μπορούν. Ο Κουαρόν σκηνοθέτησε το 2004 το φιλμ «Ο Χάρι Πότερ και ο αιχμάλωτος του Αζκαμπάν», προτού το Χόλιγουντ του «επιτρέψει» να γυρίσει το δυστοπικό θρίλερ «Τα παιδιά των ανθρώπων» το 2006 και μετά το οσκαρικό «Gravity» (2013) με τη Σάντρα Μπούλοκ και τον Τζορτζ Κλούνεϊ.
Πιο παραστατικά το περιέγραψε ο ίδιος ο Κουαρόν, αποκαλύπτοντας σε μια παλαιότερη συνέντευξή του μια σκέψη που είχε κάνει με τον Ντελ Τόρο.
«Θυμάστε όταν η μαμά σας σάς έδινε ένα μεγάλο πιάτο με δημητριακά το πρωί και έπρεπε να το φας όλο προτού πάρεις το δωράκι που ήταν στον πάτο του κουτιού;» είπε, για να εξηγήσει ότι ο ίδιος και ο Ντελ Τόρο πίστευαν ότι οι εμπορικές ταινίες ήταν τα «δημητριακά» τα οποία θα τους επέτρεπαν να κάνουν τα πιο προσωπικά τους δώρα. «Τώρα, εγώ και ο Γκιγιέρμο έχουμε ένα μυστικό που δεν θα το πούμε στις μαμάδες μας: Αγαπάμε και τα δημητριακά επίσης!»
Πολύ απλά. Οι three amigos αγαπούν τη δουλειά τους.